Ποια σημασία έχει να φτιάσω το πορτραίτο εκείνων που
ταξίδευαν την εποχή εκείνη στην πράσινη « πίστα» με την κοτρώνα στην άκρη και τη μουσική να
συνοδεύει τα φλερτ του καλοκαιριού. Ποιος να θέλει να ξέρει ή να θυμάται τις αγάπες
τις καλοκαιριάτικες που τέλειωναν μόλις η επιστροφή στο φθινόπωρο τις έσβηνε με
τις πρώτες κιόλας στάλες της βροχής. Κι όμως η ανάμνηση τους, ξαναζωντανεύει
ένα από τα πιο γλυκά κομμάτια της ζωής μας. Ίσως δεν έχει σημασία πως ήταν, αν τα αγαπημένα πρόσωπα
είναι εκείνα που ήταν τότε, αν τα μαλλιά ανέμιζαν στο δροσερό μαΐστρο του
δειλινού ανέμελα, αν τα χείλη σχημάτιζαν εκφράσεις που ξύπναγαν συνειρμούς που
κανένας χρόνος δεν μπόρεσε ποτέ να σβήσει.
Ήταν η «ερωτική κοτρώνα» το καταφύγιο της ώριμης εφηβείας που
φιλοξένησε την μεγάλη μας συντροφιά τα καλοκαίρια του 68 και του 69, κι ήταν η
συντροφιά που δεν μπορούσε να κρατήσει περισσότερο από όσο το χωριό την συγκρατούσε,
μιας και όταν επιστρέφαμε η αδυναμία να επικοινωνήσουμε χαλάρωνε όσα μας έδεναν
μέχρι που ξανάρχιζαν όλα το επόμενο καλοκαίρι αν όχι από κεί που τέλειωσαν τουλάχιστον
όχι απ’ την αρχή.
Κάθε απόγευμα συναντιόμασταν στην πλατεία κάτω απ’ τα
πλατάνια, κι ήμασταν χτενισμένοι, φορούσαμε τα χρωματιστά πουκάμισα, τα μπλουτζίν,
είχαμε περάσει στον ώμο το πουλόβερ, μοιάζαμε ή έτσι θέλαμε να πιστεύουμε, στους
άλλους συνομηλίκους μας, και φορτωμένοι τους δίσκους και το πικάπ κατηφορίζαμε
για την κάτω βρύση κι ύστερα περπατώντας και γελώντας περνάγαμε το ρέμα και
συνεχίζαμε για το μικρό πλάτωμα κάτω απ’ τον Κάναλο δίπλα
στο μεγάλο δέντρο με την κοτρώνα που ήταν το τραπέζι και το κάθισμα. Πάντα το βλέμμα έκανε ένα γύρο παρατηρώντας τους
λόφους με τα έλατα με τις πουρνάρες, τα βουνά τις πλαγιές τα πλατάνια κάτω
χαμηλά στους Αμπούλους, και τα αμπέλια που προστατευμένα περίμεναν την ώρα που
ο τρύγος θα μάζευε τον ώριμο καρπό τους.
Κι ύστερα το πάρτι ξεκίναγε. Τα τραγούδια
τα γέλια οι φωνές το φλερτάρισμα η ικανοποίηση όταν υπήρχε ανταπόκριση, οι υποσχέσεις
το ξάναμα το δειλινό τα βασιλέματα, και πάλι τα τραγούδια μέχρι που η συμμορία
των μικρότερων με τον Μήτσο επικεφαλής κρυμμένοι στα πουρνάρια λίγο πιο ψηλά
φώναζαν εν χορώ: «Ραντεβού στις εξ’ η ώρα στην ερωτική κοτρώνα» παρεμβαίνοντας
σαν κρυφοί θεατές στα δρώμενα της μικρής καταπράσινης λάκκας στου Κατσάνη την
κοτρώνα.
(α.λ. 3)