Αποφασίσαμε να περπατήσουμε ανάμεσα στ΄αμπέλια βρίσκοντας διόδους μυστικές που τις ήξεραν οι ιδιοκτήτες και τις ανακαλύπταμε κι εμείς με τη σειρά μας. Πίσω μας τα ίχνη από τα φλούδια ήταν ο μίτος της Αριάδνης για όποιον θα ήθελε να μας ψάξει αλλά τι μας ένοιαζε. Εμείς συνεχίζαμε αμέριμνοι να κατεβαίνουμε να περνάμε φράχτες, να πηδάμε μάντρες να απολαμβάνουμε τα μύγδαλά μας και το καλοκαιριάτικο απόγευμα. Κάποια στιγμή περνώντας και το τελευταίο αμπέλι μπροστά μας ανοίγονταν τα τριφυλλοχώραφα που ήταν το κατώτερο όριο πριν απ’ το ρέμα που ξεκίναγε απ’ τσ’ Αμπούλους και κατέβαινε στη Ρεματιά στις Φακές στο ποτάμι. Ανάμεσα στα χωράφια ένας όχθος οδηγούσε στις πηγές που βρίσκονταν στην άκρη στην καταπράσινη λάκα με τον τεράστιο γέρικο πλάτανο στη μέση του το λόφο που σηκωνόταν κατάφυτος στα ανατολικά με τη στράτα πάνω απ’ το Χολεβέικο μαντρί που λοξά οδηγούσε στο Πυργάκι, και το κέντρο του στα Λυκομούρσια.
Πιο κάτω απ’ τα χωράφια με το τριφύλλι άρχιζαν τα χωράφια με τα καλαμπόκια, και εναλλάσσονταν πάλι με τριφυλλοχώραφα μέχρι τις Φακές. Στα χωράφια με το καλαμπόκι εκεί δίπλα στου «Κουτσού τον άμπλα» η θειά η Βασίλω είχε το δικό της χωράφι και με τις ξαδερφάδες όποτε κατεβαίναμε ανάβαμε μια φωτιά από κλάρες πουρναρίσιες εκεί στα ριζά και ψήναμε καλαμπόκια, και σαν διψάγαμε κατεβαίναμε από κάτω να πιούμε παγωμένο νερό απ’ την πηγή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου