Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

Στα έλατα..

Περάσαμε στο δίστρατο και μπήκαμε στα έλατα. Το δάσος μπροστά μας, η πύλη του παράδεισου. Οι μυρουδιές των δέντρων οι φωνές των πουλιών που αντηχούσαν παράξενες διαφορετικές από κείνες που ακούγαμε στο χωριό και στα κοντινά μέρη τριγύρω του, οι φωτεινές δέσμες του ήλιου που άρχισε να αφήνει πίσω του τη Γκιώνα, καθώς πέρναγαν στα ελατόκλαρα και φώτιζαν την πρωινή δροσιά που σηκώνονταν απ’ το χώμα φτιάχνοντας όλους τους ιριδισμούς μια πανδαισία, μα πάνω και πέρα απ’ όλα τα ψηλά τα έλατα, επιβλητικά, ανταποκρίνονταν με ένα διακριτικό θρόισμα στο αγκάλιασμα της πρωινής αύρας, που έρχονταν δροσερή απ’ το βοριά, με τα ρούμπαλα που αναρτημένα απ’ τις άκρες των κλαριών κοντά στην κορφή τείνοντας προς τον καθάριο ουρανό το μικρό τους ύψος, έδιναν κι αυτά άπειρους ιριδισμούς καθώς το φως έπεφτε στις παχιές σταγόνες ρετσινιού που τα προστάτευαν. Κι ήταν ένα σημάδι για τους οιωνοσκόπους της εποχής που τους έδινε τη δυνατότητα να προβλέψουν τη βαρύτητα του ερχόμενου χειμώνα όπως μάθαμε αργότερα, όταν μας έλεγαν πως τα έλατα κρατούν ή ρούμπαλα ή χιόνια. Κι ύστερα μάθαμε να κοιτάζουμε πόσα απ’ αυτά υπήρχαν στα έλατα για να βγάλουμε όλο περηφάνια τη δική μας πρόβλεψη για τον χειμώνα που θα έρχονταν. Όταν όμως ερχόταν ο χειμώνας ξεχνάγαμε να συγκρίνουμε τα καλοκαιριάτικα ευρήματά μας και τις προβλέψεις μας με την πραγματικότητα που θα επαλήθευε ή θα διέψευδε την πρόγνωση.
Έχοντας περπατήσει αρκετά μέσα στο δάσος έχοντας αρχίσει πια να εξοικειωνόμαστε εμείς ιδιαίτερα οι μικρότεροι, με τη μαγική αυτή με την πρωτόγνωρη εμπειρία που ζούσαμε αρχίσαμε να διώχνουμε το φόβο που διακατείχε τις παιδικές μας ψυχές μπροστά στο δάσος που για πρώτη φορά περπατούσαμε. Ο δρόμος εύκολος ίσιος χωματένιος με μια κοκκινωπή απόχρωση που άλλαζε χρωματικά στην κίτρινη περπατιόταν χωρίς δυσκολία και καθώς ήταν χαραγμένος στην πλαγιά μας έδινε μια πανώρια θέα προς το ποτάμι που σκεπασμένη η πλαγιά με έλατα κατέβαινε μέχρι κάτω εκεί που έπιανε το μάτι αφήνοντας μερικά ξέφωτα σπάνιας ομορφιάς σκεπασμένα με φτέρες και γρασίδι καλούσαν το βλέμμα να τα επισκεφτεί και την υπόσχεση όταν θα γίνουμε μεγάλοι και δεν θα μας ελέγχει κανείς να τα περπατήσουμε.  

Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2011

Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2011

Πολύ κοντά στην επιθυμία μας...

Η ώρα που θα κάναμε την μικρή μας υπέρβαση έφτανε. Ήμασταν δέκα χρόνων και μπορούσαμε πια να προσκολληθούμε σε παρέα μεγαλύτερων ή αλλιώς μπορούσαν οι μεγαλύτεροι να μας πάρουν μαζί τους χωρίς να θεωρηθεί αγγαρεία για αυτούς μιας και να περπατήσουμε τις αποστάσεις μπορούσαμε και στα φαγητά μας ήμασταν οικονομικοί. Θα παρακολουθούσαμε παράλληλα τις δραστηριότητες των μεγαλύτερων και τον τρόπο που αυτοί περνούσαν την ημέρα στον προορισμό αυτό. Οι περιγραφές με τα σουβλιστά αρνιά το κρασί τις πίτες και ότι άλλο μπορούσε κανείς να κουβαλήσει ενίσχυαν το θρύλο των παλιότερων  εκδρομών στην Κρύα Βρύση και περιμέναμε να δούμε ποιος ξέρει τι, αναλογιζόμενοι αυτά που θρυλούσαν οι μεγαλύτεροι και παλιότεροι εκδρομείς.
Η δική μας φαντασία από τότε που αποφασίζονταν η εκδρομή έφτιαχνε τους δικούς της προορισμούς φέρνονταν και πλάθοντας δέντρα, βρύσες, ρέματα, πουλιά, και το άγνωστο που γέμιζε μαγεία τη σκέψη και μετέτρεπε την προσμονή σε λαχτάρα. Φτιάχναμε εικόνες  στο νου και περιμέναμε την πραγματικότητα να διαψεύσει ή να επιβεβαιώσει ότι έπαιρνε μορφή στα παιδικά μας μυαλά. Και μαζευόμασταν όσοι περισσότεροι μπορούσαμε, και παραβγαίναμε στις περιγραφές εκείνου που φανταζόμασταν, κι όλοι περιμέναμε την ώρα που θα ξεκινούσαμε. Η παρέα των παιδιών που μαζεύονταν για την καλοκαιριάτικη εκδρομή ήταν πέντε ή έξι, κι οι μεγαλύτεροι αρκετά περισσότεροι.
Η αναχώρηση γινόταν απ’ την πλατεία νωρίς το πρωί. Αποβραδίς ετοιμάζαμε τη μαρούδα γεμίζοντάς την με λίγη πίτα, με ένα κομμάτι ψωμί ή μια τυροκουλούρα,  λίγο τυρί τυλιγμένο στην πετσέτα και δυό ντομάτες. Απαραίτητο σαν εξάρτημα εκδρομής ένα τσίγκινο κύπελλο ή ένα σκαλιστό ξύλινο που είχα για να απολαύσουμε το νερό χωρίς να χρειαστεί να σκύβουμε. Καθώς ο ήλιος κατέβαινε απ’ την κλεισούρα προς τα παλιοχώραφα η συντροφιά ξεκίναγε να τον συναντήσει στην Βρωμόγουρνα. Ο δρόμος καλός χωρίς μεγάλες ανηφοριές δεχόταν την χαρούμενη καλοκαιριάτικη συντροφιά που τον περπάταγε με αστεία και στη συνέχεια με τραγούδια στοχεύοντας στα πρώτα έλατα προς την ψηλόραχη. Η Βρωμόγουρνα ήταν ο πρώτος σταθμός.     

Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011

Στην Κρύα Βρύση προς το Φτερλάκωμα..

Το ποδήλατο ξεκουράζεται, η μικρή συντροφιά που έκανε την υπέρβασή της, πηγαίνοντας γιά πρώτη φορά τόσο μακριά, ποζάρει όλο καμάρι στην κοτρώνα. Εκείνος που βγάζει τη φωτογραφία βρισκόταν  σε μιά διαρκή αστεία διαμάχη με τον ένα τον πιό μεγάλο από όλους μας, με φροντίδα όμως για τους υπόλοιπους. Η κοκορομαχία ανάμεσά μας κατέληγε σε μιά "εντριβή" των μαλλιών με τυρί. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα και λόγω της περιορισμένης δυνατότητας λουτρού να μυρίζουμε επί μιά βδομάδα τόσο έντονα ώστε να είναι αδύνατη η ενσωμάτωσή μας με τους υπόλοιπους. Από τότε καθιερώθηκε μιά ιδιότυπη καζούρα στις εξορμήσεις μας όπου κάποιος θα υφίστατο εντριβή του κεφαλιού του με εξαιρετικά "μυρωδάτο" τυρί.
Κρύα Βρύση καλοκαίρι του 64 ή του 65.....