Πάνω απ΄τον αχυρώνα η πλακολιθιά κίτρινη από μαλακή πέτρα που τρίβονταν εύκολα στο πάτημα, έκανε μικρά τριγωνικά σκαλοπάτια σε διάφορα μεγέθη. Τα πιό βαθειά ήταν γεμισμένα με πουρναρόφυλλα τα πιο ρηχά δεν μπορούσαν να τα κρατήσουν επειδή ο αέρας τα σκούπιζε. Οι βαθιές εσοχές ήταν τα πατήματα τα ορειβατικά που τα χρησιμοποιούσα για να ανέβω στη ραχούλα εκεί που μια πιο μεγάλη πέτρα ομοίωμα της πλαγιάς σκεπαζόταν η μισή από ένα κοντοπούρναρο κι άλλη μισή απάγκιαζε κι έτσι έδινε χώρο να μαζευτούν εκτός από τα πουρναρόφυλλα και μερικά βελάνια ξερά. Η ματιά προς τα βορινά αγκάλιαζε τη μαζιά πάνω απ’ τα σπίτια που ήταν πέρα απ’ το ρέμα που κατέβαινε από τις γούρνες πέρναγε από τη βρύση και κατέβαινε στο παλιό τυροκομείο στη μεγάλη καρυδιά την Καραϊνέϊκη και τις λεύκες που την πλαισίωναν.
Η μικρή στράτα προς τις γούρνες πέρναγε απ’ το σπίτι της θειάς της Αλέξαινας που ζούσε μοναχή της σε ένα μικρό πέτρινο σπίτι πάνω απ’ το πραγκέϊκο γιούρτι, που είχε μια μικρή μπροστινή αυλή και ένα δρομάκι που έβγαινε στο μικρό αλωνάκι με την απεριόριστη θέα. Η επίσκεψη στη μεριά αυτή πάντα έφερνε κάποιο φόβο καθώς βλέπαμε μια γριούλα να εμφανίζεται απ’ το πουθενά κοντανασαίνοντας και μας λαχτάριζε, μέχρι να συνηθίσουμε εμείς οι εισβολείς που χαλάγαμε την απέραντη ησυχία της γριούλας πως εμείς ήμασταν απρόσκλητοι επισκέπτες στη μικρή ειρηνική της επικράτεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου