Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011

Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2011

Προς τις Γούρνες...

Ο δρόμος προς τη γούρνα έστριβε μετά απ’ το σπίτι με τα χαλάσματα αφήνοντας προς τα πάνω ένα πυκνό μυστηριώδες προκλητικό δάσος από πουρνάρες μεγάλες που έφτανε μέχρι τις καθίστρες, και ήταν ο επόμενος δρόμος που θα έπαιρνα, όμως μόνος μου φοβόμουν να τολμήσω. Προς τη γούρνα όλα ήταν ανοιχτά και καθαρά. Προς τα απάνω ένας μικρός χαλιάς από πέτρες ομαλές σε άπειρα μεγέθη και σχήματα ήταν ο τελευταίος σχηματισμός πριν απ’ τη γούρνα. Η πρώτη επιθεώρηση ήταν πάντα και η πιο εντυπωσιακή. Φτάνοντας στην παρυφή της μικρά και μεγάλα βατράχια σαλτάριζαν μέσα στο γκριζογάλανο νερό της που η επιφάνειά του διαταράσσονταν από τους κύκλους που έκανε το νερό που έπεφτε μέσα καθώς έρχονταν απ’ την πηγή.
Εν ψηλό ημικυκλικό δέμα προστάτευε το χώρο από την πτώση του υλικού της πλαγιάς. Το μικρό αυλάκι που οδηγούσε το νερό στη γούρνα με έφερνε στην πηγή. Σταχτοπράσινες πέτρες μαλακές έκρυβαν ένα μικρό θαύμα. Έκρυβαν τη δίοδο από το χώμα του νερού που μαζεύονταν στις λεκάνες μέσα στα σπλάχνα του βουνού σταγόνα σταγόνα απ΄τα χιόνια του χειμώνα και τις βροχές και πεντακάθαρο κρύο ζωογόνο έρχονταν στην επιφάνεια κάνοντας τον αιώνιο κύκλο του τροφοδοτώντας τη ζωή και διατηρώντας τη.
Πέρα απ’ την πηγή προς τη μαζιά ένας πανέμορφος κήπος της θειάς της Μητρούλας απλώνονταν στην πλαγιά με τα δέντρα του τις φασολιές του τις κολοκυθιές. Μια μικρή όαση δίπλα στο δάσος της πλαγιάς που συνέχιζε προς τον Κάναλο.   

Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

Προς τις Γούρνες...

Ανεβαίνοντας πιο πάνω μερικά μικρούλια ελατάκια έδειχναν πως το δάσος ήταν εδώ και κατέβαινε να πάρει το φυσικό του χώρο αντιπαλεύοντας την αδηφάγο ορμή απ΄τα γίδια που δεν επέτρεπαν στα μικρά πανέμορφα αυτά δεντράκια να αναπτυχθούν και να ζήσουν. Δεξιά ο μέλεγος απ΄ όπου η γιαγιά έκοβε κλαδιά για να πάρει το μαύρο χρώμα τους όταν τα έβραζε στο νερό στο ζεματοκάκκαβο. Όμορφο δέντρο με κομψή φιγούρα ντελικάτο θρόιζε απαλά στο αεράκι της πλαγιάς. Δυο αγριοκορομηλιές ανάμεσα στα πουρνάρια με μικρά πράσινα κορόμηλα απροσπέλαστα, μια μεγάλη αγριοτριανταφυλλιά, και μια αγριομηλιά με μικρά πράσινα στυφά μήλα με μυρουδιά όμως που προκαλούσε τη γεύση. Όλα τούτα μαζί με μια συκιά και μια αγκορτσά που έστεκε ψηλά στ’ αλωνάκι που ήταν τα χαλάσματα από ένα παλιό σπίτι ήταν τα δώρα απ’ τα πουλιά που τρώγοντας τους καρπούς έφερναν τα κουκούτσια και τα άφηναν πυρήνες μιας νέας άναρχης μα σωστά δομημένης ζωής, μιας ζωής που είχε χώρο για όλα.

Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2011

Προς τις Γούρνες...

Μια γριούλα μόνη της αντιμέτωπη με τη ζωή σε ένα σπίτι μικρό που έμπαιναν οι καιροί από παντού με ένα μικρό τζάκι και λίγα σκληρά ρούχα σε μια πορεία ζωής ακατανόητη στα παιδικά μάτια και ακόμη περισσότερο σήμερα που με την απόσταση των χρόνων που πέρασαν η θύμηση αυτή μου φέρνει ένα κόμπο συγκίνησης για τον άνθρωπο τη ζωή τη μοναξιά την επιβίωση.
Όλα αυτά γρήγορα χάνονταν καθώς οι σκέψεις και οι προτεραιότητες άλλα είχαν. Ο ανήφορος μέχρι τις Γούρνες ήταν η πρώτη απ’ όλες τις διαδρομές παρόλο το φόβο της γιαγιάς μη πέσουμε μέσα.

Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2011

Προς τις Γούρνες...

Πάνω απ΄τον αχυρώνα η πλακολιθιά κίτρινη από μαλακή πέτρα που τρίβονταν εύκολα στο πάτημα, έκανε μικρά τριγωνικά σκαλοπάτια σε διάφορα μεγέθη. Τα πιό βαθειά ήταν γεμισμένα με πουρναρόφυλλα τα πιο ρηχά δεν μπορούσαν να τα κρατήσουν επειδή ο αέρας τα σκούπιζε. Οι βαθιές εσοχές ήταν τα πατήματα τα ορειβατικά που τα χρησιμοποιούσα για να ανέβω στη ραχούλα εκεί που μια πιο μεγάλη πέτρα ομοίωμα της πλαγιάς σκεπαζόταν η μισή από ένα κοντοπούρναρο κι άλλη μισή απάγκιαζε κι έτσι έδινε χώρο να μαζευτούν εκτός από τα πουρναρόφυλλα και μερικά βελάνια ξερά. Η ματιά προς τα βορινά αγκάλιαζε τη μαζιά πάνω απ’ τα σπίτια που ήταν πέρα απ’ το ρέμα που κατέβαινε από τις γούρνες πέρναγε από τη βρύση και κατέβαινε στο παλιό τυροκομείο στη μεγάλη καρυδιά την Καραϊνέϊκη και τις λεύκες που την πλαισίωναν.
Η μικρή στράτα προς τις γούρνες πέρναγε απ’ το σπίτι της θειάς της Αλέξαινας που ζούσε μοναχή της σε ένα μικρό πέτρινο σπίτι πάνω απ’ το πραγκέϊκο γιούρτι, που είχε μια μικρή μπροστινή αυλή και ένα δρομάκι που έβγαινε στο μικρό αλωνάκι με την απεριόριστη θέα. Η επίσκεψη στη μεριά αυτή πάντα έφερνε κάποιο φόβο καθώς βλέπαμε μια γριούλα να εμφανίζεται απ’ το πουθενά κοντανασαίνοντας και μας λαχτάριζε, μέχρι να συνηθίσουμε εμείς οι εισβολείς που χαλάγαμε την απέραντη ησυχία της γριούλας πως εμείς ήμασταν απρόσκλητοι επισκέπτες στη μικρή ειρηνική της επικράτεια.

Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2011