Δευτέρα 25 Ιουλίου 2011

Τρίτη 12 Ιουλίου 2011

Σαν έγερνε η νύχτα!!!

Τα μαγαζιά του Νίκου του «Τζελάκη» και του μπάρμπα Γιώργη του «Κόγκα»  είχαν αναμμένα τα «λουξ» και γέμιζαν με φως το χώρο και την πλατεία, και δέχονταν τους πρώτους επισκέπτες τους. Η ζωή στο χωριό έμπαινε στους νυχτερινούς ρυθμούς με το σκοτεινό πέπλο να σκεπάζει απαλά κάθε σπίτι αφήνοντας το λύχνο  και σπανιότερα τη λάμπα του πετρελαίου να δίνουν μικρά αναιμικά φωτεινά κύματα που τα επηρέαζαν ακόμα κι οι ανάσες εκείνων που φώτιζαν. Το μικρό αυτό φως δυνάμωνε απ’ τη φωτιά που έκαιγε στο τζάκι απ’ τις κλάρες κάτω απ’ τη δεροστιά πάνω στην οποία το μαυροτσούκαλο μαγείρευε το φτωχικό βραδινό δείπνο. Σαν τέλειωνε το μαγείρεμα κι η φωτιά ασθενούσε το μισοσκόταδο που άφηνε ο λύχνος επέτρεπε την τελευταία λειτουργία γύρω απ’ το σοφρά και τα μικρά χειροποίητα σκαμνάκια που τον πλαισίωναν τη λαίμαργη απόλαυση του φτωχικού, κι ύστερα έξοδος στο μπαλκόνι. 

Πέμπτη 7 Ιουλίου 2011

Επιστροφή στο χωριό...

Ξαπλώσαμε κι οι τρείς στο γρασίδι πειράζοντας ο ένας τον άλλο και τρώγοντας τσάγαλα που δεν έλεγαν να τελειώσουν κι αποφασίζοντας ποιές διαδρομές θα έπρεπε να κάνουμε και με τι στόχους. Ο πιο πρόσφορος στόχος ήταν να αρματωθούμε τις σφεντόνες και να διατρέξουμε την ανηφόρα προς το Πυργάκι και από κει ράχη ράχη, κυνηγώντας πουλιά να ανέβουμε στην Ψηλόραχη κι από κει θα αποφασίζαμε. Ορίσαμε τις ημερομηνίες και πήραμε τον ανήφορο προς το χωριό. Τα βασιλέματα είχαν αρχίσει να κυλούν κι η επιστροφή θα συνέπιπτε με τον ερχομό της νύχτας.
Η ανηφόρα δεν είχε ιδιαίτερη δυσκολία μιας κι η απόσταση δεν ήταν μεγάλη. Η στράτα φαρδιά, καλά πατημένη ανηφόριζε, κι απ’ τις μικρότερες παράπλευρες στράτες συνέρρεαν κεντρικά κι άλλοι που είχαν την ίδια πορεία επιστροφής. Ανάμεσά τους κι άλλοι φίλοι μας και κορίτσια που με τα μικρά κοπάδια με τα «μανάρια» τους, με τα ζυγούρια τους επέστεφαν κι εκείνα από τα μέρη που τα βοσκούσαν. Ένας πολύβουος σχηματισμός ανηφόριζε και λίγο πριν την εκκλησία γίνονταν παρέες πιο συμπαγείς από κείνους που φοβόντουσαν κι εκείνους που δεν φοβόντουσαν. Απ’ την εκκλησία κι επάνω οι συντροφιές χώριζαν τραβώντας ο καθένας το δρόμο του. Οι τρείς μας ανεβήκαμε στην πλατεία όπου όσοι είχαν μείνει πίσω στο χωριό ήδη τέλειωναν την ποδοσφαιρική τους αναμέτρηση σηκώνοντας άπειρη σκόνη απ’ το χώμα της πλατείας.