Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

Απόβροχο...

Κι ύστερα η καταιγίδα έτσι ξαφνικά όπως άρχισε, έτσι σταμάταγε.
Σε λίγη ώρα ο ουρανός καθάριζε, οι ριπές απ’ τον αέρα σταμάταγαν τα βασιλέματα ξαναφαίνονταν και το μόνο που έμενε να θυμίζει την καλοκαιριάτικη μπόρα ήταν η βρεγμένη γης, η λάσπη και τα ρυάκια στις στράτες, τα πουρνάρια που έσταζαν τις τελευταίας σταγόνες απ’ τα αγκαθωτά πουρναρόφυλλα, με τους ιριδισμούς στις ακτίνες του απογευματιάτικου ήλιου, το λαμπρό ζωηρόχρωμο ουράνιο τόξο κάτω χαμηλά στ' αμπέλια, κι η μυρουδιά του απόβροχου, η σύνθεση απ’ τις μυρουδιές της γης των δέντρων της ανθρώπινης παρουσίας και δραστηριότητας, των ζωντανών που ξεκίναγαν ή γύρναγαν απ’ τη βοσκή τους, η γνώριμη μουσική απ’ τα τριζόνια, απ’ τα τζιτζίκια απ‘ τα πουλιά που ξανάρχιζαν από κει που είχαν σταματήσει, τα βελάσματα τα γαβγίσματα, τα μουγκανητά που συνθέτουν τη δική τους γήινη συμφωνία, που τόσο όμορφα τραγούδησαν στα δημοτικά μας τραγούδια εκείνοι που είχαν το χάρισμα, ακόμα και στην παγκόσμια μουσική οι περίφημες συνθέσεις των κλασσικών όπως στην «Ποιμενική Συμφωνία» του Beethoven, και το «Καλοκαίρι» απ’ τις τέσσερις εποχές του Vivaldi που περιγράφουν με την ουράνια αυτή μουσική αυτές ακριβώς τις καλοκαιριάτικες μπόρες.
Εκείνο όμως που ποτέ δεν θα ξεχάσω, εκείνο που με έκανε πολλά χρόνια μετά να αποζητάω, στις σύντομες καλοκαιριάτικες επισκέψεις μου στο χωριό ήταν η αντάρα του απόβροχου. Μόλις η μπόρα τέλειωνε έτρεχα στα λασπομένα μονοπάτια προς την Υψωμένη Πουρνάρα και περπάταγα προς το Γεροσάκο έχοντας στραμμένο το βλέμμα προς το ποτάμι. Εκεί λοιπόν κοντοστεκόμουν και κοίταζα να σχηματίζονται σύννεφα χαμηλά, στο ποτάμι, και πιο πάνω στο ρέμα, και στ’ αμπέλια, και στις Βρίζες, και τα σύννεφα αυτά ξεκίναγαν σιγά σιγά να παίρνουν τον ανήφορο κολλητά στην πλαγιά. Κι έτσι καθώς ανέβαιναν περίμενα να περάσουν κι αν δεν έρχονταν προς το μέρος μου έτρεχα εγώ να τυλιχτώ μέσα τους κι ύστερα καθώς θα ανέβαιναν και θα με ελευθέρωναν θα παρακολουθούσα την πορεία τους όσο θα ανεβαίνουν στα Βαρδούσια και θα διαλύονται.
Κι η Υψωμένη Πουρνάρα και το Πέτρινο Αλώνι σκεπάζονταν κι αυτά απ’ την αντάρα και προς στιγμή η επιστροφή έμοιαζε κλειστή. Όλα τα παιχνίδια της απογευματιάτικης μπόρας τέλειωναν, κι εκείνο που έμενε ήταν η αίσθηση της γαλήνης, η μυρουδιά της βρεγμένης γης η νηνεμία όλα όσα συνθέτουν το καλοκαιριάτικο απόβροχο.
Το κυνήγι του σύννεφου έμοιαζε τότε με το άπιαστο κυνήγι του πρόσκαιρου που σαν το προλάβαινες μετά διαλύονταν αφήνοντας μια αίσθηση εφήμερη μια γλυκόπικρη γεύση όταν προφταίνεις κάτι αλλά τούτο μόλις νομίσεις πως το πρόφτασες διαλύεται και ξεκινάς πάλι απ’ την αρχή κυνηγώντας εκείνο που έρχεται ξοπίσω και ξανά μέχρι που τα σύννεφα χάνονται κι η φύση αλλάζει και μαζί και συ που τρέχεις πάλι στο κυνήγι του εφήμερου και πάλι μόλις το προφτάσεις ξαναχάνεται.
Έτσι λοιπόν η ζωή φαίνονταν στα μάτια μου όπως ακριβώς είναι, να τρέχω να προφτάσω κι ύστερα πάλι απ’ την αρχή, όμως το λίγο που βρίσκομαι σκεπασμένος στις δροσοσταλιές που ανεβαίνουν απ’ το μακρινό ποτάμι ανείπωτη χαρά και ευτυχία γεμίζουν την αίσθηση και δείχνουν πόση αξία στο εφήμερο έχουν οι στάσεις στη διαδρομή που λέγεται ζωή, στο συναρπαστικό αυτό ταξίδι προς την Ιθάκη του καθενός μας.

Παρασκευή 17 Αυγούστου 2012

Η καταιγίδα..

Η κάψα του μεσημεριού σήκωνε κύματα διάφανα ζεστού αέρα που έκαναν κυματισμούς στο βλέμμα καθώς σκέπαζε τη μαζιά με τις πουρνάρες. Η νηνεμία έρχονταν και έκανε την κάψα ακόμα πιο έντονη.
Κι ύστερα δυό μικρά σύννεφα έκαναν την εμφάνισή τους ψηλά στην Κλεισούρα εκεί στη μεριά της Μουσουνίτσας.
Γρήγορα τα σύννεφα πύκνωναν και η επίγεια όψη τους έπαιρνε χρώμα μαύρο καθώς κι’ άλλα σύννεφα μαζεύονταν πάνω απ’ αυτά και γίνονταν αδιαπέραστα και το φως του ήλιου σταμάταγε να φτάνει στο χωριό.
Σε λίγο ένας μακρινός ήχος απ’ τη βροντή έδινε το σύνθημα της προετοιμασίας για την καταιγίδα που πλησίαζε. Στην άκρη στο μπαλκόνι με θέα περιμετρική έβλεπα άφωνος την προετοιμασία του ουρανού για την καταιγίδα. Οι βροντές γίνονταν πιο δυνατές και πιο συχνές οι πρώτες αστραπές έσκιζαν τον ουρανό και χτύπαγαν τη Γκιώνα σαν να ήθελαν να την τρυπήσουν Εκείνη όμως γιγάντια ατάραχη δέχονταν αδιαμαρτύρητα τις επιθέσεις του συννεφιασμένου ουρανού στα πλευρά της. Σε λίγο ένας άνεμος απ’ το πουθενά χωρίς διεύθυνση, στροβιλιζόταν φέρνοντας τις πρώτες χοντρές ψιχάλες, κι αμέσως ο ουρανός γινόταν ένα με τη γης με τα δέντρα με τις ρεματιές με τα σπίτια κι ένα υδάτινος καταρράκτης πλημμύριζε ότι εύρισκε στο δρόμο του. Τίποτε δεν φαινόταν εκτός απ’ τις αστραπές και τίποτε δεν ακουγόταν έξω απ’ τον ήχο της μπόρας και τις βροντές που συνόδευαν το φως των κεραυνών.
Μαζεμένος στη γωνιά με την αίσθηση της προστασίας που μου έδινε το χαγιάτι τυλιγμένος με μια κουβέρτα που με προφύλαγε απ’ την απότομη μεταβολή της θερμοκρασίας αλλά και την ανάγκη που είχα να νοιώσω προστατευμένος, έβλεπα να ξετυλίγετε μπρος στα μάτια μου η καλοκαιριάτικη καταιγίδα σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια.
Η καλοκαιριάτικη μπόρα, η βροχή εκείνη που συχνά τα απογεύματα του Ιούλη μας υπενθυμίζει πως η φύση ποτέ δεν κοιμάται, έρχονταν να ξεπλύνει τη σκόνη του καλοκαιριού να ποτίσει την αναμμένη απ’ το καλοκαίρι γης να δροσίσει τη πλάση, να φέρει στη σκέψη τη συνέχεια του κύκλου που ξεκινάει απ' τη γη ανεβαίνει ψηλά και ξανάρχεται καθαρός για να ξαναρχίσει....