Δευτέρα 13 Ιουνίου 2011

Παρασκευή 10 Ιουνίου 2011

Τσ' Αμπούλους..

Αποφασίσαμε να περπατήσουμε ανάμεσα στ΄αμπέλια βρίσκοντας διόδους μυστικές που τις ήξεραν οι ιδιοκτήτες και τις ανακαλύπταμε κι εμείς με τη σειρά μας. Πίσω μας τα ίχνη από τα φλούδια ήταν ο μίτος της Αριάδνης για όποιον θα ήθελε να μας ψάξει αλλά τι μας ένοιαζε. Εμείς συνεχίζαμε αμέριμνοι να κατεβαίνουμε να περνάμε φράχτες, να πηδάμε μάντρες να απολαμβάνουμε τα μύγδαλά μας και το καλοκαιριάτικο απόγευμα. Κάποια στιγμή περνώντας και το τελευταίο αμπέλι μπροστά μας ανοίγονταν τα τριφυλλοχώραφα που ήταν το κατώτερο όριο πριν απ’ το ρέμα που ξεκίναγε απ’ τσ’ Αμπούλους και κατέβαινε στη Ρεματιά στις Φακές στο ποτάμι. Ανάμεσα στα χωράφια ένας όχθος οδηγούσε στις πηγές που βρίσκονταν στην άκρη στην καταπράσινη λάκα με τον τεράστιο γέρικο πλάτανο στη μέση του το λόφο που σηκωνόταν κατάφυτος στα ανατολικά με τη στράτα πάνω απ’ το Χολεβέικο μαντρί που λοξά οδηγούσε στο Πυργάκι, και το κέντρο του στα Λυκομούρσια.
Πιο κάτω απ’ τα χωράφια με το τριφύλλι άρχιζαν τα χωράφια με τα καλαμπόκια, και εναλλάσσονταν πάλι με τριφυλλοχώραφα μέχρι τις Φακές. Στα χωράφια με το καλαμπόκι εκεί δίπλα στου «Κουτσού τον άμπλα» η θειά η Βασίλω είχε το δικό της χωράφι και με τις ξαδερφάδες όποτε κατεβαίναμε ανάβαμε μια φωτιά από κλάρες πουρναρίσιες εκεί στα ριζά και ψήναμε καλαμπόκια, και σαν διψάγαμε κατεβαίναμε από κάτω να πιούμε παγωμένο νερό απ’ την πηγή.

Σάββατο 4 Ιουνίου 2011

Κατηφορίζοντας στ' αμπέλια..

Κατηφορίζοντας την πλατεία στο χωματόδρομο που ελικοειδώς έφτανε λίγο πάνω απ την εκκλησία οι επιλογές ήταν δύο, η κάθοδος κατευθείαν και η πορεία προς την κάτω βρύση και η στράτα για την Αγία Κυριακή.
Πήραμε τον κατήφορο μιας και η ορμή είχε το στόχο της κάτω στη ρεματιά. Η παράκαμψη του νεκροταφείου που άδικα έφερνε σε μερικούς φόβο, συνέχιζε τη στράτα προς τα αμπέλια. Το νεκροταφείο, βρίσκονταν αριστερά καθώς κατεβαίναμε ήσυχο ειρηνικό έκρυβε μέσα του την ιστορία μας, όλους εκείνους που μας γέννησαν και σαν ήρθε η ώρα τους έπεσαν στον αιώνιο ύπνο περιμένοντας κάθε τόσο κάποιον που θα τους έφερνε νέα.
Δεν νιώθαμε φόβο στο πέρασμά του μιας και τις πιο πολλές φορές περνάγαμε κι ανάβαμε ένα κερί σε κάποιο δικό μας που η θύμησή του συγκίνηση μας έφερνε και όχι φόβο.
Κατεβαίνοντας φτάναμε στ’ αμπέλια. Εκεί κάπου ανάμεσα στα δύο ρέματα εκεί που άρχιζε μια μικρή πλαγιά με ντούσικα, βρίσκονταν  ένα αμπέλι στην είσοδο του οποίου υπήρχε μια θεόρατη αμυγδαλιά.
Τ’ απόγευμα εκείνο ήμασταν τρείς οι οδοιπόροι που κινήσαμε κουβεντιάζοντας και γελώντας, και σαν φτάσαμε στο σταυροδρόμι  εκεί που δύο λεύκες το προσδιόριζαν είπαμε να κάνουμε μια παράκαμψη και να κατέβουμε στη ρεματιά απ΄τ' αμπέλια. Παίρνοντας το δρομάκι που οδηγούσε εκεί δεξιά κι αριστερά οι αμπουριές κλειστές εμπόδιζαν την είσοδο μέχρι που φτάσαμε σ’ ένα πλάτωμα μια λάκκα τριγυρισμένη από αμπέλια. Εκεί λοιπόν μια θεόρατη μυγδαλιά γεμάτη μύγδαλα με πράσινο ακόμη κέλυφος , όμως μεστωμένο περιεχόμενο. Ρίξαμε μια πέτρα πέσαν μερικά τα σπάσαμε ήταν γλύκισμα.
Ανεβήκαμε δυό απάνω και άρχισε η συλλογή. Μάλλον τα μαζέψαμε όλα.
Κάτσαμε χάμω. Το καλοκαιριάτικο απόγευμα με μια μαγεία δύσκολα να την περιγράψει κάποιος μόνο να την νοιώσει. Η συντροφιά με γέλια με κέφι γεμάτη ζωντάνια, ο χώρος ανοιχτός, η λάκα φιλόξενη το θέαμα των αμπελιών και τα ντούσικα που τα περιέβαλαν μοναδικό. Βρήκαμε μια πέτρα επίπεδη και αρχίσαμε να σπάμε τα μύγδαλα. Τρώγοντας μαζεύοντας και  πειράζοντας ο ένας τον άλλο  γεμίσαμε μια ζακέτα και πήραμε τον κατήφορο.