Σάββατο 12 Απριλίου 2014

Ο Αλκης Μιχος με το πρώτο αυτοκίνητο μέχρι το εκκλησάκι..

Όπως είναι γνωστό, το χωριό μας, ο όμορφος Κονιάκος μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 50 δεν είχε οδικό δίκτυο που να συνδέεται με το Λιδωρίκι ή με τα γύρω χωριά.
Οι μετακινήσεις των ανθρώπων γίνονταν μέσα από τις στράτες και τα μονοπάτια με τα πόδια και για μεταφορικό μέσο είχανε τα μουλάρια και τα γαϊδουράκια.
Στις αρχές της δεκαετίας του 50 μετά από πολλές προσπάθειες της Αδελφότητας και της Κοινότητας του χωριού μας, άρχισε η διάνοιξη του δρόμου από το Λευκαδίτη προς τον Κονιάκο (ήδη από το Λιδωρίκι έως το Λευκαδίτη είχε γίνει η διάνοιξη του δρόμου).
Η διάνοιξη άρχισε από τη θέση Γμαρωπλαγιά λιγάκι έξω από το Λευκαδίτη, με προσωπική εργασία των Κονιακιωτών, ανδρών και γυναικών. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν για τη διάνοιξη ήταν ο γκασμάς, το τσαπί το φτυάρι και η παραμίνα, που έπαιρνε φωτιά όλη την ημέρα από τα χέρια των Κονιακιωτών. Ανοίγοντας τρύπες στους βράχους και βάζοντας φουρνέλα, ο αείμνηστος Σταύρος Φιλίππου και άλλοι συγχωριανοί μας συνέχιζαν τη διάνοιξη του δρόμου με βάδισμα χελώνας για αρκετά χρόνια.
Θυμάμαι έντονα αυτές τις εικόνες, γιατί είχα επισκεφτεί πολλές φορές με τα δυό μου ξαδέρφια το Βαγγέλη και το Γιάννη, τα παιδιά της θείας μου της Καραϊνοφροσύνη, τις τοποθεσίες που γινόταν η διάνοιξη του δρόμου κι αυτό γιατί πιτσιρικάδες τότε, κάθε καλοκαίρι βρισκόμασταν στον Κονιάκο, το χωριό των μανάδων μας, για παραθερισμό, ερχόμενοι από την Αθήνα.
Εγώ έμενα στο σπίτι της θειάς μου της Ελένης της Μωκάκενας. Εκεί φιλοξενείτο και ο εργολάβος μηχανικός που επιμελείτο το έργο του δρόμου. Θυμάμαι τον έλεγαν Χαϊμάνη Κώστα και ήταν από κάποιο κοντινό χωριό. Ηταν ένας ευγενικός κύριος και με συμπαθούσε. Θυμάμαι μια φορά που συζητούσε στο σπίτι της θειάς με τον αείμνηστο τότε πρόεδρο της Κοινότητας, μπάρμπα Κώστα Καραγιάννη με τον ξάδερφό μου και με άλλους άντρες του χωριού για το έργο του δρόμου που θα γίνουν οι στροφές, που θα βάλουνε τα φουρνέλα, κ.α. Καθόμουνα και εγώ εκεί κοντά και τους άκουγα. Κάποια στιγμή ο εργολάβος γύρισε προς το μέρος μου, με κοίταξε και μου είπε. Τι λες εσύ μικρέ; Θα φτιάξουμε το δρόμο; Και εγώ του απάντησα: Το δρόμο θα τον φτιάξετε αλλά θα περνάνε μόνο γίδια αφού είναι γεμάτος κοτρόνια και χαμάδες οι ρίζες από τα πουρνάρια προεξέχουνε και πεδικλώνεσαι ούτε με τα πόδια δεν μπορείς να περάσεις. Τότε έβαλαν όλοι τα γέλια και μου είπανε ότι όταν θα τελειώσει ο δρόμος και φτάσει μέχρι το χωριό θα γίνει ίσωμα.
Μετά το μέσον της δεκαετίας του 1950 η διάνοιξη του δρόμου είχε φτάσει μέχρι το εκκλησάκι της Παναγίας, κοντά στο Βαθύρεμα.
Ήταν τέλος Ιουνίου θυμάμαι ήταν Τετάρτη απομεσήμερο και βρισκόμουνα στο μπαλκόνι του σπιτιού της γιαγιάς μου της Λιάρενας και συζητούσα μαζί της, όταν ξαφνικά ακούγεται ένας τενόρος από αυτοκίνητο να λαλεί μια ανεπανάληπτη μια αξέχαστη μελωδία(πέντε ήχων) τόσο δυνατά που αντιλαλήσανε τα βουνά, Γκιώνα και τα Βαρδούσια. Φαντάζομαι ότι θα προγκίξανε τα γιδοπρόβατα στη γύρω περιοχή και ακόμα ότι θα λακίσανε και τα αγρίμια από την πρωτάκουστη για τούτο τον τόπο φωνή η οποία ερχόταν από το χωριό χαμηλά και από το μέρος που βρίσκεται το εκκλησάκι.
Τότε η γιαγιά μου λέει. Τι εν τουτουϊά π’ χουιάζ μαρέ πιδάκι μ; και εγώ της απάντησα: Αυτοκίνητο είναι, ήρθε αυτοκίνητο γιαγιά. Και σύρε να ιδείς και λαβάτωσα μου απάντησε. Αφήνω τη γιαγιά μου και κάνω τον κατήφορο τρέχοντας απ’ τα σοκάκια και φτάνω στην πλατεία του χωριού. Εκεί συναντήθηκα και με άλλους πιτσιρικάδες Κονιακίτες και Αθηναίους, και όλοι μαζί παίρναμε τον κατήφορο τρέχοντας για το Εκκλησάκι.
Εκεί αντικρίζουμε έκθαμβοι ένα αυτοκίνητο να έχει σταθμεύσει στο τέλος του κακοτράχαλου δρόμου μπροστά στο Εκκλησάκι. Τα μάτια μας καρφωθήκανε πάνω στο αυτοκίνητο που ήταν ένα καινούργιο Alfa Romeo Julietta της εποχής εκείνης που το έφερε ο αείμνηστος ο Αλκης ο Μίχος ο οποίος μόνο αυτός μπορούσε να το οδηγήσει επάνω στα κατσάβραχα και τους χαλιάδες μιας και ήταν την εποχή εκείνη πρωταθλητής Ελλάδος στους αγώνες των αυτοκινήτων και διεκδικητής της πρώτης θέσης του ράλλυ Ακρόπολις του πιο σκληρού ράλλυ στον κόσμο.
Στη συνέχεια και μέχρι να συστηθούμε με τον Αλκη εμείς οι πιτσιρικάδες φτάνουνε από κοντά και μερικοί άντρες του χωριού. Τον χαιρέτησαν κι αυτοί και τον κοιτούσαν με θαυμασμό και απορία και τον ρωτούσαν πως τα κατάφερε και ήρθε με αυτοκίνητο μέχρι εδώ, περνώντας αυτόν τον κακοτράχαλο και αδιάβατο δρόμο. Εκείνος τους έκανε με τα χέρια τις κινήσεις των φτερών απ’ τα πουλιά όταν πετάνε. Πετώντας το έφερα το αυτοκίνητο τους έλεγε. Και τον δρόμο τον έκανα ίσωμα.
Αφήσαμε το αυτοκίνητο πίσω μας πήραμε τον ανήφορο και πήγαμε όλοι μαζί στο χωριό. Το ίδιο βράδυ γλεντήσανε το γεγονός στο μαγαζί του Τσελονίκου οι Κονιακίτες με άφθονο κρασί.
Την άλλη μέρα που θα έφευγε για την Αθήνα ο Άλκης, κατεβήκαμε από το χωριό στο εκκλησάκι πολλοί άνδρες του χωριού ο Πρόεδρος κι ο Ιερέας του χωριού ο αείμνηστος Παπαμάρκος και φυσικά ένα τσούρμο πιτσιρικάδες για να τον αποχαιρετήσουμε. Εκεί ο ιερέας έκανε αγιασμό και μετά τον αποχαιρετίσαμε, ευχόμενοι να έχει καλό ταξίδι.
Ο Άλκης μπήκε μέσα στο αυτοκίνητο έβαλε μπρος στη μηχανή έκανε μια δεξιοτεχνική μανούβρα κι έφυγε σαν άνεμος με τον τενόρο του αυτοκινήτου να μας αποχαιρετά λαλώντας δυνατά εκείνη την ανεπανάληπτη πεντάφωνη μελωδία. Καθήσαμε για λίγο ακόμα στο εκκλησάκι και περιμέναμε να φανεί το αυτοκίνητο απέναντι στο Λευκαδιώτικο βουνό. Χωρίς να το καταλάβουμε και σε χρόνο ρεκόρ είδαμε τον κουρνιαχτό του αυτοκινήτου να ανεβαίνει τη Γμαρωπλαγιά και να χάνεται προς το Λευκαδίτη.
Αυτό ήταν το πρώτο αυτοκίνητο που πάτησε τα χώματα του Κονιάκου και έφτασε τότε στο εκκλησάκι. Αυτουνού του αυτοκινήτου τη φωνή πρωτοάκουσαν η Γκιώνα, ο Μόρνος, τα Βαρδούσια και ο όμορφος Κονιάκος.
Μάρκος Φαμέλης.
Πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Ο ΚΟΝΙΑΚΟΣ" στο τεύχος Ιουνίου 1999

Σάββατο 5 Απριλίου 2014

Η άφιξη

Περασμένο μεσημέρι κι η υπόλοιπη παρέα έφτασε στο χωριό. Τους είχε οδηγήσει ο αδερφός μου και αφού στάθμευσαν το αυτοκίνητο, ανέβηκαν στο μαγαζί όπου τους περιμέναμε εγώ με το Νίκο. 
Ο Αλέκος μετά τις συστάσεις έφερε κονιάκ σε όλους καθίσαμε γύρω απ’ τη σόμπα που ζέσταινε το χώρο κι αρχίσαμε τα αστεία και τα σχέδια για το πώς θα περάσουμε τις υπόλοιπες ημέρες. Συνεχίσαμε να ζεσταινόμαστε με τη σόμπα και το κονιάκ και να τρώμε τα στραγάλια που μας έφερνε κάθε λίγο και ότι άλλο διέθετε σαν συνοδευτικό.
Αφού συνεννοηθήκαμε το βράδυ να μας έχει εορταστικό δείπνο ανηφορίσαμε προς το σπίτι της γιαγιάς, που ήταν άδειο μιας και είχε φύγει από καιρό για την Αθήνα,  όπου και θα έμεναν οι περισσότεροι, προκειμένου να ταχτοποιηθούμε να στρώσουμε τα σκεπάσματα  να επιχειρήσουμε να ανάψουμε το τζάκι και να διαμορφώσουμε τις προϋποθέσεις της παραμονής μας χωρίς απρόοπτα και να σχεδιάσουμε την επαναφορά  του χώρου στην προηγούμενη κατάσταση του όταν θα φεύγαμε.
Οι τρεις ξένοι, ο Νίκος κι ο Γιάννης θα μένανε εδώ κι εγώ θα πήγαινα στην άλλη γιαγιά. Στρωματσάδα για τρείς κι οι άλλοι δυό στα κρεβάτια ήταν μια καλή κατανομή. Βέβαια με την ανύπαρκτη στεγανότητα του σπιτιού το να κοιμηθεί κανείς στρωματσάδα καθώς θα έμπαινε η Γκιώνα απ’ το κατώι θα ήταν μια εμπειρία αλλά δεν μας έμενε άλλη επιλογή απ’ το να χρησιμοποιήσουμε ότι βελέντζα υπήρχε  προκειμένου να δημιουργήσουμε ένα φράχτη στην παγωνιά που έμπαινε από το κατώι. Όπως αποδείχτηκε τελικά, ο μεσαίος στη στρωματσάδα είχε το πρόβλημα καθώς οι δυό ακριανοί τραβούσαν τα σκεπάσματα για να καλυφτούν όσο περισσότερο γίνεται και δημιουργούσαν μια περίεργη «τέντα» πάνω απ’ τον μεσαίο στερώντας του τη δυνατότητα να σκεπαστεί κι αυτός σαν άνθρωπος.
Ο ένας από τους ξένους μας, ο Νίκος ο μόνος από όλους μας που είχε μουστάκι, έκατσε σταυροπόδι μπροστά στη φωτιά που καταφέραμε να ανάψουμε και συναρμολόγησε το κλαρίνο που είχε πάρει απ’ τον Αλέκο και βάλθηκε να το φυσάει.
Το θέαμα στην αρχή  ήταν αστείο καθώς κοκκίνιζε και έβγαζε ήχους παράταιρους προσποιούμενος τον κλαρινίστα. Η αρχική αστεία σκηνή άρχισε να εκνευρίζει τους περισσότερους καθώς ο φίλος μας έχοντας πάρει στα σοβαρά το ρόλο του συνέχιζε απτόητος να μας ξεκουφαίνει με τα στριγκλίσματα του οργάνου, αδιαφορώντας για τις διαμαρτυρίες.
(α 5)