Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010

Στην Αυλή

Απ’ έξω τα ξύλα, φυλαγμένα κάτω απ’ το μπαλκόνι οι κλάρες και τα κούτσουρα , τοποθετημένα με σειρά έτοιμα για χρήση.
Το τζάκι στο σπίτι σιγόκαιγε κι ο καπνός απ’ τα καμένα ξύλα αρωμάτιζε με εξαιρετική επιμέλεια τον αέρα του πρωινού. Σε λίγο κάτι νόστιμο θα έβγαινε απ’ τη δεροστιά για να χορτάσει την πρωινή μας πείνα.  
Αριστερά μας το μικρό δρομάκι που ανέβαινε στη ράχη ανάμεσα στις πουρνάρες. Δεξιά η αχυρώνα φτιαγμένη κι αυτή από ξύλο πλάτανου σε οριζόντια σανίδια στηριγμένα σε κάθετα δοκάρια που σχημάτιζαν το σκελετό της κατασκευής. Δίπλα η πουρνάρα που έδενε η γιαγιά τη γαϊδούρα. Μια πουρνάρα που ο κορμός της έκανε μια καμπούρα και μετά ανέβαινε δίνοντας τη μορφή της γκαμήλας. Εκεί δέναμε τριχιές και φτιάχναμε αυτοσχέδιες κούνιες τρώγοντας άπειρες τούμπες και συνεπακόλουθο ξύλο απ’ τη γιαγιά. Και το όριο της επικράτειας αυτής ήταν το αυλάκι. Το αυλάκι σκαμμένο στο χώμα πέρναγε απ’ τη μεριά εκείνη της αυλής που το έδαφός της ήταν φτιαγμένο από μαλακιά κίτρινη πέτρα που έφτιαχνε μικρές νεροφαγιές και καταρράκτες, πέρναγε με ορμή δίπλα στην πουρνάρα και κυλούσε πιο ήρεμα όταν έπιανε το ίσωμα μέχρι που ξαναέπαιρνε τον απότομο κατήφορο έκανε ένα εντυπωσιακό καταρράκτη πάνω απ’ τον δέντρο που ήταν τυλιγμένος με κισσό και κατηφόριζε για να ποτίσει τα κήπια που το περίμεναν διψασμένα.
Η πλαγιά απ’ τα αριστερά με τα κήπια σε ώριμη καλλιεργητική φάση με τις φασολιές ψηλές φουντωτές στηριγμένες στα παλούκια που ήταν καρφωμένα στο πλάι τους, με τα λβιά να κρέμονται στις άκρες έτοιμα για μάζεμα. Οι λιγοστές ντοματιές οι κολοκυθιές τα κρεμμύδια ένα πράσινο σύνολο και από κάτω οι πατατιές, με τις πεντανόστιμες πατάτες που όπως και να τις μαγείρευε η γιαγιά έμεναν στη γευστική ανάμνηση με αξεπέραστη μέχρι τώρα δύναμη. Ανάμεσα  μερικά δέντρα νταουσανιές και κερασιές, και πιο δίπλα πάνω από τη βρύση τεράστιες καρυδιές σκεπάζουν με τον ίσκιο τους όλη τη στράτα προς τη βρύση.

Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010

Στο κατώι

Μπροστά η πουρνάρα μεγάλη θαλερή έκρυβε τη θέα προς την ψηλόραχη. Κάτω το κατώι το εργαστήρι του παππού η αποθήκη του γεμάτη από θαυμαστά πράγματα ο αργαλειός οι τσάντες με το θειάφι κρεμασμένες στο πάτερο τα ξυλουργικά εργαλεία  η πλάνη το σκαρπέλο τα πριόνια τοποθετημένα σωστά με τη σειρά τους, δίπλα το βαένι κλειστό με την κάνουλα να ευωδιάζει τη μυρουδιά του κρασιού μα πιο πολύ τη μυρουδιά της ρετσίνας που σε μεγάλα κομμάτια ήταν απιθωμένη απάνω σε μια παλαθούρα σκαμμένη στον τοίχο . Το ρετσίνι απ’ τα έλατα που έδινε τη σπιρτάδα του στο κρασί που είχε γίνει απ’ τα γκοσμάδια και τους ροδίτες απ’ το αμπέλι κάτω στ’ αμπέλια προς τη ρεματιά και έφτανε στο τέλος του, ήταν αφημένα δίπλα ίσως για άλλη μια χρήση, ποτέ δεν το είχα ρωτήσει.
 Η πόρτα μπροστά ξύλινη κατασκευασμένη από ξύλο πλάτανου σκαμμένη με μεράκι και συναρμολογημένη με τέχνη είχε ένα τεράστιο κλειδί και μια κλειδωνιά καλολαδωμένη. Από πάνω ο σύρτης που ασφάλιζε όποιον ήταν μέσα. Το μισό πάτωμα ξύλινο το άλλο πατημένο χώμα και σε μια άκρη πάνω στα ξύλα τα δερμάτια γεμάτα τυρί περίμεναν την ώρα που θα τα χρησιμοποιούσαμε.

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010

Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010

Στης Πράγκενας τον κήπο..

Τα μήλα που άρχιζαν κι αυτά να ωριμάζουν ήταν το αντικείμενο της επιθυμίας των πιτσιρικάδων της απάνω γειτονιάς. Η θειά η Πράγκενα όμως τα φύλαγε καλά και ακόμα καλύτερα ο σκύλος της ένας τσοπανόσκυλος ασπριδερός με μαύρες γραμμές στη ράχη του που ξάπλωνε στην ανηφόρα μπροστά στο σπίτι δίπλα στη μεγάλη κοτρόνα και καθιστούσε αδιάβατη τη στράτα προς και από το σπίτι της. Ο σκύλος αυτός αποτελούσε το φόβητρο για όλους ακόμα και για εκείνους που έλεγαν πως δεν φοβόντουσαν τα σκυλιά. Όταν έκαναν πως τον πλησίαζαν είτε ήρεμα είτε επιθετικά, το απειλητικό του γρύλισμα έκοβε κάθε διάθεση να τον αγνοήσεις. Το σκύλο αυτό ποτέ δεν μπορέσαμε να τον κάνουμε φίλο.
Τα μήλα λοιπόν απ’ τις πέντε ή εξ μηλιές που βρίσκονταν στην απάνω λουρίδα στο γιούρτι, της θειάς της Πράγκενας, φαίνονταν λαχταριστά όπως κρέμονταν απ’ τα κλαδιά της μηλιάς σπάνιο όσο και πολύτιμο φρούτο τα χρόνια εκείνα. Ήταν τόσο πολύτιμα όσο τα «μήλα των Εσπερίδων» της μυθολογίας, και η απόκτησή τους φάνταζε σαν τον άθλο του Ηρακλή, που πήγε και τα μάζεψε. Κανείς μας βέβαια δεν ήταν Ηρακλής και οι όποιες απόπειρες προσέγγισης στις μηλιές εκτός από το εμπόδιο των βάτων που τα χώριζαν από τα διπλανά ήταν κι ο σκύλος που δεν ήξερες από πού θα σου έρθει. Εφόσον λοιπόν η προσέγγιση ήταν αδύνατη δεν είχε νόημα και το γκρέμισμα των μήλων με τις σφεντόνες, πρακτική εύκολη στα έμπειρα χέρια των κατόχων σφεντόνας. Μέναμε λοιπόν να τα κοιτάζουμε τα μεσημέρια που όλοι ησύχαζαν σκαρφιζόμενοι άπειρα πλην αναποτελεσματικά κόλπα να τα αποκτήσουμε. Η καλή μας η θειά η Πράγκενα πάντα μας έδινε να δοκιμάσουμε, κάνοντας την επιθυμία ακόμη πιο έντονη.
Ένα μεσημέρι λοιπόν ανεβαίνοντας τη στράτα προς τις γούρνες βλέπουμε το Μέλιτα να μας πλησιάζει τρώγοντας ένα λαχταριστό μήλο ίδιο με τα μήλα της θειάς. Έκπληκτοι τον ρωτήσαμε που το βρήκε, και χωρίς δεύτερη κουβέντα έβγαλε από μια μαρούδα δυό ακόμα και μας τα έδωσε. Ο Μίλτος την εποχή εκείνη ασκούσε τα καθήκοντα του «αυλακιάρη» και μπαινόβγαινε νόμιμα στα κήπια και τα γιούρτια λόγω ιδιότητας γεγονός που του έδινε εύκολη πρόσβαση σε ότι για τους υπόλοιπους έδειχνε σχεδόν ακατόρθωτο. Ετσι λοιπόν περνώντας κι απ’ το γιούρτι της θειάς το φορολόγησε δεόντως παίρνοντας κάμποσα μήλα και μοιράζοντας και σε μας. Ο φίλος μας ο Μίλτος λοιπόν έγινε ο δούρειος ίππος με τον οποίο αλώθηκε το κάστρο με τις μηλιές

Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2010

Το πρώτο βράδυ

Και τα μάτια θα σφάλιζαν καθώς η κούραση κι αγωνία του ταξιδιού έδιναν τη θέση τους σε μια γαλήνη μια ομορφιά μια ευτυχία…
Ο ύπνος βαθύς, σκεπασμένοι με τη βελέντζα την κόκκινη με τις άσπρες λουρίδες χωρίς το βαμβακερό σεντόνι, που μέχρι χτες σκεπαζόμασταν, να τρίβεται στα γυμνά μέρη του σώματος και να δίνει μια ανατριχίλα που θα μπορούσε να είναι ενοχλητική, αλλά δεν τα κατάφερνε. Σκέπαζε με ζέστη το κορμί και λίγο πριν τα μάτια σφαλίσουν ο τρελός ήχος απ’ τα τριζόνια και τα απαλό κελάρυσμα απ’ τ ' αυλάκι έσμιγαν φτιάχνοντας μια γνώριμη αρμονία που σιγά σιγά ξεθώριαζε καθώς ο ύπνος μείωνε την ένταση μέχρι να σβήσει τελείως.
Η πρώτη βραδιά στο χωριό της δεκαετίας του 50 κυλούσε.
Η μέρα ξημέρωνε απ’ την Γκιώνα πάνω απ’ τη Συκιά. Το θάμπος του πρωινού άρχισε να ξεθωριάζει και οι σκιές άρχισαν να αποκτούν περίγραμμα και το περίγραμμα μορφή και η μορφή χρώμα καθώς ο ήλιος έστελνε τις ακτίνες του στα κορφοβούνια που πρώτα αυτά χαιρετούσε κι ύστερα κατέβαινε πιο χαμηλά μέχρι που συναντούσε το χωριό και φώτιζε ένα ένα τα σπίτια διώχνοντας το βραδινό κρύο και μαζί μ’ αυτό και τον ατέλειωτο αριθμό απ’ τις κολοφωτιές.
Η πρώτη μέρα ξημέρωνε πάντα μαγική. Το ανασήκωμα απ’ το βαρύ σκέπασμα και η προσαρμογή στην πρωινή ψύχρα ήθελε την ώρα της. Ποιος περίμενε όμως. Τρέχοντας στο μπαλκόνι να δω εκείνα που είχα αφήσει, να δω αν άλλαξε κάτι, να δω το καθετί πριν ξεκινήσω να περπατώ στις μεριές που είχα προγραμματίσει και μάλιστα με σειρά να επισκεφτώ. Το αυλάκι σε λίγο θα ξανάτρεχε με το νερό που μάζευε η γούρνα κλειστή όλη την ημέρα ή όλο το βράδυ και την άλλη μέρα ο αυλακιάρης που διαχειρίζονταν την συγκέντρωση και την παροχή του νερού ανέβαινε να την ανοίξει από ένα μεταλλικό μηχανισμό που είχε στον πάτο της. Η γούρνα….

Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2010

Προς τον Κονιάκο

Παντού ανεβαίνοντας καθώς έπαιρνε να σουρουπώνει ανταμώναμε τους ξωμάχους που γύριζαν απ΄ τα χωράφια και τις άλλες δουλειές με κατεύθυνση στο χωριό να πάει ο καθένας σπίτι του να πάρει μια ανάσα μέχρι την επόμενη.
Καλωσορίσματα και ευχές κουβέντα με τον παππού ανεβαίνοντας ενώ η νύχτα έπεφτε και ο υπέροχος γεμάτος άστρα ουρανός άρχιζε να φαίνεται μεγαλειώδης, μυστηριώδης, πανέμορφος. Το ξερόρεμα, το βαθύρεμα και ο ανήφορος πριν απ’ τα πρώτα σπίτια του χωριού στα Βωττέικα Αλώνια. Και ξαφνικά στο σκοτάδι που σκέπαζε το χωριό τα πρώτα αχνά φωτάκια απ’ τα λυχνάρια και ένα ποτάμι αλλιώτικα φωτάκια που αναβόσβηναν τριγύρω μας οι κωλοφωτιές που μας καλωσόριζαν χαρούμενες κι αυτές για την καινούργια παρέα που έρχονταν. Η εικόνα μαγική που μόνο τα παιδικά μάτια μπορούν να δουν και οι παιδικές ψυχές να αιχμαλωτίσουν με τον μοναδικό τρόπο που εκείνες ξέρουν. Είναι οι εικόνες που συνοδεύουν τη θύμηση όσα χρόνια κι αν περάσουν καθώς κάθε Ιούνη και Ιούλη που ξεκινάνε το δικό τους ερωτικό παιχνίδι γεμίζουν τον άσπιλο αέρα της βουνοπλαγιάς που βρίσκεται το χωριό μας με ένα τρελό μαγικό παιχνίδισμα στο βλέμμα και την εξίσου τρελή επιθυμία να τις ακολουθήσεις στο παιχνίδισμά τους.
Μαγεμένοι απ’ το θέαμα με τις πρώτες μυρουδιές απ’ τον καπνό που έβγαινε απ’ τα τζάκια, και το κελάρυσμα του νερού που έτρεχε στ’ αυλάκι φτάναμε επιτέλους μετά από μια μικρή Οδύσσεια στην Ιθάκη μας που γαλήνια μας περίμενε από το περασμένο καλοκαίρι. 
Ξεπεζεύαμε τη γαϊδούρα και η έκσταση ανάμικτη με την απέραντη κούραση μας οδηγούσε μηχανικά ν’ ανεβούμε στο χαγιάτι να ντυθούμε τις ζακέτες μας που μας προφύλαγαν απ’ το βραδινό κρύο να χαιρετίσουμε τη γιαγιά και να νοιώσουμε ότι πεινάμε σαν λύκοι. Πάντα μας περίμενε ένα κομμάτι ψωμί απ’ τη γάστρα, μια γερή τηγανιά πατάτες απ’ τον κήπο τηγανισμένες στο τζάκι με τις κλάρες απ’ τα πουρνάρια και ένα κομμάτι τυρόπιττα με εκείνο το μοναδικό πρόβειο τυρί απ’ το δερμάτι, που η γεύση του ποτέ δεν πρόκειται να ξεχαστεί όσο θα ζούμε.
Το πρώτο βράδυ στο χωριό ήταν γεγονός. 

Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2010

Προς το Λευκαδίτι

Η άφιξη του λεωφορείου στο Λιδορίκι ήταν το γεγονός της ημέρας. Πλήθος παιδιά, μεγάλοι, επισκέπτες από όλα τα γύρω χωριά, περιτριγύριζαν το νεοφερμένο αυτοκίνητο και τον κόσμο που κατέβαινε από την πόρτα του ψάχνοντας δικούς τους ή απλά χαζεύοντας. Οι νεοφερμένοι ντυμένοι με τα ρούχα της πόλης έρχονταν σε αντίθεση με τα παιδιά της κωμόπολης που παρακολουθούσαν τα δρώμενα.
Φορτώθηκαν τα λιγοστά πράγματα στη γαϊδούρα μαζί με τα ψώνια του σπιτιού, και φύγαμε τον ανήφορο να βγούμε στο  δρόμο προς το Λευκαδίτι.
 Καλοκαίρι αργούσε να νυχτώσει. Θα προλαβαίναμε άραγε να φτάσουμε ημέρα στο χωριό. Το τελευταίο και πιο όμορφο κομμάτι της Οδύσσειας ήταν μπροστά μας. Ο δρόμος προς το χωριό άρχιζε. Τα χρόνια εκείνα στα τέλη της δεκαετίας του πενήντα αρχές της δεκαετίας του εξήντα πριν ακόμη φτιαχτεί ο δρόμος για τα αυτοκίνητα η στράτα προς το Λευκαδίτι μια αρκετά μεγάλη και καλά πατημένη στράτα οδηγούσε στη πλαγιά της Γκιώνας σε ήμερο τοπίο περίπου εκεί που είναι ο σημερινός δρόμος.
Η αρχή εύκολη. Η κούραση απ’ το ταξίδι εξανεμίζονταν μόλις η αγαλλίαση του δρόμου πλημύριζε κάθε σκέψη. Ο προορισμός στο βάθος, κάποια στιγμή θα τον φτάναμε. Όσο όμως η ψυχή και να θέλει το σώμα κάποια στιγμή δεν μπορεί κι έτσι εκ περιτροπής καβάλα στη γαϊδούρα κλέβαμε λίγη ξεκούραση ακολουθώντας τα σταθερά βήματα του παππού που μας συνόδευε και μας οδηγούσε. Μπροστά μας το Λευκαδίτι, απέναντι το χωριό. Η κατηφόρα προς το γιοφύρι, εμείς κατεβαίναμε και τα βασιλέματα κύλαγαν. Το ποτάμι και επιτέλους στο Κονιακίτικο. Ανέβασμα απ’ τα τριφυλοχώραφα ανάμεσα στις πυκνές συστάδες από τις πουρνάρες που διαδέχονταν τον πλατανιά του ποταμού στο δρόμο προς τα Παλιόμαντρα κι από κει στις Βρύζες στο χωράφια με τα καλαμπόκια και τα στάρια.

Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010

Προς το Λιδορίκι

Ο κατήφορος προς τους Δελφούς ξεκίναγε κι αυτός όλο στροφές ανάμεσα στ’ αμπέλια και τις ελιές τις αμυγδαλιές και τις λεύκες. Από ψηλά ένα νερό κατέβαινε απ΄το βουνό. Μετά τους Δελφούς ο κατήφορος συνεχίζονταν γεμάτος στροφές προς το Χρυσό μέχρι τον κάμπο όπου έπιανε τη μεγάλη ευθεία μέχρι τα Σάλωνα. Κι η πορεία συνεχίζονταν με καινούργια ανηφόρα καινούργιες στροφές στο αργόσυρτο ταξίδι προς την Αη Θυμιά. Οι πλαγιές τις Γκιώνας μας υποδέχονταν. Θα έπρεπε να φέρουμε μια ολόκληρη βόλτα από τα ανατολικά να φτάσουμε στη δυτική πλευρά της όπου ήταν χτισμένο το Λιδορίκι. Ελιές αμυγδαλιές αμπέλια και πουρνάρια, κοτρόνια σπαρμένα εδώ κι εκεί και το χωριό ειρηνικό ήσυχο έρημο στο απομεσήμερο που το διέσχιζε το λεωφορείο αγκομαχώντας κι ανηφορίζοντας για το τελευταίο χωριό πριν το τέρμα που ήταν η Βουνιχώρα.  
Η ανηφόρα οι ατέλειωτες στροφές και η θέα του Κορινθιακού και του Μωριά που έστεκε απέναντι απορροφούσε το βλέμμα κρατώντας τη θέα της θάλασσας στην ανηφορική πορεία προς το Ανάθεμα. Μετά τη διασταύρωση της Ερατεινής ο δρόμος έπαιρνε την τελική του διεύθυνση πορεία προς βορρά με την είσοδό του στον κάμπο του Μαλαντρίνου στον κάμπο του Λιδορικιού. Το ταξίδι έφτανε στο τέλος του. Το λεωφορείο της γραμμής μαζί με τους καλοκαιρινούς ταξιδιώτες έφτανε στον προορισμό του. Εμείς πατάγαμε στο Λιδορίκι.
Πιο δίπλα μας περίμενε ο παππούς με τη γαϊδούρα δεμένη να τρώει λίγο άχυρο με το σαμάρι να της σκεπάζει τη ράχη και τις τριχιές και τα καναβίδια καλά διπλωμένες και στεριωμένες στα πλάγια που θα έδεναν τη βαλίτσα μας.

Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2010

Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2010

Ο δρόμος προς το χωριό τα καλοκαίρια...

Η Λιβαδειά ήταν η επόμενη στάση του ταξιδιού. Το λεωφορείο σταμάταγε στην Πλατεία. Απέναντι ακριβώς τα σουβλάκια της Λιβαδειάς ήταν η μέγιστη των προκλήσεων σε όλο το ταξίδι. Κάθε προσπάθεια από την προηγούμενη εβδομάδα να εξοικονομήσουμε λίγες δραχμές με μοναδικό σκοπό να μπορέσουμε να γευτούμε τη θεία αυτή γεύση και υποσχόμασταν στον εαυτό μας πως όταν μεγαλώσουμε θα μπορέσουμε να φάμε όσα επιθυμήσει η ψυχή μας. Μετά από χρόνια καταφέραμε να εκπληρώσουμε τις παιδικές μας υποσχέσεις ενθυμούμενοι μεγαλύτερους σε ηλικία συνταξιδιώτες μας που έχοντας τη δυνατότητα απολάμβαναν απεριόριστο αριθμό απ’ αυτά.
Η αναχώρηση από τη Λιβαδειά με προορισμό την Αράχοβα γίνονταν γύρω στις έντεκα και η άφιξη στην Αράχοβα γύρω στις μία. Ο δρόμος προς τον Καρακόλιθο στριφογυριστός μέσα από πλαγιές με χαμηλή βλάστηση γεμάτες γιδοπρόβατα, ο δρόμος προς τη στροφή του Διστόμου το πέρασμα απ’ τους Τσουκαλάδες το ανέβασμα προς το Ζεμενό απ όπου φαίνονταν το μνήμα του Νταβέλη. Ύστερα οι πολυάριθμες στροφές στο ανέβασμα της πλαγιάς του Παρνασσού που θα μας έφερνε στην Αράχοβα. Ο δρόμος στενός ανηφορικός γεμάτος στροφές απορροφούσε το βλέμμα στην εναλλαγή του τοπίου στην αγωνία του ταξιδιού στην ερημιά της πορείας το ταξίδι προς την Αράχοβα. Εδώ λοιπόν ήταν η σημαντικότερη στάση πριν απ΄το τέλος. Το λεωφορείο σταμάταγε στην πλατεία κάτω απ’ τα πλατάνια στη βρύση. Ο κόσμος έβγαινε μουδιασμένος απ’ τα καθίσματα. Αλλοι πήγαιναν στα εστιατόρια για φαγητό οι περισσότεροι όμως απ’ τον φόβο της ναυτίας στο υπόλοιπο της διαδρομής που κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητο ήταν έπαιρναν λίγο αέρα και δροσίζονταν περιμένοντας το τελευταίο ξεκίνημα. 

Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2010

Ο δρόμος προς το χωριό τα καλοκαίρια...

Η θέα του σταθμού ο κόσμος που πηγαινοέρχονταν λίγα γνωστά πρόσωπα παράξενη προφορά οικεία, γνωστή, επιβάτες, αχθοφόροι, οδηγοί, εισπράχτορες, παρατρεχάμενοι, λιγοστά αυτοκίνητα που πέρναγαν προς κάθε κατεύθυνση κι ανάμεσα σε όλα αυτά εμείς να περιμένουμε τη σειρά μας να επιβιβαστούμε, με αισθήματα ανάμικτα με τη χαρά σιγά σιγά να κερδίζει την αγωνία του πρωινού και τα συναισθήματα να αλλάζουν ριζικά καθώς παίρναμε τη θέση μας και σε λίγο τις επτά ακριβώς το ταξίδι θα άρχιζε. Το λεωφορείο κλείνει τις πόρτες και παίρνει το δρόμο προς την λεωφόρο Αθηνών ανηφορίζει αργά προς το Δαφνί και παίρνει τον κατήφορο προς τον Ασπρόπυργο, ύστερα η Ελευσίνα και ανηφορίζει προς την Κάζα. Θα περάσει το βουνό τον Κιθαιρώνα θα ανέβει στο Καραούλι θα κατηφορίσει για το Κρεοκούκι και θα κάνει την πρώτη του στάση στη Θήβα.
Η πρώτη χαρά του ταξιδιού θα έδινε τη θέση της σε πολλούς από εμάς στη ναυτία του ταξιδιού και καθώς θα άρχιζαν οι στροφές στις ανηφόρες του Κιθαιρώνα οι χάρτινες σακούλες γέμιζαν με το πρωινό που κουβάλαγαν τα ταλαιπωρημένα απ’ τη ναυτία στομάχια. Η στάση στη Θήβα ήταν μια όαση μια ανάσα ένα δεκάλεπτο που έδινε κουράγιο για το υπόλοιπο ταξίδι και σε πολλούς από μας το τέλος μιάς ταλαιπωρίας που δεν θα ξανανιώθαμε μέχρι το τέλος του ταξιδιού. Ο δρόμος από τη Θήβα προς την επόμενη στάση που ήταν η Λειβαδιά ήταν ίσιος χωρίς στροφές με λιγότερη ταλαιπωρία.

Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2010

Ο δρόμος προς το χωριό τα καλοκαίρια...

Τα σχολειά τέλειωναν με τον ερχομό του Ιούνη. Λίγες μέρες από το μήνα αυτόν έφταναν για να γίνουν οι τελευταίες εκδηλώσεις να πάρουμε τα ενδεικτικά και να προλάβουμε λίγες βουτιές στη θάλασσα μέχρι που θα έρχονταν η ώρα της αναχώρησης για τον καλοκαιριάτικο προορισμό μας που κάθε χρόνο ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας. Η ψυχική προετοιμασία είχε αρχίσει πολύ καιρό πριν καθώς ο καιρός ο ανοιξιάτικος έδινε τη θέση το στις πρώτες καλοκαιριάτικες ζέστες, και μαζί με τις ζέστες η ψυχή πετάριζε στη σκέψη των ψηλών βουνών που μας περίμεναν. Η αγορά των εισιτηρίων καθόριζε πια και την ημέρα που θα ξεκίναγε το ταξίδι.  Τα χρόνια εκείνα το λεωφορείο ξεκίναγε το ταξίδι από την οδό Αγίου Κωνσταντίνου στην Ομόνοια και λίγα χρόνια μετά μεταφέρθηκε απέναντι απ’ το θέατρο Περοκέ. Εδώ λοιπόν θα μας έφερναν για επιβίβαση με συνοδεία μέχρι το Λιδορίκι κάποιου συγχωριανού που θα ταξίδευε μαζί μας. Τα λεωφορεία εκείνα τα πράσινα με την μακριά «μούρη» την τρίγωνη που κουβάλαγε τη μηχανή, και στον «ουρανό» να φορτώνονται οι βαλίτσες και όλα τα μπαγκάζια κι ύστερα τα σκέπαζαν με μουσαμά να προστατευθούν απ’ τη βροχή που όχι λίγες φορές μας περίμενε ανεβαίνοντας το Ζεμενό στις φιδόστρατες προς την Αράχοβα στις πλαγιές του Παρνασσού.
Το προηγούμενο βράδυ ποτέ δεν μας πήρε ο ύπνος, μιας και οι σκέψεις ανακατεμένες με το φόβο μη και δεν ξυπνήσουμε και χάσουμε το λεωφορείο. Πριν ακόμη χαράξει βρισκόμασταν καθ’ οδόν προς την αφετηρία των λεωφορείων που θα μας έφερναν στο Λιδορίκι.    

Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2010

Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2010

Οι κρυψώνες μας

Στην άκρη στη σούδα, συνηθίζαμε να φτιάχνουμε τις κρυψώνες μας μόλις φτάναμε στο χωριό. Η δικιά μου ήταν φτιαγμένη εκεί που η νεροφαγιά είχε ξεγυμνώσει τις ρίζες απ’ τα πουρνάρια και τα κέδρα αφήνοντας ένα χάσμα. Από πάνω της μια καμπύλη σα γέφυρα απ’ τη γυμνή ρίζα προσδιόριζε ένα μικρό βαθούλωμα και μια πλατειά πέτρα ακριβώς πιο δίπλα έφτιαχνε τη στέγη από μια κρυψώνα ένα αρχιτεκτόνημα που η φύση μόνο μπορεί να φτιάσει. Εκεί από κάτω έκρυβα τους θησαυρούς της ημέρας που τον αποτελούσαν δύο κόκκινα κορόμηλα από την κορομηλιά της γιαγιάς και ένα θεσπέσιο μήλο απ’ τις μηλιές της θειάς της Πράγκενας που έτυχε να μου δώσει ή ότι άλλο θα μπορούσα να φυλάξω για κάποια άλλη ώρα της ημέρας. Τα λίγα πολύτιμα φρούτα που φύλαγα από κάτω όταν πήγαινα να τα πάρω τα μοιραζόμουνα συνήθως με τα μυρμήγκια της περιοχής, αλλά δεν με πείραζε. Μου άρεσε πολύ η κρυψώνα μου κι έτσι συμβιβαζόμουν με τη μοιρασιά. Τα κορόμηλα τα μαζεύαμε σκαρφαλώνοντας στον ολόισιο κορμό της κορομηλιάς που τον προφύλαγαν μερικά μακριά αγκάθια. Είχαμε μάθει όμως μετά από μερικά τρυπήματα στο δρόμο προς την άνοδο να τα αποφεύγουμε χωρίς να το μαρτυράμε στους άλλους, σαν στοιχειώδη προφύλαξη για τα κορόμηλα. Τα κορόμηλα ήταν τα πρώτα που γινόντουσαν και εκείνα τα κόκκινα της γιαγιάς ήταν απ’ τα πρώιμα. Οι κρυψώνες που είχαμε τα καλοκαίρια παρέμεναν χαραγμένες στη μνήμη για όλο το χρόνο και όταν ξαναρχόμασταν τρέχαμε πάλι να τις βρούμε. Οι πιο πολλές όμως είχαν χαθεί καθώς ο χειμώνας είχε περάσει από πάνω τους και είχε αλλάξει τη μορφή εκείνου που πέρσι αφήσαμε. Έτσι ξεκινάγαμε σε αναζήτηση καινούργιας κρυψώνας πιστεύοντας πως την άλλη χρονιά θα μας περίμενε άθικτη όπως το φιλόξενο σπίτι  της γιαγιάς. 

Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2010

Οσα θέλαμε να κάνουμε..

Οι πολλές οι πάρα πολλές τοποθεσίες γύρω και μέσα στο χωριό αποτέλεσαν τους αγαπημένους προορισμούς των πολυάριθμων παιδιών τις δεκαετίες που αναφέραμε, ο αριθμός των οποίων τα καλοκαίρια διπλασιάζονταν από την μαζική άφιξη των διψασμένων για το χωριό παιδιών που μέτραγαν το χρόνο μέχρι να έρθει η ώρα που θα επέστρεφαν στο τόπο που όλα τα όνειρα ξεκίναγαν και τέλειωναν. Για όλους λοιπόν εκείνους που μαζικά ανέβαιναν τους περίμενε η γιαγιά, ο παππούς, οι θειάδες και οι μπαρμπάδες και τα ξαδέρφια, κυρίως αυτά. Και για όλους εκείνους που ανέβαιναν υπήρχαν πολλά μα πάρα πολλά σχέδια που έπρεπε να ολοκληρωθούν να έρθουν σε πέρας στο χρονικό διάστημα της παραμονής στον Κονιάκο. Έπρεπε να επισκεφτούν το ποτάμι τα βουνά τις βρύσες, έπρεπε να πάνε με τα ξαδέρφια στα πρόβατα, στα γίδια, έπρεπε να συμμετέχουν στο θέρισμα στο αλώνισμα όσο υπήρχαν χωράφια και αλώνια, στα καλαμπόκια στο μάζεμα στο ξεσπύρισμα. Επρεπε να παίξουν στα σοκάκια κλέφτες κι αστυνόμους, τσιλίκι, το ρέλι, τη χρυσή βεργούλα, και τόσα ακόμη που θα θυμηθούμε στη πορεία της αφήγησής μας.
Τα χρόνια εκείνα λοιπόν που όλα έμοιαζαν να τα καλύπτει ένας ίσκιος πεθυμιάς μια αντάρα του απόβροχου, έδωσαν περιεχόμενα στη ζωή τόσων παιδιών που έξω από άλλους συγγενικούς  δεσμούς δημιούργησε και έσφιξε σχέσεις παρέες ακόμη κι αγάπες. Άλλωστε η ηλικιακή μετάλλαξη στους πρωταγωνιστές της σελίδας αυτής συνέβη τα χρόνια εκείνα.

Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2010

Ο εκσυγχρονισμός του χωριού μας..

Ακολούθησε το τηλέφωνο το χειροκίνητο με τη μπαταρία εγκατεστημένο για πρώτη φορά στο μαγαζί. Και ύστερα ορθώθηκαν οι ξύλινες κολόνες που θα έφερναν το ηλεκτρικό στο χωριό καταργώντας τους λύχνους και τα τζάκια όπου μαγείρευαν οι γιαγιάδες τα φτωχικά φαγητά με υλικά που είχαν μαζέψει απ’ τα κήπια με νοστιμιά που αξέχαστη παραμένει στη θύμηση. Άρχισαν πάλι να προσπαθούν να διαχειριστούν τα νερά που πλούσια αναβλύζουν τριγύρω απ’ το χωριό, κατεβάζοντας το νερό απ’ το Ζίτσι για να ποτίζουν τους κήπους και πιο ύστερα το νερό απ’ το Καρτάκι για να πίνει ο κόσμος. Έτσι λοιπόν το χωριό μας απέκτησε όλες τις βασικές υποδομές που του παρείχαν και του παρέχουν τη δυνατότητα να λειτουργεί χωρίς να τρέχει ο κόσμος στη βρύση να γεμίσει τη βαρέλα και τα δοχεία με το νερό της.
 Συνέχισε το φτιάξιμο του δρόμου με κατεύθυνση βόρεια και σκοπό να συνδέσει το χωριό μας με το Κάτω Χωριό και στη συνέχεια με το Απάνω Χωριό. Φτάνοντας απ’  τα Παλιοχώραφα στη Βρωμόγουρνα και στο Κατωχωρίτικο έφερε σε επαφή το χωριό με τόπους απαράμιλλης ομορφιάς ανάμεσα στις δασωμένες πλαγιές με τα έλατα στην Κρύα Βρύση στο Φτερλάκωμα, κι ύστερα πολύ πιο ύστερα ο δρόμος χαράχτηκε και άνοιξε μέχρι τον Αη Λιά με πολύ εύκολη πρόσβαση στο κορφοβούνια των Βαρδουσίων.  
Φτιάχτηκαν στράτες από το Γεροσάκκο προς τη Λίπα με ιδιαίτερη φροντίδα στο Βαθύρεμα, και την Κλεφτόβρυση προς το Καρτάκι και το Ζίτσι και τις στράτες προς την Κλεισούρα αλλά και προς τη Ρεματιά τις Φακές, τα Ισώματα, το Γεφύρι, όπου βρίσκονταν η οικονομική ζωή του χωριού. Η υπόλοιπη οικονομική ζωή ήταν στα χωράφια και το αποτέλεσμα της οικονομικής αυτής δραστηριότητας  σχεδόν πάντα πενιχρό.

Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2010

Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2010

Ειρηνική περίοδος

Τα χρόνια πέρασαν, ήρεμοι καιροί έφτασαν και σκέπασαν τη ζωή των φτωχών ανθρώπων της γωνιάς αυτής. Πρώτη φορά στην μακραίωνη ιστορία ζήσαμε τόσο μεγάλο καιρό ειρηνικά, κι έτσι είχαμε την ευκαιρία να προοδεύσουμε χωρίς τη σκέψη μιας επικείμενης καταστροφής που ήταν ικανή να παραλύσει κάθε δραστηριότητα. Αυτό που λένε πολιτισμό άρχισε σιγά σιγά να επισκέπτεται και τα δυσπρόσιτα μέρη όπως το χωριό μας. Ξεκίνησε η χάραξη του δημόσιου δρόμου που με προσωπική εργασία άρχισε να μορφοποιείται σε δρόμο έτοιμο να δεχθεί τροχοφόρα. Χαράχτηκε μέσα από σούδες από ρέματα από χωράφια. Γεφύρωσε και το ποτάμι στο θρυλικό «γιοφύρι». Με το τέλος της κατασκευής του ήρθε κορνάροντας το αυτοκίνητο του αείμνηστου Αλκη σηματοδοτώντας το τέλος μιας εποχής και την αρχή μιας άλλης της σύγχρονης που τη ζήσαμε από μικροί όλοι εμείς που θα περάσουμε απ’ τις αναρτήσεις της φιλόξενης αυτής σελίδας.

Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2010

Οι πόλεμοι και το χωριό μας

Το χωριό μας έδωσε πολλά απ’ τα παιδιά του στους πόλεμους, που απ’ την απελευθέρωση του 21 και μετά, ποτέ δεν έλειψαν απ’ τον τόπο μας. Στον πόλεμο του 1897, στον Πρώτο Μεγάλο Πόλεμο, στη Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή, στο Δεύτερο Μεγάλο Πόλεμο στο Αλβανικό Μέτωπο, ακόμα και στην εκστρατεία στην Κριμαία το μακρινό 19 που πολέμησαν τους μπολσεβίκους μαζί με τα υπόλοιπα εκστρατευτικά σώματα των Αγγλογάλων. Στον Πόλεμο της Κορέας στις αρχές της δεκαετίας του πενήντα. Παντού σε κάθε κάλεσμα οι νέοι του χωριού μας έδωσαν το παρόν. Η ευρύτερη αυτή περιοχή τέλος υπήρξε τόπος διεξαγωγής πολλών από τα διαδραματισθέντα στον εμφύλιο και έδωσε και στην θλιβερή αυτή για τον τόπο σελίδα τη μερίδα του αίματος που του  αναλογούσε.
Πολλές ιστορίες ακούσαμε απ’ τα χείλη εκείνων που συμμετείχαν σε όλες αυτές τις δραματικές για τον τόπο στιγμές όπως τις ιστορίες που είχαν καταγράψει οι παππούδες, σαν απομνημονεύματα για τις στιγμές που έζησαν στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Η καταγεγραμμένη ιστορία της συμμετοχής του παππού μου στην Μικρασιατική Εκστρατεία σε ένα παλιό τετράδιο ήταν η πρώτη επαφή που είχα με την ζώσα Ιστορία. Εκτός απ’ την ημερολογιακή καταγραφή υπήρχαν και σχόλια και κρίσεις για τα γεγονότα. Το τετράδιο αυτό με τα  περιεχόμενά του όσο και οι ζωντανές μαρτυρίες απ’ το στόμα του παππού,  αποτέλεσαν ισχυρότατο ερέθισμα για πιο βαθειά ενασχόληση με την Ιστορία του τόπου μας και τους πρωταγωνιστές της. Το τετράδιο εκείνο που φυλασσόταν μαζί με άλλα χαρτιά κρεμασμένο στην ξύλινη κολόνα στο κατώι μέσα σε μια παλιά δερμάτινη τσάντα, το είχα διαβάσει με φοβερό ενδιαφέρον. Καλογραμμένο με γράμματα ευκρινή και σωστά σχεδιασμένα, ανέβαζε τον παππού σε πολύ ψηλά επίπεδα θαυμασμού, και κρεμόμουνα απ’ τα χείλη του να μου περιγράψει όλη εκείνη την Οδύσσεια και δια ζώσης. Πόσες αλήθεια Οδύσσειες δεν έχουν καταγράψει οι απλοί καθημερινοί άνθρωποι.
Το γραφτό εκείνο δεν το ξαναείδα. Οι νόμιμοι κάτοχοι του, οι μπαρμπάδες μου δεν ξέρω αν το έχουν. Ελπίζω να γνωρίζουν την αξία του και να το διαφυλάξουν  σαν ιερό κειμήλιο και να το δώσουν στα παιδιά τους γιατί  είναι μια απ’ τις πολυτιμότερες παρακαταθήκες του παππού μας, τόσο σε μας που τον γνωρίσαμε όσο και στα υπόλοιπα εγγόνια του που δεν πρόλαβαν ν’ ακούσουν τις ιστορίες απ’ το στόμα του. Οσο πάντως αργότερα και να έψαξα δεν κατάφερα να το βρώ.
Η ανάρτηση αυτή, προς το παρόν, είναι μια αναφορά και στον παππού μου και στους παππούδες πολλών από μας.   

Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 2010

Τετάρτη 3 Νοεμβρίου 2010

Το δικό μας οδοιπορικό

Η γενιά η δικιά μας γεννήθηκε και μεγάλωσε στα μέσα του προηγούμενου αιώνα. Ο τόπος μας, εκεί που υπάρχουν οι ρίζες των γονιών μας και των γονιών των γονιών μας, εκεί που κάμποσες οικογένειες πριν από αιώνες αποφάσισαν να ριζώσουν, κυνηγημένοι από τον κατακτητή, μακριά όσο πιο πολύ γίνονταν από το χέρι του, στέριωσαν τα νοικοκυριά τους έστησαν τα λίγα τους υπάρχοντα μοίρασαν και ξεχέρσωσαν τον σκληρό τόπο τα έβαλαν με τη φύση και τις παραξενιές της προσπάθησαν και πέτυχαν να συνυπάρξουν με ότι αυτή ορίζει. Μέσα σε ένα τόπο άγριο που για να τον δαμάσεις έπρεπε να ξεπεράσεις κάθε ανθρώπινο όριο, να δώσεις όπως έδωσαν, μεγάλο φόρο σε κόπο, πόνο , ιδρώτα, ακόμη και σε ανθρώπινες ζωές. Στον τόπο αυτό που αποφάσισαν να μείνουν κι άρχισαν σιγά σιγά να του δίνουν μορφή να το προσαρμόζουν στην δική τους ζωή στη ζωή των παιδιών τους. Ο τόπος αυτός σκληρός φτωχός αφιλόξενος έδιωξε πολλά απ’ τα παιδιά του στη μακρινή Αμερική στη δεκαετία το δέκα και του είκοσι που πολλοί απ’ αυτούς χάθηκαν στην αχανή νέα τους πατρίδα αφήνοντας για πάντα τη γενέθλια γη. Άλλα απ’ τα παιδιά του τα έδιωξε σε πιο κοντινούς προορισμούς όπως την Αθήνα με την κρυφή ελπίδα της επιστροφής. Για πολλούς απ’ αυτούς το όνειρο έγινε πραγματικότητα έστω και στα τελευταία χρόνια της ζωής τους.

Τρίτη 2 Νοεμβρίου 2010

Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2010

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν....

Η σελίδα αυτή θα αφηγηθεί και θα φιλοξενήσει τους ανθρώπους και τις ιστορίες τους που γράφτηκαν τα καλοκαίρια, της δεκαετίες του πενήντα, του εξήντα, του εβδομήντα στο χωριό μας, στο σπίτι του παππού και τις γιαγιάς που μας υποδέχονταν, ανάμεσα στα ξαδέρφια και τις ξαδερφάδες.
Η ομάδα της νεολαίας της εποχής εκείνης βλέποντας  από μακριά τα χρόνια τα περασμένα θυμάται τη γεμάτη από παιδιά πλατεία, τις βρύσες, τις λάκες, τα ρέματα, τις σάρες, από παιδιά που έτρεχαν πίσω απ’ τα ζυγούρια, στα χωράφια, στ’ αμπέλια στις ρεματιές στο ποτάμι. Σε λίγο θα αρχίσουμε την αφήγησή μας. Καμιά απ’ τις ιστορίες μας δεν έχει προσωπικό χαρακτήρα μιας και ποτέ κανείς με κανένα δεν ήρθε σε αντιπαράθεση. Για όποιο λόγο κάποιοι δυσαρεστηθήκαμε τότε, ο χρόνος που κύλησε και η γλυκιά ανάμνηση της εποχής εκείνης έχουν προ πολλού απαλύνει τις διαφορές και μας επιτρέπουν να βλέπουμε προς τα πίσω με αγάπη και ανοιχτή σκέψη. 
Καλωσορίζουμε στη συντροφιά μας όσους έρχονται να μοιραστούν μαζί μας κοινούς δρόμους κι’ όσους από ενδιαφέρον παρακολουθούν τις σκηνές που τους θυμίζουν κάτι απ’ τον εαυτό τους. Καλωσορίζουμε τους νεώτερους που μεγάλωσαν κι εκείνοι στα ίδια μέρη και όλα αυτά που θα βρίσκουν θα τους θυμίζουν ακούσματα απ’ τους γονείς τους.
Καλό ταξίδι λοιπόν με την παρέα μας στα χρόνια εκείνα ή όπως άρεσε σε μερικούς στις «αλλοτινές μας εποχές»..

Κυριακή 31 Οκτωβρίου 2010

Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2010

Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2010

Μόρνος, "το ποτάμι"

Ανάμεσα στα δύο βουνά της Γκιώνας και των Βαρδουσίων κυλά τα νερά του ο Μόρνος, "το ποτάμι" κατεβαίνοντας προς τον Κορινθιακό, αφού πρώτα γεμίσει την τεχνητή λίμνη..

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΜΕ ΤΟ BLOG

Οποιος από τους επισκέπτες της σελίδας θέλει να επικοινωνήσει με το blog μπορεί να στείλει επιστολή στην παρακάτω διεύθυνση:

koniakoslidoriki@gmail.com

Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010