Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2012

Στην Ερωτική Κοτρόνα..

Η πέτρα στη μικρή λάκα κάτω απ’ τον Κάναλο, ήταν επίπεδη όσο χρειαζόταν να στέκεται κάποιος ξαπλωμένος, κι όσο χρειαζόταν να αποθέτει η παρέα τα λίγα της πράγματα. Η μικρή ημικυκλική καταπράσινη λάκα μπροστά από την πέτρα, ήταν ο χώρος που επέτρεπε την λειτουργία μιας άνετης πίστας όπου θα μπορούσαμε να εκφράζουμε εκείνο που αισθανόμασταν χορεύοντας το. Η απόσταση της λάκας με την περίφημη πέτρα λίγο έξω απ’ το χωριό ήταν σε απόσταση που ήταν εύκολα προσβάσιμη για γρήγορο απογευματιάτικο περίπατο για εξίσου γρήγορη επιστροφή. Η μικρή συντροφιά με λίγους δίσκους σαρανταπέντε στροφών με τις επιτυχίες της εποχής και ένα πικάπ από τα λίγα εκείνα που δούλευαν και με μπαταρία και μπορούσαν να έχουν το αποσπώμενο μεγάφωνο σε διάφορες θέσεις έδινε το απαραίτητο εξοπλισμό για την οργάνωση ενός πρόχειρου πάρτι, και μακριά από τα αδιάκριτα μάτια και κοντά στο χωριό. Το πάρτι με τα κορίτσια ήταν μια πραγματικότητα. Τα τραγούδια που έπαιζαν έμοιαζαν γραμμένα για μας, κι έτσι ήταν, άλλωστε τα πιο πολλά τραγούδια είναι γραμμένα για κείνο το κορίτσι, για κείνη την ηλικία για κείνα τα συναισθήματα.
 (α.λ.2)

Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2012

Στην Ερωτική Κοτρόνα..

Ηταν η πρώτη παιδική ηλικία που χάριζε απλόχερα την γνωριμία μας με τον κόσμο των αισθήσεων. Η ηλικία που κάθε τι στον κόσμο που μας τριγυρίζει είναι το αντικείμενο που προσπαθούμε να ερευνήσουμε και με τον τρόπο μας να το πλησιάσουμε να το οικειοποιηθούμε, να το γνωρίσουμε. Ύστερα έρχεται η δεύτερη παιδική ηλικία που αλλάζουν λιγάκι οι σταθερές και μετατοπίζονται στην ανθρώπινη γνωριμία. Είναι η ηλικία που τα αγόρια γίνονται φίλοι, γίνονται όμως και αντίπαλοι κι αρχίζουν το εξουσιαστικό παιχνίδι που θα αναδείξει τις ισορροπίες τις αυριανές και μαζί μ’ αυτές θα ορίσει τη θέση του καθένα από μας στην συντροφιά.
Ύστερα έρχεται η εφηβεία. Εδώ τα πράγματα γίνονται λίγο πιο περίπλοκα γιατί σε όλα τα προηγούμενα που δημιουργήθηκαν στις προηγούμενες ηλικίες έρχεται κι ένας άλλος παράγοντας που μπερδεύει ακόμα περισσότερο τα πράγματα, κι ο παράγοντας αυτός δεν είναι τίποτε άλλο από τον έρωτα.
Τον έρωτα τον ανίκητο στη μάχη που ο Σοφοκλής στην Αντιγόνη περιέγραψε όσο κανένας μέχρι σήμερα, με τον εξαίσια τρυφερό αλλά και πραγματικό τρόπο, έτσι όπως ακριβώς εμφανίζεται, πορεύεται, λειτουργεί.
Ο έρωτας λοιπόν που χτύπησε την πόρτα στην ηλικία που πάλευαν οι παλιές συνήθειες με τις καινούργιες, εκείνες τις καινούργιες που εμφανίζονταν από το πουθενά και ανέτρεπαν όλα όσα μέχρι τώρα ξέραμε και έφερναν καινούργιες συνήθειες που στην αρχή τρόμαζαν με τη βία που έρχονταν να αντικαταστήσουν όλα εκείνα που ήταν οι σταθερές μας μέχρι σήμερα. Φαίνονται περίπλοκα αυτά που γράφω όμως πόσο περίπλοκη ήταν η ζωή τότε που έπρεπε να ταιριάξει αυτό το καινούργιο που έρχονταν στη ζωή μας με την ανεμελιά των προηγούμενων χρόνων.
(α.λ. 1)

Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2012

Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

Απόβροχο...

Κι ύστερα η καταιγίδα έτσι ξαφνικά όπως άρχισε, έτσι σταμάταγε.
Σε λίγη ώρα ο ουρανός καθάριζε, οι ριπές απ’ τον αέρα σταμάταγαν τα βασιλέματα ξαναφαίνονταν και το μόνο που έμενε να θυμίζει την καλοκαιριάτικη μπόρα ήταν η βρεγμένη γης, η λάσπη και τα ρυάκια στις στράτες, τα πουρνάρια που έσταζαν τις τελευταίας σταγόνες απ’ τα αγκαθωτά πουρναρόφυλλα, με τους ιριδισμούς στις ακτίνες του απογευματιάτικου ήλιου, το λαμπρό ζωηρόχρωμο ουράνιο τόξο κάτω χαμηλά στ' αμπέλια, κι η μυρουδιά του απόβροχου, η σύνθεση απ’ τις μυρουδιές της γης των δέντρων της ανθρώπινης παρουσίας και δραστηριότητας, των ζωντανών που ξεκίναγαν ή γύρναγαν απ’ τη βοσκή τους, η γνώριμη μουσική απ’ τα τριζόνια, απ’ τα τζιτζίκια απ‘ τα πουλιά που ξανάρχιζαν από κει που είχαν σταματήσει, τα βελάσματα τα γαβγίσματα, τα μουγκανητά που συνθέτουν τη δική τους γήινη συμφωνία, που τόσο όμορφα τραγούδησαν στα δημοτικά μας τραγούδια εκείνοι που είχαν το χάρισμα, ακόμα και στην παγκόσμια μουσική οι περίφημες συνθέσεις των κλασσικών όπως στην «Ποιμενική Συμφωνία» του Beethoven, και το «Καλοκαίρι» απ’ τις τέσσερις εποχές του Vivaldi που περιγράφουν με την ουράνια αυτή μουσική αυτές ακριβώς τις καλοκαιριάτικες μπόρες.
Εκείνο όμως που ποτέ δεν θα ξεχάσω, εκείνο που με έκανε πολλά χρόνια μετά να αποζητάω, στις σύντομες καλοκαιριάτικες επισκέψεις μου στο χωριό ήταν η αντάρα του απόβροχου. Μόλις η μπόρα τέλειωνε έτρεχα στα λασπομένα μονοπάτια προς την Υψωμένη Πουρνάρα και περπάταγα προς το Γεροσάκο έχοντας στραμμένο το βλέμμα προς το ποτάμι. Εκεί λοιπόν κοντοστεκόμουν και κοίταζα να σχηματίζονται σύννεφα χαμηλά, στο ποτάμι, και πιο πάνω στο ρέμα, και στ’ αμπέλια, και στις Βρίζες, και τα σύννεφα αυτά ξεκίναγαν σιγά σιγά να παίρνουν τον ανήφορο κολλητά στην πλαγιά. Κι έτσι καθώς ανέβαιναν περίμενα να περάσουν κι αν δεν έρχονταν προς το μέρος μου έτρεχα εγώ να τυλιχτώ μέσα τους κι ύστερα καθώς θα ανέβαιναν και θα με ελευθέρωναν θα παρακολουθούσα την πορεία τους όσο θα ανεβαίνουν στα Βαρδούσια και θα διαλύονται.
Κι η Υψωμένη Πουρνάρα και το Πέτρινο Αλώνι σκεπάζονταν κι αυτά απ’ την αντάρα και προς στιγμή η επιστροφή έμοιαζε κλειστή. Όλα τα παιχνίδια της απογευματιάτικης μπόρας τέλειωναν, κι εκείνο που έμενε ήταν η αίσθηση της γαλήνης, η μυρουδιά της βρεγμένης γης η νηνεμία όλα όσα συνθέτουν το καλοκαιριάτικο απόβροχο.
Το κυνήγι του σύννεφου έμοιαζε τότε με το άπιαστο κυνήγι του πρόσκαιρου που σαν το προλάβαινες μετά διαλύονταν αφήνοντας μια αίσθηση εφήμερη μια γλυκόπικρη γεύση όταν προφταίνεις κάτι αλλά τούτο μόλις νομίσεις πως το πρόφτασες διαλύεται και ξεκινάς πάλι απ’ την αρχή κυνηγώντας εκείνο που έρχεται ξοπίσω και ξανά μέχρι που τα σύννεφα χάνονται κι η φύση αλλάζει και μαζί και συ που τρέχεις πάλι στο κυνήγι του εφήμερου και πάλι μόλις το προφτάσεις ξαναχάνεται.
Έτσι λοιπόν η ζωή φαίνονταν στα μάτια μου όπως ακριβώς είναι, να τρέχω να προφτάσω κι ύστερα πάλι απ’ την αρχή, όμως το λίγο που βρίσκομαι σκεπασμένος στις δροσοσταλιές που ανεβαίνουν απ’ το μακρινό ποτάμι ανείπωτη χαρά και ευτυχία γεμίζουν την αίσθηση και δείχνουν πόση αξία στο εφήμερο έχουν οι στάσεις στη διαδρομή που λέγεται ζωή, στο συναρπαστικό αυτό ταξίδι προς την Ιθάκη του καθενός μας.

Παρασκευή 17 Αυγούστου 2012

Η καταιγίδα..

Η κάψα του μεσημεριού σήκωνε κύματα διάφανα ζεστού αέρα που έκαναν κυματισμούς στο βλέμμα καθώς σκέπαζε τη μαζιά με τις πουρνάρες. Η νηνεμία έρχονταν και έκανε την κάψα ακόμα πιο έντονη.
Κι ύστερα δυό μικρά σύννεφα έκαναν την εμφάνισή τους ψηλά στην Κλεισούρα εκεί στη μεριά της Μουσουνίτσας.
Γρήγορα τα σύννεφα πύκνωναν και η επίγεια όψη τους έπαιρνε χρώμα μαύρο καθώς κι’ άλλα σύννεφα μαζεύονταν πάνω απ’ αυτά και γίνονταν αδιαπέραστα και το φως του ήλιου σταμάταγε να φτάνει στο χωριό.
Σε λίγο ένας μακρινός ήχος απ’ τη βροντή έδινε το σύνθημα της προετοιμασίας για την καταιγίδα που πλησίαζε. Στην άκρη στο μπαλκόνι με θέα περιμετρική έβλεπα άφωνος την προετοιμασία του ουρανού για την καταιγίδα. Οι βροντές γίνονταν πιο δυνατές και πιο συχνές οι πρώτες αστραπές έσκιζαν τον ουρανό και χτύπαγαν τη Γκιώνα σαν να ήθελαν να την τρυπήσουν Εκείνη όμως γιγάντια ατάραχη δέχονταν αδιαμαρτύρητα τις επιθέσεις του συννεφιασμένου ουρανού στα πλευρά της. Σε λίγο ένας άνεμος απ’ το πουθενά χωρίς διεύθυνση, στροβιλιζόταν φέρνοντας τις πρώτες χοντρές ψιχάλες, κι αμέσως ο ουρανός γινόταν ένα με τη γης με τα δέντρα με τις ρεματιές με τα σπίτια κι ένα υδάτινος καταρράκτης πλημμύριζε ότι εύρισκε στο δρόμο του. Τίποτε δεν φαινόταν εκτός απ’ τις αστραπές και τίποτε δεν ακουγόταν έξω απ’ τον ήχο της μπόρας και τις βροντές που συνόδευαν το φως των κεραυνών.
Μαζεμένος στη γωνιά με την αίσθηση της προστασίας που μου έδινε το χαγιάτι τυλιγμένος με μια κουβέρτα που με προφύλαγε απ’ την απότομη μεταβολή της θερμοκρασίας αλλά και την ανάγκη που είχα να νοιώσω προστατευμένος, έβλεπα να ξετυλίγετε μπρος στα μάτια μου η καλοκαιριάτικη καταιγίδα σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια.
Η καλοκαιριάτικη μπόρα, η βροχή εκείνη που συχνά τα απογεύματα του Ιούλη μας υπενθυμίζει πως η φύση ποτέ δεν κοιμάται, έρχονταν να ξεπλύνει τη σκόνη του καλοκαιριού να ποτίσει την αναμμένη απ’ το καλοκαίρι γης να δροσίσει τη πλάση, να φέρει στη σκέψη τη συνέχεια του κύκλου που ξεκινάει απ' τη γη ανεβαίνει ψηλά και ξανάρχεται καθαρός για να ξαναρχίσει....

Κυριακή 29 Ιουλίου 2012

Καλοκαιριάτικες μπόρες και άλλες ιστορίες...

Στο χωριό η πρώτη επαφή που είχα με τους καιροσκόπους ήταν ο μπάρμπα Νίκος ο Μπούτσικος. Μικρός στα μέσα της δεκαετίας του 60 κατέβηκα στης θειάς της Λένης το σπίτι να πάρω λίγα κράνια απ’ την κρανιά που είχε στον κήπο της. Αύγουστος μήνας και κει στην πόρτα στο κατώι καθισμένος ο μπάρμπα Νίκος σημείωνε σε ένα τετράδιο. Τον ρώτησα τι σημειώνει και μου απάντησε τα μερομήνια. Τότε πρωτόμαθα για τα προγνωστικά σημάδια των πρώτων ημερών του Αύγουστου που κάθε μισό τους αντιπροσώπευε ένα μήνα του επόμενου χρόνου. Κι αφού μου είπε μερικά απ’ τα σημάδια που αξιολογούσε, τα πρόβαλε σε αντίστοιχους μήνες του χειμώνα, που φαίνεται να τον ενδιέφεραν ιδιαίτερα, και έτσι πρόβλεπε αν ο χειμώνας θα έχει βροχές, χιόνια, κρύα, ανέμους, ή θα είναι ήπιος. Τα πολλά χρόνια που κράταγε τις σημειώσεις του μπορούσε να ελέγξει τα αποτελέσματα των προβλέψεών του κάθε φορά κι έτσι η αξιοπιστία έδινε μεγάλο προγνωστικό βάρος στις παρατηρήσεις του καλοκαιριού και την ευχαρίστηση στον παρατηρητή της επιβράβευσης της πρόγνωσης, στοιχείο κι αυτό που συνέβαλλε στη σύνθεση της σεβάσμιας προσωπικότητας του γέροντα. Παντού και πάντα η ανάγκη φέρνει τη γνώση.
Η άτυπη εκείνη κόντρα με τον μπάρμπα Κώστα τέλειωσε εκείνο το καλοκαίρι με συντριπτική νίκη των δικών μου προβλέψεων κι όταν μετά από χρόνια του φανέρωσα πως όλα εκείνα που προέβλεπα ήταν ένα αστείο παιχνίδι αρνιόταν να το πιστέψει.
(μ.4)

Πέμπτη 26 Ιουλίου 2012

Καλοκαιριάτικες μπόρες και άλλες ιστορίες...

Η επόμενη μέρα ξεκίνησε πριν καλά καλά πιούμε το πρωινό με την ημερήσια καιρική πρόβλεψη και το απόγευμα για τρίτη συνεχόμενη φορά νίκησα στον άτυπο αυτό ανταγωνισμό. Για κάμποσες ημέρες οι προβλέψεις μου για κάποια διαβολική σύμπτωση ήταν όλες πετυχημένες σε αντίθεση με το μπάρμπα που παρότι έβαζε τα δυνατά του δεν πέτυχε καμιά απολύτως πρόβλεψη. Μη νομίσει κανείς ότι ήξερα τα σημάδια των καιρών απλά έλεγα δυό χαζομάρες αληθοφανείς, ας πούμε ένα μικρό συννεφάκι στο Καρτάκι, το πέταγμα ενός γερακιού πάνω απ’ τις Γούρνες, και διάφορα άλλα περίεργα, κι έτσι ο μπάρμπας που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο χωριό που θεωρούσε αυτονόητο πως ήξερε όλα τα σημάδια των καιρών βρέθηκε να χάνει κατά κράτος έτσι από ένα καπρίτσιο της τύχης. Αργότερα στα μάτια του αποτελούσα μέγα οιωνοσκόπο ιδιαίτερα δε όταν έτυχε να μάθω τους καιρούς και μερικά σημάδια τους πολλά χρόνια αργότερα και όχι απ’ τους θαλασσινούς που θα περίμενε κάποιος όσο από τους μυλωνάδες.
Οι μυλωνάδες λοιπόν εκείνοι που είχαν ανεμόμυλους ήξεραν τους καιρούς και τα σημάδια τους και μάλιστα τους καλοκαιρινούς αν όχι καλύτερα τουλάχιστον παρόμοια με τους θαλασσινούς γιατί το άνοιγμα των ιστίων στους ανεμόμυλους σε έκταση μεγαλύτερη από εκείνη που η ένταση και η διεύθυνση των ανέμων επέτρεπε, μπορεί να είχε καταστροφικές συνέπειες στα γρανάζια που κουνούσαν τις μυλόπετρες. Ο Μπαρμπαγιάννης λοιπόν ο "πυρπολητής" όπως τον φώναζαν επειδή του έλειπαν κάμποσα δάκτυλα απ' τα χέρια, θυσία στο ψάρεμα με δυναμίτη, ένας παλαίμαχος μυλωνάς, ένας καλοσυνάτος γέρος, σ' ένα μικρό νησί στο Αιγαίο που γνώρισα στα πλαίσια της δουλειάς μου σαν είδε πως ενδιαφερόμουν για τους καιρούς άρχισε να τους ονοματίζει και να μου εξηγεί τα σημάδια τους. Επειδή ο χρόνος μου τότε και πολύς ήταν η δε περιέργεια μου να μάθω μεγάλη, ο γέρο μυλωνάς μου δίδαξε ένα σωρό πράγματα για τους καιρούς, γνώσεις απαραίτητες για την δουλειά του και την επιβίωσή του και εξαιρετικά ενδιαφέρουσες για μένα που βάλθηκα να μάθω τα μυστικά του έτσι από μεράκι, και να κάνω το σπουδαίο στον μπάρμπα μου.
(μ.3)

Παρασκευή 20 Ιουλίου 2012

Καλοκαιριάτικες μπόρες και άλλες ιστορίες...

Περασμένο μεσημέρι, η κάψα της μέρας στο απόγειο της κι απ’ το πρωί που χάραζε η μέρα συναντιόμουνα με τον μπάρμπα μου τον Κώστα τον αδερφό της μάνας μου που τα καλοκαίρια εκείνα έτυχε να βρισκόμαστε μαζί στο χωριό. Καθισμένοι στο μπαλκόνι εκείνος πίνοντας τον πρωινό του καφέ κι εγώ τρώγοντας ένα ξεροκόμματο με ημερομηνία παρασκευής άγνωστη και ημερομηνία λήξης την ημέρα που θα το τρώγαμε, βουτηγμένο σ΄ ένα φλιτζάνι μυρωδάτο τσάι του βουνού, ανταλλάσαμε κουβέντες παρατηρώντας τριγύρω μας.
Τις ημέρες εκείνες δεν ξέρω πως μούρθε και έκανα πως κοίταζα τα σημάδια στον ουρανό και με σοβαρό ύφος αποφαινόμουν «σήμερα θα βρέξει». Η κουβέντα μου έμοιαζε με ετυμηγορία κι ο μπάρμπας χωρίς να με ρωτήσει σε ποια σημάδια στηρίζω την πρόβλεψη μου, προφανώς για να μη δείξει ότι εγώ ξέρω καλύτερα, αποφαινόταν με τη σειρά του το αντίθετο. Η μέρα συνέχιζε, η πρωινή πρόβλεψη ξεχνιόταν μετά το μεσημεριανό φαγητό και τον απαραίτητο απογευματινό ύπνο τα πρώτα μπουμπουνητά υπενθύμιζαν τον ερχομό της απογευματιάτικης μπόρας και φαινόταν η πρόβλεψη μου απόλυτα πετυχημένη.
Ο θείος δεν μπορούσε να παραδεχτεί ότι εγώ ερμήνευα καλύτερα τα σημάδια απ’ ότι εκείνος και την επομένη τολμούσε με τη σειρά του την ημερήσια πρόβλεψη λέγοντας μου με βεβαιότητα πως σήμερα θα έχουμε μπόρα. Με τη σειρά μου για να τον κοντράρω προέβλεπα το ακριβώς αντίθετο. Το απόγευμα λοιπόν την ημέρας εκείνης μάταια περίμενε την εκδήλωση της προβλεφθείσας μπόρας. Για δεύτερο απόγευμα οι προβλέψεις μου αποδείχτηκαν επιτυχείς προς μεγάλη απογοήτευση του μπάρμπα.
(μ.2) 

Τρίτη 17 Ιουλίου 2012

Καλοκαιριάτικες μπόρες και άλλες ιστορίες...

Ο ήλιος πρόβαλε την άκρη στη Γκιώνα στέλνοντας το φως του στα ψηλά βουνά στις κορφές στα ουράνια, φώτιζε το στερέωμα,κι αφού τέλειωνε γρήγορα τον ουράνιο δρόμο του άρχιζε να κατηφορίζει προς το χωριό. Ο Ιούλιος κυλούσε τις ζεστές του μέρες κι όλα τριγύρω έμοιαζαν ώριμα. Εκείνη η φρεσκάδα του Μαγιού και οι πρώτες ζέστες του Ιούνη, έδιναν τη θέση της τους στο ώριμο καλοκαίρι που ο μήνας αυτός έφερνε. Οι βοριάδες σταμάταγαν και το δροσερό τους χάδι έφευγε απ’ τα μεσημέρια αφήνοντας μόνο του τον καυτό ήλιο να στέλνει την κάψα του τριγύρω παντού χωρίς τίποτε να την αντιπαλεύει. Ο ατέλειωτος αριθμός απ’ τα παιδόπουλα του καλοκαιριού συνέχιζε να κάνει ότι σκανταλιά υπήρχε να ζει να λειτουργεί και να πορεύεται στο δικό του κόσμο, να επικοινωνεί με τους δικούς του κώδικες να μην καταλαβαίνει τίποτε. Οι πορείες όσο επέτρεπε κι η απογευματινή δουλειά μερικών που ήταν τα ζυγούρια ήταν πάντα κοντινή γιατί υπήρχε κι άλλος ένας λόγος εξίσου σημαντικός που δεν επέτρεπε να απομακρυνθούμε και πολύ. Κι ο λόγος αυτός ήταν οι συχνές απογευματιάτικες μπόρες που ξέσπαγαν ξαφνικά και ξαφνικά σταμάταγαν. Κι οι μπόρες του καλοκαιριού, οι μπόρες του Ιούλη ήταν ένα μεγαλειώδες ξεχωριστό φυσικό γεγονός που προβλημάτιζε κι άφηνε εκστατικές τις μικρές παιδικές ψυχές μπροστά στη φύση, στην απρόβλεπτη δύναμη στην δραματική αλλαγή που συνέβαινε απ’ την μια ώρα στην άλλη και μπορούσε να φέρει μεγάλες ανατροπές που η παλιότερη γενιά έζησε και η γενιά η δική μας θυμάται με τις αιφνίδιες κατεβασιές στα ξερορέματα με δραματικές συνέπειες καμιά φορά.
(μ.1)

Σάββατο 16 Ιουνίου 2012

Γιάννης Μίχος..

Ο Γιάννης λοιπόν από κείνα τα χρόνια που μικρός τον θυμάμαι ενέπνεε φόβο. Ίσως το αυστηρό παρουσιαστικό του ίσως οι ακατανόητοι ήχοι που συνιστούσαν την ομιλία του ίσως οι φωνές του στο μαγαζί τα βράδια όταν τον εκνεύριζαν, δημιουργούσαν την εντύπωση πως πρόκειται για ένα άνθρωπο καβγατζή και δύσκολο. Έτσι λοιπόν η εντύπωση αυτή κυριαρχούσε όχι μόνο σε μένα αλλά και στα άλλα παιδιά, και όταν τον συναντούσαμε προσπαθούσαμε να τον αποφύγουμε. Ήρθε λοιπόν η ώρα να κουρευτώ. Η πρώτη μου σκέψη ήταν πως θα με κούρευε ο παππούς κι έτσι ήσυχος κατέβηκα απ’ το χαγιάτι όπου βρίσκονταν η καρέκλα όπου θα γινόταν το κούρεμα. Ακούγοντας βήματα να πλησιάζουν από τη στράτα που έφερνε στο σπίτι γύρισα και είδα έντρομος το Γιάννη να ανεβαίνει. Μαζεύτηκα σε μια άκρη και αναρωτιόμουν τι γίνεται. Φτάνοντας στην αυλή το σκαμμένο του πρόσωπο φωτίστηκε με ένα τεράστιο χαμόγελο και ήταν η πρώτη φορά που πίστεψα ότι ίσως δεν ήταν και τόσο άγριος όσο έδειχνε. Κάθισα στην καρέκλα μου πέρασαν στο λαιμό ένα πανί και έβλεπα τον κουρέα μου να βγάζει από τη μαρούδα του δυό μηχανές κουρέματος την ψιλή που λέγαμε και τη χοντρή μια τσατσάρα και ένα ψαλίδι. Φοβισμένος αρκετά αλλά και περίεργος δέχτηκα την μηχανή στο κεφάλι μου που άρχισε να διώχνει το μαλλί που περίσσευε νοιώθοντας να ελαφρώνει το κεφάλι και σιγά σιγά να φεύγει ο φόβος για το Γιάννη από μέσα μου. Ο γύρω χώρος γέμισε μαλλιά και το κούρεμα έλαβε τέλος. Γυρνώντας είδα τον κουρέα μου να μου επιφυλάσσει ένα μεγαλόπρεπο χαμόγελο και να δέχομαι ένα πατρικό χάδι στο κεφάλι μου. Όταν δε είδα και το αποτέλεσμα που με ικανοποίησε ένοιωσα για τον Γιάννη το Μίχο μεγάλη συμπάθεια κι ο φόβος μου πια εξανεμίστηκε, ο κουρέας μου ο συμπαθής και αγνός αυτός άνθρωπος που είχε βρει τη θέση του στη μικρή μας κοινωνία με τις ιδιαιτερότητες του βρήκε και στο δικό μου μικρόκοσμο τη θέση του και όσα χρόνια τον έβλεπα πάντα είχα για αυτόν αγάπη και μέχρι αργά στα πρώιμα νεανικά χρόνια απολάμβανα το κούρεμα του κάθε καλοκαίρι. Πολλά χρόνια αργότερα όταν η ζωή τραβούσε το δρόμο της και συναντιόμασταν οι συνομήλικοι στα γνωστά μας στέκια πάντα τους φρεσκοκουρεμένους τους πειράζαμε λέγοντας τους πως ο μουγγός κούρευε καλύτερα. Πάντα θυμάμαι τον αγαθό αυτό άνθρωπο που έτρεχε πρώτος όταν έφτανε κάποιο αυτοκίνητο, και ιδιαίτερα του Άλκη που κι αυτός τον αγαπούσε όπως πολλά χρόνια αργότερα μου εκμυστηρευόταν όταν μιλάγαμε για τα χρόνια εκείνα, το τρέξιμό του πίσω απ’ τα άλογα στο πέτρινο αλώνι, το πέρασμά του απ’ την πλατεία που μας έκανε να μαζευόμαστε φοβισμένοι πιτσιρικάδες, το πέρασμά του από την μικρή κοινωνία του χωριού μας έχοντας βρει τη δική του θέση. Πάντα τον θυμάμαι, πάντα τον θυμόμαστε, πάντα θα τον θυμόμαστε τον αγαθό, τον ιδόρυθμο μας κουρέα.
(pt.2)

Τρίτη 12 Ιουνίου 2012

Ο κουρέας μου...

Ο καιρός περνούσε, η καθημερινή ενασχόληση με χίλια δυό δεν άφηνε στιγμή άδεια. Το δέρμα μαύριζε και αγρίευε, τα γόνατα μόνιμα τραυματισμένα, τα ρούχα είχαν ραγδαία φθορά, τα δε παπούτσια ήταν αδύνατο να αντέξουν στη σκληρή δοκιμασία που τους επιφύλασσαν τα κοτρόνια οι στουρναρόπετρες τα τσιμάρια..
Τα μαλλιά μάκραιναν γίνονταν τραχιά και το όλο παρουσιαστικό διέφερε από την ευπρεπισμένη εμφάνιση του ερχομού στο χωριό με την προσαρμοσμένη αγριωπή όψη που σε καμιά δεκαριά μέρες αποκτούσαμε.
Ο Γιάννης ο Μίχος, ο μουγκός, ήταν εκείνος που αναλάμβανε τον ευπρεπισμό μας κάπου εκεί στα μέσα του Αυγούστου για να είμαστε λίγο πιο ανθρώπινοι στο πανηγύρι που πλησίαζε.
Ο μουγκός λοιπόν, ξερακιανός, με το τσιγκελωτό μουστάκι του, ευέξαπτος, πολυπράγμων, αεικίνητος τον θυμάμαι να τρέχει πίσω απ’ τα άλογα του Νίκου του Τζελάκη στο πέτρινο αλώνι και σε άλλα αλώνια όπου αλώνιζαν να τα καθοδηγεί με τις γνωστές άναρθρες φωνές του που είχαν όμως το σωστό τόνο και την απαραίτητη αυστηρότητα ώστε να δείχνει ποιος είναι τ΄αφεντικό.
Συμμέτοχος στο μαγαζί τα βράδια σε όλα όσα γίνονταν του άρεσε και έπινε το κρασάκι του και τον εκνεύριζαν πολλές φορές για να ξεσπάει με το δικό του φωνητικό ιδίωμα και να αντιπαρατίθεται στους άλλους συνδαιτυμόνες του τα γερόντια της εποχής εκείνης που αποτελούσαν τη σοφή γερουσία του χωριού μας, τα γερόντια με τη σκληρή διαδρομή στη ζωή που ενέπνεαν το σεβασμό σε όλους εμάς τους μικρότερους.
(pt1)

Σάββατο 26 Μαΐου 2012

Η διαμάχη...

  Ο φίλος μας λοιπόν κατέφθασε στην καλοκαιριάτικη παρέα, με το σγουρό του το μαλλί κοντοκουρεμένο με το κοντό παντελονάκι που το στήριζαν στους ώμους πάνινες τιράντες και από τα παντζάκια του έβγαιναν τα στρουμπουλά πόδια του που κατέληγαν στις άσπρες κοντές κάλτσες και τις ολοκαίνουργιες «ελβιέλες» που με το τέλος του καλοκαιριού θα ήταν για πέταμα, ένα καθαρό πουκαμισάκι και από μέσα τη φανέλα που τύλιγε το εύσωμο θα έλεγα κορμί με μόνο χαρακτηριστικό τα λίγο πιο εμφανή από ότι στους υπόλοιπους, στήθη. Αυτός ήταν λοιπόν ο χοντρός που όλοι περιμένανε να δουν και μάλλον απογοητεύθηκαν από κείνο που αντίκρισαν.
  Παρόλα ταύτα μερικοί περιεργάζονταν πιο επίμονα τον καινούργιο αποτυπώνοντας τα χαρακτηριστικά που θα τον έκαναν να ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους. Πέρασαν οι μέρες η συντροφιά έχει γίνει μια ομοιόμορφη ομάδα και τα κουσούρια του καθενός αποτελούσαν την Αχίλλειο πτέρνα του μιάς και τον χαρακτήριζαν, ιδιαίτερα όταν κάποια διαμάχη ήταν επί θύραις.
  Ο Λάκης λοιπόν ως οριστικά χοντρός είχε γίνει στόχος των πειραγμάτων σε κάθε ευκαιρία είτε έφταιγε είτε όχι. Εκείνο όμως που κανείς δεν μπορούσε να παραβλέψει ήταν και το γεγονός ότι σαν πιο εύσωμος ήταν και πιο δυνατός και έτσι το πείραγμα πολλές φορές κατέληγε σε αψιμαχία ή ακόμη χειρότερα σε καυγά με νικητή πάντοτε εκείνο εκτός αν έπεφταν όλοι οι υπόλοιποι απάνω του για να τον κάνουν καλά.
  Μ’ αυτά και μ’ αυτά οι ισορροπίες αποκαθίστανται και ο καθένας υπερασπιζόταν την ιδιαιτερότητα του όσο καλύτερα μπορούσε κι ο Λάκης σαν πιο δυνατός έδειχνε επιείκεια σε μας τους υπόλοιπους. Κάποια στιγμή ο Μήτσος πιτσιρικάς κι αυτός λίγο πιο μικρός από μας βλέποντάς τον στο δρόμο τον προσφώνησε χοντρό. Εισέπραξε δυό ξεγυρισμένες σφαλιάρες και με τη σειρά του μάζεψε κάνα δυό πέτρες και τον έστρωσε στο κυνήγι. Κανείς δεν άφηνε αναπάντητη μια καρπαζιά και όσο κι αν υπολείπονταν σε σωματική ρώμη κάνα δυό πέτρες έκαναν τη δουλειά τους κρατώντας παράλληλα και την απόσταση ασφαλείας που χρειαζόταν και αντιστάθμιζε την άνιση δύναμη. Ο χοντρός αφού την έφαγε τον έστρωσε στο κυνήγι αλλά κανένας πιτσιρικάς δεν μπορεί να πιαστεί παρά μόνο αν χαζεύει ή τον πιάσει κάποιος αντίθετα ερχόμενος. Ο Μήτσος έγινε λαγός το συμβάν φάνηκε να τελειώνει όμως η βεντέτα όπως φάνηκε όχι μόνο σιγόβραζε αλλά αναζωπυρωνόταν σε κάθε ευκαιρία που οι δυο συναντιόνταν.
  Στην πλατεία μόλις ο μικρός αντιλαμβάνονταν την παρουσία του μεγαλύτερου έπιανε το περιθώριο κι αν ο χρόνος που κυλούσε ήταν μακρύς άρχιζε με κοροϊδία πάντα όμως σε απόσταση ασφαλείας πέταγε καμιά πέτρα και μακριά απ’ τα γεγονότα εκνευριζόταν κι έκανε ότι μπορούσε για να δείξει την παρουσία του. Κάποια στιγμή μην αντέχοντας στο περιθώριο, με κάνα δυό πέτρες στο χέρι πλησίαζε σιγά σιγά στην πλατεία ερευνώντας σαν αγριμάκι τις αντιδράσεις του χοντρού. Εκείνος απ’ τη μεριά του έκανε τον ανήξερο και συνέχιζε να παίζει αδιαφορώντας για την παρουσία του μικρού. Η παγίδα καλά στημένη περίμενε τον μικρό το Μήτσο να πιαστεί. Όταν ξεθάρρευε αρκετά και άρχιζε να συμμετέχει και οι πέτρες που κρατούσαν σφιχτά τα χέρια του άρχιζαν να χαλαρώνουν τότε πλησίαζε το χοντρό ο οποίος τον τσάκωσε και του έφερε κάμποσες σφαλιάρες και άλλες τόσες κλωτσιές, κάνοντας τον μικρό να κλαίει πιο πολύ πως την έπαθε, παρά για τις σφαλιάρες. Η διαμάχη λοιπόν αυτή προς μεγάλη τέρψη υμών των υπολοίπων συνέχιζε με αμείωτη ένταση και η ευρηματικότητα κι απ' τις δυό μεριές ήταν απαράμιλλη. Εμείς οι μεγαλύτεροι με το χοντρό στην παρέα μας συνεχίζαμε τα δικά μας, ο μικρός με τη δικιά του παρέα δεν έχανε ποτέ την ευκαιρία όταν συναντούσε το φίλο μας να του επιτίθεται λεκτικά, μιας και δεν μπορούσε με άλλο τρόπο, με την περίφημη εκείνη φράση που έγινε κλασσική και την θυμόμαστε όλοι με γέλιο.
"Χοντρέ τα μαστάρια σ’ κρέμονται"....
γ.λ. 2

Σάββατο 19 Μαΐου 2012

Ο χοντρός...

Σε μια κλειστή κοινωνία όπως η μικρή κοινωνία του χωριού μας υπήρχαν πολλοί που οι παραστάσεις τους ήταν περιορισμένες και η επαφή τους με τον έξω κόσμο πενιχρή. Στα παιδιά του χωριού αυτό ήταν εντονότερο μιας κι ο κόσμος τους άρχιζε και τέλειωνε στο περιφραγμένο από βουνά πλάγιο όπου τα σπίτια μαζεμένα το ένα δίπλα στο άλλο σχημάτιζαν τον μικρό οικισμό που ήταν η αρχή και το τέλος των παραστάσεων και των εμπειριών της πιο ζωντανής μερίδας των ανθρώπων του που είναι τα παιδιά. Εκείνο το καλοκαίρι στα μέσα του 60 ο αριθμός των παιδιών που ζούσαν και μεγάλωναν εκεί πάνω, ήταν αρκετά μεγάλος και ιδιαίτερα ζωντανός το δε καλοκαίρι που ανηφόριζε και η υπόλοιπη στρατιά των πιτσιρικάδων από Αθήνα μεριά, η πλατεία και τα σοκάκια γέμιζαν φασαρία και τρεχαλητό. Η ανάμιξη των επισκεπτών του καλοκαιριού με τους ντόπιους ήταν άμεση, και η δραστηριότητες σχεδόν ταυτόσημες σαν να μην πέρασε ούτε μια μέρα από πέρσι που χωρίστηκαν. Με την άφιξη των πρώτων γρήγορα μετριόμασταν να δούμε ποιος έλλειπε απ’ την περσινή παρέα και μαθαίναμε πάλι γρήγορα από τους συγγενείς πότε θα έλθουν και οι υπόλοιποι για να συμπληρωθούν οι ομάδες. Τη χρονιά εκείνη περιμένοντας τις αφίξεις κάποιος από τους ντόπιους είπε πως θα έρθει στο χωριό κι ο Λάκης. Αυτός ήταν σταθερός τα χρόνια εκείνα στην καλοκαιριάτικη παρέα και η πρώτη χρονιά που θα ερχόταν σημαδεύτηκε από τούτο το περιστατικό. Κάποιος λοιπόν είπε πως αυτός που θάρθει είναι χοντρός. Ακούστηκε παράξενο στα παιδικά αυτιά το χοντρός και βάλθηκαν όλοι να κουβεντιάζουν τι ακριβώς είναι ο χοντρός. Είναι φανερό πως η εικόνα αυτή στα παιδιά στο χωριό διαχρονικά δεν ήταν οικεία, δεν ξέρω αν θυμάται κανείς χοντρό παιδί στα χρόνια εκείνα κι απ’ ότι θυμάμαι κι απ’ τους μεγάλους ελάχιστοι ήταν εκείνοι που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν χοντροί. Έτσι λοιπόν η εικόνα αυτή στα παιδιά του χωριού με τις περιορισμένες παραστάσεις του μικρόκοσμου που ζούσαν, η μορφή ενός τέτοιου παιδιού φάνταζε αν όχι εξωτική τουλάχιστον αξιοπερίεργη.
γ.λ. (1)

Τετάρτη 9 Μαΐου 2012

Προς το καλοκαίρι..

Χίλια μύρια σχέδια, άλλοι τόσοι περίπατοι, και εκδρομές, και στο ποτάμι και στην Κρύα Βρύση και στον Κάναλο και στην Βρωμόγουρνα, μέχρι και στο Καρτάκι, φτιάχνουν περίπλοκους δρόμους όσο το σχολείο φτάνει στο τέλος του και οι πρώτες μέρες του καλοκαιριού έρχονται. Μαζί με τις μέρες αυτές η προσμονή μεγαλώνει και όλα όσα τριγύρω συμβαίνουν γίνονται θαμπά αφού η σκέψη τα διαπερνά καθώς στοχεύει μακρύτερα. Τα ραντεβού της μεγάλης βδομάδας έχουν στοιχειώσει το σήμερα και δεν αφήνουν θέση για οτιδήποτε άλλο. Τα δειλά τηλεφωνήματα αρκούσαν να κρατάνε τη υπόσχεση ζωντανή κι άνοιγαν το δρόμο για χίλια μύρια σχέδια. Οι πρώτοι αυτοί έρωτες κράταγαν ζωντανά τα πρόσωπα που ο χρόνος νομοτελειακά θα ξεθώριαζε, κι οι αποστάσεις τότε μακρινές, σχεδόν απροσπέλαστες από τη διστακτικότητα, την έλλειψη επικοινωνίας περισσότερης απ’ ότι η ηλικία επέτρεπε και ο σφιχτός έλεγχος από τις συνήθειες του χωριού που δυσκόλευαν ακόμη τις κινήσεις έφερναν μαζί με την προσμονή και την απογοήτευση, πως τίποτε και κανένα σχέδιο δεν θα μπορούσε να τρέξει, έτσι όπως το είχα σχεδιάσει. Κι όμως εκείνο που ανίκητο ανέτρεπε κάθε σχέδιο και έφτιαχνε τα δικά του ήταν ο έρωτας στα χρόνια της πρώιμης νιότης, εκείνος που εξιδανικεύει και πρόσωπα και φιγούρες και συνήθειες, ακόμη και το γέλιο ακόμη και μια μικρή κίνηση ακόμη κι ένα μικρό ανεπιτήδευτο άγγιγμα, ακόμη και το βλέμμα, και πιο πολύ απ’ όλα η αδιαφορία για τις συμβάσεις που κράταγαν το χωριό δεμένο σε συνήθειες παλιές που στα χρόνια εκείνα δειλά άρχιζαν να χαλαρώνουν. Αλλά θα μιλήσουμε αργότερα και για τους έρωτες τα χρόνια εκείνα, και αρκετοί από μας και αρκετές θα βρουν σε κείνα που θα πούμε τα πρόσωπα που για πολλούς ο χρόνος δεν μπόρεσε να ξεθωριάσει.

Πέμπτη 3 Μαΐου 2012

Παρασκευή 27 Απριλίου 2012

Τα πρώτα σκιρτήματα...

Μεγάλη βδομάδα λοιπόν και σαν σουρούπωνε κατηφόριζα στην εκκλησία μαζί με τα παιδιά να παρακολουθήσουμε τη λειτουργία και παράλληλα να δούμε και τον υπόλοιπο κόσμο που την ημέρα ήταν στη δουλειά και μόνο το βράδυ είχε την ευκαιρία να βρεθεί για λίγο. Βράδια με ψυχρό αεράκι βράδια γεμάτα μυρουδιές και κατάνυξη, μια πανώρια απόκοσμη ανοιξιάτικη μυσταγωγία μέσα στην εκκλησία με τον μοναδικό της ψάλτη και τον παπά να διαβάζει και να ψέλνει τους ύμνους της μεγάλης βδομάδας.
Εκεί λοιπόν ήταν και μια παρέα κορίτσια που είχαν έρθει κι αυτά απ’ την Αθήνα για τις ημέρες αυτές, και ήταν η πρώτη φορά που βρισκόμασταν κοντά κι ήταν η πρώτη φορά που τα σκιρτήματα της άνοιξης γίνονταν ένα με τα σκιρτήματα των αισθημάτων που ώριμη πια η ώρα τα έφερνε κι αυτά στην επιφάνεια. Οι μέρες της μεγάλης βδομάδας τη χρονιά εκείνη ήταν οι ομορφότερες οι πιο ζεστές οι πιο γλυκές μέρες που πέρασα ποτέ στο χωριό κι έπρεπε νάναι Πάσχα για να συμπληρώσει με τη δική του παράξενη μυσταγωγία τη μυσταγωγία της άνοιξης και των συναισθημάτων.
Γρήγορα η συντροφιά με τα κορίτσια έγινε καθημερινή. Αρκούσε ένα βλέμμα, ένα άγγιγμα για να κάνει τις στιγμές μαγικές, μα πάνω απ’ όλα η τελετουργία της εβδομάδας των παθών μας έδωσε μιάς πρώτης τάξης ευκαιρία να είμαστε πολλές ώρες μαζί. Και το πρωί κατεβαίναμε στον Αη Γιώργη και το απόγευμα από νωρίς μέχρι που τέλειωνε η λειτουργία, και ήμασταν τόσο πολύ αφοσιωμένοι στα δρώμενα που μέχρι και τον Απόστολο διάβασα ένα πρωινό. Η πιο όμορφη μέρα όμως απ’ όλες ήταν η μέρα που βγήκαμε όλοι συντροφιά στα χωράφια και στ’ αμπέλια για να μαζέψουμε λουλούδια που θα στόλιζαν τον επιτάφιο. Ξαπλωμένοι στα χόρτα ανάμεσα στα λουλούδια κουβεντιάζαμε και γνωριζόμασταν, ψάχναμε τα πρώτα βήματα στο διαχρονικό ταξίδι των σχέσεων ανάμεσα στα κορίτσια και στα αγόρια, και τα πρώτα αυτά βήματα είχαν μέσα τους τη δειλία τη συστολή, την επιφυλακτικότητα, όλα εκείνα που κάνουν την κίνηση σημειωτόν, μέχρι που τα χρόνια κι οι εμπειρίες αλλάξουν τον τρόπο και κάνουν τα βήματα πιο γρήγορα και πιο μεθοδικά. Όμως η ομορφιά και το χτυποκάρδι της αγνής επαφής είναι μακρά εκείνο που γεμίζει τον κόσμο και τον κάνει εξωπραγματικό, ουράνιο.
Οι μέρες κύλησαν γοργά ανάμεσα στις φευγαλέες επαφές με κάθε μικρή ή μεγάλη ευκαιρία. Δώσαμε υπόσχεση να μιλάμε στο τηλέφωνο μέχρι το καλοκαίρι, που αν όλα έρχονταν όπως τα λογαριάζαμε, θα συναντιόμασταν πάλι και θα συνεχίζαμε από κει που η τρίτη μέρα του Πάσχα μας διέκοψε. Σαν έφυγαν, η ανάμνηση των όμορφων ημερών έμεινε να γεμίζει το χωριό ολόκληρο, και η επιστροφή αμέσως μετά της Αρσαλής έκλεινε την πρώτη Πασχαλιάτικη επίσκεψη στο χωριό.
Οι μέρες που κύλησαν μέχρι το καλοκαίρι ήταν μέρες αναμονής και πολλών πολλών σχεδίων, το σχολείο φαινόταν ασήκωτο, και οι μέρες έμοιαζαν να μην περνούν ποτέ.
Ι.Κ.

Σάββατο 21 Απριλίου 2012

Πάσχα 1969..

Η πρώτη φορά που ανέβαινα τέτοια εποχή στο χωριό. Ηταν όλα τα προηγούμενα χρόνια που η σφοδρή επιθυμία να ανηφορίσω στα μέρη τα γνωστά του καλοκαιριού την άνοιξη έγινε πραγματικότητα. Η άνοδος τα Χριστούγεννα ήταν άλλη μια εξίσου σφοδρή επιθυμία που έμενε ανολοκλήρωτη. Το χωριό γεμάτο κόσμο, το Πάσχα έπεφτε αργά και είχαν γυρίσει όλοι οι χωριανοί απ’ τα χειμαδιά, σκορπισμένοι το χειμώνα στις παραλίες στα παλιόμαντρα ακόμη και στην Αθήνα.
Η φύση διαφορετική από κείνη που ήξερα το καλοκαίρι σε μια οργιαστική βλάστηση με τα χωράφια γεμάτα αγριολούλουδα που παιχνίδιζαν αφήνοντας μυρουδιές στο πρώτο ζεστό χάδι του Απριλιάτικου ήλιου, έτσι όπως τον απάλυνε το ελαφρύ αεράκι του πρωινού. Η περιμετρική εικόνα ένα χάρμα στη ματιά. Κι έτσι χωρίς καμιά κουβέντα παρασυρμένος σ’ αυτό το οργιαστικό ανοιξιάτικο τοπίο δεν έκανα άλλο από το να μετέχω μικρός ελάχιστος μπροστά στο μαγικό ξύπνημα της ζωής.
Όλα τα σπίτια γεμάτα κόσμο κι όλοι οι φίλοι του καλοκαιριού έχοντας γυρίσει απ’ το Λιδορίκι μιας και το Γυμνάσιο είχε σταματήσει για τις γιορτές όταν μπόρεγαν απ’ τις άπειρες δουλειές που είχαν ανέβαιναν στην πλατεία στο μαγαζί που συναντιόμασταν και αλλάζαμε δυό κουβέντες. Τη χρονιά εκείνη το χωριό είχε ένα παπά ξενομερίτη που έμενε σ’ ένα απ’ τα σπίτια στον δημόσιο δρόμο κοντά. Έτσι λοιπόν τη μεγάλη εβδομάδα και την ανάσταση θα ζούσε ο κόσμος του χωριού με τον παραδοσιακό τρόπο με τη λειτουργία της μεγάλης βδομάδας με τον επιτάφιο με την ανάσταση, και μαζί κι εγώ.

Τρίτη 10 Απριλίου 2012

Επίλογος..

Ανακουφισμένοι λοιπόν τρέξαμε στο σπίτι ψάξαμε στη βαλίτσα μας και αλλάξαμε εσώρουχα φορέσαμε κάτι στεγνό κι αφήσαμε τα βρεγμένα να στεγνώσουν μακριά απ’ το βλέμμα της γιαγιάς που είχε ένα σωρό άλλες δουλειές να φτιάξει κι έτσι πιστέψαμε πως η περιπέτεια που ζήσαμε, πηγαίνοντας για πρώτη φορά στο ποτάμι με τον ανορθόδοξο αυτό τρόπο θα είχε αίσιο τέλος. Ένα λιτό δείπνο, και το σκέπασμα με τις βελέντζες ηρέμησε τις αισθήσεις απάλυνε τις ενοχές και πρόσφερε ένα λυτρωτικό ύπνο.  Αύριο ποιος ξέρει.. 
Το ποτάμι λοιπόν, ο μακρινός και συνάμα κοντινός προορισμός που ήταν η μύχια επιθυμία  χρόνων επιτέλους κατακτήθηκε άφησε όμως πολλές πάρα πολλές εκκρεμότητες για το μέλλον και η επιστροφή σ’ αυτό θα ήταν πιο οργανωμένη χωρίς τα συμβάματα της πρώτης αυτής προσέγγισης, θα μπορούσαμε να το εξερευνήσουμε πιο αποτελεσματικά και να ετοιμάσουμε τα σχέδια για τα επόμενα χρόνια που πιο μεγάλοι και με πολλούς παρέα θα κατηφορίζαμε χωρίς τις γνωστές δεσμεύσεις της μικρής μας ηλικίας. Έτσι λοιπόν το ποτάμι έγινε ο αγαπημένος προορισμός τα επόμενα χρόνια όπου μεγάλες συντροφιές κινάγαμε το πρωί και περνάγαμε τη μέρα μας στις σκιερές του όχθες και στις μεγάλες μπαρούκες, κολυμπώντας ψαρεύοντας και φτιάχνοντας μαγειριές σε αυτοσχέδιες φωτιές. Αυτά όμως θα τα εξιστορήσουμε πιο ύστερα.        

Τρίτη 3 Απριλίου 2012

Πίσω στο χωράφι..

Τα σκυλιά ήρθαν και στάθηκαν απέναντί μας και γάβγιζαν με μανία.
Φορέσαμε τα βρεγμένα βάλαμε τα παπούτσια και πήραμε σιγά σιγά τον ανήφορο για το χωράφι εκεί στις πουρνάρες. Καθώς ανηφορίζαμε η φωνή της γιαγιάς ακούστηκε δυνατή και ανήσυχη να μας καλεί, μιας και μάλλον τώρα πήρε χαμπάρι ότι λείπαμε. Απαντήσαμε καθησυχάζοντας την και ψάξαμε να βρούμε ένα προσήλιο για να στεγνώσουμε τα ρούχα που φοράγαμε που είχαν ήδη βρέξει και τα υπόλοιπα και κόλλαγαν απάνω μας δίνοντας μια αίσθηση ανυπόφορης βρωμιάς. Μόνο οι κάλτσες και τα παπούτσια ήταν στεγνά. Η ώρα πέρναγε τα βασιλέματα έπαιρναν να κυλάνε κι ο ήλιος πήρε τον ανήφορο για τη Γκιώνα κι η δύναμή του ασθενούσε και το σούρουπο πλησίαζε. Μάσαμε τα βρεγμένα μας τα ξαναφορέσαμε και φτάσαμε στο χωράφι όπου η γιαγιά φόρτωνε τα τελευταία πράγματα στη γαϊδούρα κι έτσι από μακριά όπως ήμασταν της ζητήσαμε την άδεια να προχωρήσουμε τον ανήφορο και να την περιμένουμε  πιο πάνω στη λάκα πριν τις πουρνάρες. Μας κοίταξε χωρίς να καταλάβει τι συνέβαινε και μας επέτρεψε την μοναχική πορεία. Ανηφορίσαμε ένα κοπιαστικό ανήφορο φροντίζοντας να κρατάμε απόσταση ασφάλειας απ’ τη γιαγιά που την ακούγαμε να έρχεται προς το μέρος μας κι έτσι συνεχίσαμε να περπατάμε κατάκοποι αλλά πιο ήσυχοι κρατώντας την ασφαλή απόσταση από κείνη κρύβοντας το χάλι μας κι ελπίζοντας ότι σαν φτάναμε στο χωριό θα μπορούσαμε να βρούμε μια δικαιολογία να γλιτώσουμε τις ποινές της αλλοκοτιάς μας. Το σκοτάδι άρχισε να πέφτει καθώς πλησιάζαμε στο Μπουρνιά κι έτσι μπορούσαμε να περιμένουμε τη γιαγιά και να ανέβουμε παρέα στο σπίτι, είχαμε χάσει όμως την ευκαιρία να καβαλήσουμε τη γαϊδούρα πράγμα που την παραξένεψε, μιας και τις άλλες φορές τρωγόμασταν ποιος θα πρωτοανέβει. Τα λουξ στο μαγαζί και οι λάμπες και τα λυχνάρια στα σπίτια φώτιζαν αμυδρά τη στράτα ώσπου να φτάσουμε στον  προορισμό μας.

Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012

Τα βρεγμένα..

Ούτε να κρυφτείς μπορείς ούτε να πεις ψέματα μετά από τέτοια εξέλιξη . Τώρα πια σημασία είχε να μαζέψουμε όσο πιο πολλά από τα κομμάτια της καταστροφής μπορούσαμε για να έχουμε ένα αξιοπρεπές απόγευμα και μια ανώδυνη επιστροφή στο χωριό. Πως άραγε θα μας αντιμετώπιζε η γιαγιά;
Βγάλαμε τα βρεγμένα, τα απιθώσαμε σε μια μεγάλη πέτρα να τα βλέπει ο ήλιος και πιάσαμε μιάν άκρη μακριά από τυχόν βλέμματα αλλά και κοντά στα βρεγμένα μη μας τα πάρει το ρέμα και τότε η καταστροφή θα ήταν ολοκληρωτική. Και κάτσαμε εκεί αμίλητοι πανικόβλητοι αλλά αποφασισμένοι να ξεπεράσουμε την ατυχία. Τα ρούχα βέβαια δεν στεγνώνουν τόσο γρήγορα κι ο χρόνος μας ο κρυφός κλεμμένος χρόνος από κει πούπρεπε νάμαστε και από κείνο πούπρεπε να κάνουμε ήταν ανύπαρκτος. Η κάθοδος δε και ενός κοπαδιού από την απέναντι μεριά με τη συνοδεία δυό σκυλιών που μας πήραν χαμπάρι και άρχισαν να γαβγίζουν ερχόμενα προς την μεριά μας  την απελπισία μας γρήγορα μετέτρεψαν σε τρόμο. Μαύρες εικόνες ήρθαν στο μυαλό. Τρέξαμε πήραμε τα βρεγμένα και με άπειρη προσοχή διασχίσαμε το ποτάμι για να μην ξαναγλιστρήσουμε και βρέξουμε και ότι εν πάσει περιπτώσει είχε μείνει στεγνό, κι έτσι επιστρέψαμε στην απέναντι όχθη όπου είχαμε τα παπούτσια. Το να ξαναέπεφτε κάποιος μέσα πλέον δεν λογιζόταν όπως την πρώτη φορά, σάμπως ο βρεγμένος τη φοβάται τη βροχή!

Σάββατο 17 Μαρτίου 2012

Η βουτιά..

Τα παιδικά μάτια γέμιζαν εικόνες, και ήχους και μυρουδιές και τα παιδικά χέρια ψηλαφούσαν αυτά που τα μάτια έβλεπαν. Απέναντι, σαν κοίταζες προς τα πάνω, το τεράστιο βουνό σου έκρυβε τον ουρανό, και κει ψηλά στις κορφές του το πέτρινο χρώμα γίνονταν γαλάζιο και ξεθώριαζε. Οι απότομες πλαγιές του σπαρμένες με λίγα αραιά δέντρα, κι ύστερα τα γυμνά του ύψη. Ύστερα αν κοίταζες προς το βοριά έβλεπες τον ήμερο κατάφυτο λόφο που άρχιζε απ’ τα Ισώματα και ανέβαινε προς την Ψηλόραχη να  οριοθετεί το ποτάμι  και στο βάθος η Καταβόθρα, η ελατοσκέπαστη Οίτη που φάνταζε απόμακρη μυστηριακή ήμερη. Στο νοτιά το βλέμμα σταμάταγε στους λόφους που έκρυβαν το Λιδωρίκι και πάντα άφηνε αναπάντητο το ερώτημα που βρίσκει δρόμο το νερό ανάμεσα σε τόσα βουνά.
Δεν μπορούσε κανείς να παραμείνει θεατής για πολύ ώρα, έπρεπε να επιχειρήσει, έπρεπε να διασχίσει το ποτάμι να βρεθεί στην άλλη όχθη να περιηγηθεί να ψάξει να δει πως είναι η εικόνα από την άλλη μεριά . Δεν ήθελε και πολύ σκέψη η απόφαση. Βγάλαμε τα παπούτσια μας και τις κάλτσες, τα ταχτοποιήσαμε πρόχειρα κάτω από μια πλατανόριζα που άφηνε αρκετό χώρο  από κάτω της. Βγάλαμε και τα πουλόβερ και τα ακουμπήσαμε κι αυτά εκεί δίπλα, και τα πουκάμισα, μείναμε με τις φανέλες. Βάλαμε τα πόδια στο νερό με κάποιο φόβο. Κάναμε ένα δυό βήματα και εκεί ήρθε η καταστροφή. Κανείς μας δεν ήξερε ότι οι πέτρες γλιστρούσαν τόσο πολύ και το μάθαμε με μια θεαματική βουτιά στο νερό ευτυχώς με κάθισμα βαθύ αρκετό όμως να βρέξει και το παντελονάκι και το εσώρουχο.

Πέμπτη 15 Μαρτίου 2012

Στην άκρη της ποταμιάς..

Η πρόσφυση των παπουτσιών στα μεγάλα βότσαλα που σχημάτιζαν την κοίτη του ρέματος ήταν σχετικά ασφαλής, η διάβαση όμως ανάμεσα στα πεσμένα κλαριά απ’ τα πλατάνια, ήθελε πιο μεγάλη δεξιοτεχνία, παρόλα ταύτα όλα ήταν κατορθωτά μέχρι που το  μέγα αυλάκι αποτελούσε το τελευταίο εμπόδιο πριν φτάσουμε στις παρυφές της ποταμιάς. Από τον ένα όχθο στον άλλο ήταν ένας σάλτος, καλοζυγισμένος, και τα πατήματα θάπρεπε νάναι στέρεα μην κυλήσουμε μέσα γιατί τότε θα έρχονταν η απόλυτη καταστροφή. Και το ζύγισμα αυτό και το σημάδεμα του περάσματος έπρεπε να γίνουν με ακρίβεια γιατί υπήρχε και η επιστροφή.
Καλά και όμορφα όλα αυτά αλλά δεν ήταν παρά ο απολογισμός της περιπέτειας, η εκ των υστέρων, γιατί όσο η διαδικασία ήταν σε εξέλιξη δεν μπορούσες να σκεφτείς τόσες πολλές λεπτομέρειες κι ας έφερνες σε κίνδυνο το όλο εγχείρημα. Ο σάλτος ήταν πετυχημένος και το μέγα αυλάκι ήταν ήδη πίσω μας. Περνάγαμε και το τελευταίο περιβόλι του μπάρμπα Γιάννη κι από κάτω τα πλατάνια πυκνά σε παράταξη με τις ρίζες μέσα και δίπλα στο νερό, έκρυβαν το ποτάμι κι ο ήχος απ΄το νερό που κατέβαινε από ψηλά προκαλούσε εκτός από την περιέργεια και ένα μικρό φόβο. Η μεριά που φτάσαμε ήταν ψηλά μακριά από την κοίτη και γιαυτό προχωρήσαμε λίγο πιο πέρα συναντήσαμε το ρέμα που κατέβαινε ομαλά στο ποτάμι και βγήκαμε στο σημείο όπου το εύρος του ήταν πολύ μεγάλο έφτανε στην άλλη μεριά μέχρι τη Γκιώνα. Απ τη μεριά μας στην «ενεργό» κοίτη κυλούσε μια σημαντική ποσότητα νερού που εκεί που βρισκόμασταν στο πλάτωμα ήταν ρηχή και έτσι μπορούσαμε να τη διαβούμε. Η υπόλοιπη κοίτη που δεν είχε νερό λαμποκοπούσε κάτασπρη στον απογευματιάτικο ήλιο καθώς αντανακλούσε το φως στις γυαλισμένες όψεις απ΄τα βότσαλα που τη σχημάτιζαν.

Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

Λίγο πριν την απόφαση...

Πως σκαρφίζεσαι να ξεφύγεις απ’ την προσοχή εκείνου που σε προσέχει και να κατέβεις λίγο πιο κάτω, εκεί που πλησιάζεις αλλά δεν φτάνεις ποτέ. Δεν είναι βέβαια μόνο η επιτήρηση, είναι και η έννοια πως κάνεις κάτι που δεν θα έπρεπε. Είναι οι κανόνες λοιπόν που έμπαιναν στη ζωή μας από τα χρόνια εκείνα και σιγά σιγά γίνονταν δικό μας «εσωτερικό δίκαιο» που θα μας καθοδηγούσε στον υπόλοιπο δρόμο μας. Οι απαγορεύσεις, οι κανόνες, η παιδική ηλικία, η επιθυμία να κάνουμε κάτι περισσότερο απ’ τα συνηθισμένα τα καθημερινά, η εξέλιξη, η φυγή ένα βήμα πιο πέρα  αυτό που λένε ωριμότητα είναι ένα παιχνίδι που κερδίζεται καθημερινά. Όλα τα στοιχεία του παιχνιδιού αυτού είναι οι ελευθερίες και οι απαγορεύσεις, οι επιθυμίες μας κι οι επιθυμίες των άλλων, τα τυχαία γεγονότα ο περίγυρος οι αισθήσεις και τα αισθήματα. Κι αν κανείς θα ήθελε να δώσει βάρος περισσότερο σε κάποιο απ’ αυτά θα έλεγα πως τα αισθήματα που είναι τόσα πολλά στην δεύτερη παιδική ηλικία είναι εκείνα που θα φτιάσουν τους ισχυρούς δεσμούς της υπόλοιπης ζωής την ωριμότητα της επόμενης φάσης.
Κοντό παντελονάκι, κάλτσα κοντή παπούτσια πάνινα με λαστιχένια σόλα, πολύ φινετσάτα για τις στράτες και τις σάρες που συνηθίζαμε να τρέχουμε. Παπούτσια με πολύ μικρό χρόνο ζωής χωρίς πρόβλεψη αντικατάστασης για όλο το καλοκαίρι, την αξία τους όμως και την καλή χρήση που έπρεπε να τους επιφυλάξουμε την καταλαβαίναμε όταν η φθορά τους γινόταν σχεδόν ανεπανόρθωτη πριν τελειώσει το καλοκαίρι, και δεν ήταν η μοναδική φθορά.

Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2012

Η μέρα στις Φακές προχωράει..

Νυσταγμένοι από το πρωινό ξύπνημα με νωπή την εμπειρία του δρόμου προς τις Φακές βρίσκαμε την απλωμένη υφαντή κουβέρτα σαν το προσωρινό καταφύγιο να ζεσταθούμε λίγο μέχρι ο ήλιος να φτάσει χαμηλά στο ποτάμι εκεί που βρισκόμασταν και να μας ζεστάνει. Και καθώς το πρωινό έπαιρνε να φεύγει και το μεσημέρι νάρχεται οι φωνές απ’ τα γύρω χωράφια μας προκαλούσαν . Κι άλλοι φίλοι μας φαίνεται πως ήταν τριγύρω και δεν έμενε παρά να τους συναντήσουμε.
Η γιαγιά άναβε μια φωτιά στα ριζά του χωραφιού δίπλα στ’ αυλάκι , μια δεροστιά αφημένη και μια κατσαρόλα μαυρισμένη με κάμποσο νερό θα έβραζαν τις πατάτες που ξέχωνε από μια λουρίδα χαμηλά, και σε κάμποση ώρα θα αποτελούσαν το γεύμα με αρκετό κομμένο κρεμμύδι που είχε φέρει μαζί απ’ το χωριό λίγο λάδι λίγο αλάτι χοντρό και ένα ξεροκόμματο σταρένιο ψωμί, που όσο δύσκολο ήταν να το μασήσει κανείς τόσο πολύ νόστιμο έμοιαζε και έτσι ήταν. Η γεύση του λιτού αυτού γεύματος κάτω απ’ τις πανύψηλες πουρνάρες συντροφιά με τον παππού που έρχονταν απ’ τους Αμπούλους  μέχρι σήμερα δεν μπόρεσε καμιά άλλη γεύση να  την εκτοπίσει. Ίσως στη ζωή μας μερικές στιγμές, μερικές εικόνες, μερικές γεύσεις, μερικά ακούσματα παραμένουν μοναδικά και είναι εκείνα που συντροφεύουν το δρόμο μας προς το τέλος απαλύνοντας το φοβερό άγχος της ανυπαρξίας και ίσως είναι εκείνα που δίνουν απάντηση στο υπαρξιακό ερώτημα όσο τουλάχιστον μπορεί να απαντηθεί. Ετσι είναι η φύση, γιατί  με κείνα που μας προσφέρει και με κείνα που μας περιβάλλει μας δημιουργεί το περίγραμμα της βαθύτερης σκέψης, της σκέψης  που περνά μέσα απ’ τον καθένα μας και μας βοηθάει να ημερέψουμε την υπαρξιακή μας αγωνία. Ας είναι..
Η μέρα προχωράει κι ο ήλιος επιτέλους φτάνει στις Φακές. Τα κοπάδια τα Σκιώτικα ακούγονται εδώ πιο κάτω στο ποτάμι,  και το γαύγισμα των σκυλιών κάνει ακόμα περισσότερο αισθητή την παρουσία τους. Η καρδιά λαχταρά να πάμε στο ποτάμι να το δούμε από κοντά να νοιώσουμε το πρωτόγνωρο, να ετοιμαστούμε για τις μεγάλες εκστρατείες που θα ακολουθήσουν τα επόμενα χρόνια. Η φυγή όμως είναι δύσκολη. Το άγρυπνο μάτι της γιαγιάς δεν επιτρέπει καμιά λαθροχειρία κι έτσι αναγκαζόμαστε να κατεβαίνουμε μέχρι το μέγα αυλάκι και να χαζολογάμε τα ψάρια που φαίνονταν αμέριμνα να ασχολούνται με τα καθημερινά τους στο ήρεμο διάβα του νερού. Μαζεύαμε πέτρες και τις ρίχναμε μέσα για να τα τρομάξουμε, κόβαμε κλαδιά για να τα προγκίξουμε, στο τέλος σταματάγαμε και συνεχίζαμε να περπατάμε στην όχθη μαζεύοντας βατόμουρα που εκεί κάτω γίνονταν πρώιμα, κι αφού τα μαζεύαμε τα περνάγαμε στα μικρά βούρλα που είχαν μια μικρή φούντα στην άκρη και φτιάναμε μια αρμαθιά τα κουβαλάγαμε μαζί μας για να τα γευτούμε τα απόγευμα όταν θα έφτανε η ώρα του γυρισμού.
Ηταν μια εποχή που τα είδη πρώτης ανάγκης ενώ δεν έλλειπαν δεν περίσσευαν κι όλας, κι έτσι για να μπορούμε να μαζεύουμε νερό για να πιούμε, αν δεν σκύβαμε πάνω απ’ τ’ αυλάκι το παίρναμε σε κουτιά κονσέρβας, ή σε μικρά μεταλλικά δοχεία με το χερούλι από πάνω, σκεύη που χρησίμευαν για όλες τις χρήσεις ακόμη και θαυμάσια σκαλιστά ξύλινα κύπελλα που η απαράμιλλη ικανότητα του παππού μας πρόσφερε. Τα υφαντά τράσιτα και οι μαρούδες ήταν τα είδη μεταφοράς μικροπραγμάτων φαγώσιμων, πολλαπλών χρήσεων, που είχαν αποκτήσει τη μυρουδιά του τυριού, και φαίνονταν να μην τα επηρεάζουν τα πουρνάρια ή τα κλαριά όπου πιάνονταν καθώς περνάγαμε στις στενές στράτες. Τα βλέπει κανείς μετά από τόσα χρόνια και τα συγκρίνει με τις λογής πλαστικές σακούλες που έκαναν άραγε τη ζωή μας ευκολότερη;      

Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2012

Στην Υψωμένη Πουρνάρα...

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2012

Το ξεκίνημα κι ο κατήφορος..

Το πρωινό ξύπνημα πριν ακόμη χαράξει, η νυσταλέα προετοιμασία, η χοντρή μάλλινη ζακέτα που μας προστάτευε απ’ το πρωινό κρύο, το φόρτωμα της γαϊδούρας με όλα τα απαραίτητα για τη διαμονή μας μαζί με τα εργαλεία της δουλειάς, το τσαπί και το γκασμά, τις πατάτες που τις είχε μαζέψει από βραδύς απ’ τον κήπο, θα συμπλήρωναν κι αυτές που θα ξέχωνε στο χωράφι, δυό κρεμμύδια κάμποσο τυρί ένα μεγάλο κομμάτι απ’ το καθάριο ψωμί δυό μπατανίες υφαντές μάλλινες με πολύ σκληρή υφή, πολύ καλές όμως για να στρωθούν απάνω στα πουρναρόφυλλα και να προστατέψουν από το ενοχλητικό τρύπημά τους, και κει θα έγερνε ο παππούς που θα κατηφόριζε απ’ το μαντρί του το μεσημεράκι αφού είχε τελειώσει με τα πρόβατα, για να φάει μαζί μας να ξεκουραστεί και τ’ απόγευμα να πάρει τον ανήφορο πάλι για το μαντρί κι από κει στο χωριό. 
Το ξεκίνημα κι ο κατήφορος εύκολος. Περνάγαμε τα Βωττέικα, και κατηφορίζαμε προς το Βαθύρεμα στη στράτα ανάμεσα στα πουρνάρια προς το εκκλησάκι. Σαν φτάναμε μπροστά του και κάναμε το σταυρό μας κατηφορίζαμε απ’ τις Βρίζες προς την επόμενη πυκνή συστάδα από πουρνάρια. Ανάμεσα τους ξεχώριζε η στράτα καλά πατημένη από τους καθημερινούς διαβάτες που τέλειωνε στο βράχο δίπλα σ’ ένα μαντρί όπου η θειά η Παγώνα μας χαιρέταγε καθώς κατηφορίζαμε και λίγο μετά καθώς η πλαγιά καθάριζε απ’ τα πυκνά πουρνάρια, η δεντροστοιχία απ’ τα πλατάνια έδειχνε το τέλος του δρόμου.
Η τελευταία στροφή της στράτας έφτανε πάνω απ’ τις πανύψηλες πουρνάρες. Το έδαφος σκεπασμένο απ’ τα πουρναρόφυλλα σε όλες της φάσεις της αποσύνθεσής τους σχημάτιζε μια εξαιρετικά επικίνδυνη τσουλήθρα που σαν ήσουν νιόφερτος ή άμαθος η επίσκεψή σου τσουλώντας προς το μέγα αυλάκι ήταν δεδομένη. Ξεπεζεύαμε και στην απάνω μεριά έδενε η γιαγιά τη γαϊδούρα δίπλα στο χωράφι και της έφερνε λίγο τριφύλλι για να τρώει. Μας άφηνε στα δέντρα κι άνοιγε την αμπουριά που την σχημάτιζαν κλάρες και φούρκες για να προστατεύεται το τριφύλλι από τα ζωντανά που βόσκαγαν εκεί τριγύρω. Έμπαινε στο χωράφι κι άρχιζε να σκάβει τα αυλάκια και τα αναχώματα για να είναι έτοιμη να χρησιμοποιήσει το νερό που σε λίγο ο αυλακιάρης θα της παραχωρούσε.

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012

Οι πουρνάρες στο ρέμα...

Οι πουρνάρες δίπλα στο χωράφι της γιαγιάς πανύψηλες έδιναν ένα πυκνό ίσκιο και άφηναν μιά μικρή πνοή απ' το δροσερό αεράκι που έρχονταν από τους λόφους απέναντι. Πιο δίπλα τα πλατάνια στο ρέμα θρόιζαν στο πρωινό αεράκι και στην απάνω μεριά της μικρής αυτής συστάδας το αυλάκι ήταν το όριο στο βράχο με τα πουρνάρια που ανέβαιναν πυκνά προς τη Μαζιά, αφήνοντας μια στράτα όλο στροφές στην πορεία μιας παλιάς νεροφαγιάς.
Το νερό που κατέβαινε στο ρέμα έπαιρνε την πορεία του αυλακιού και σαν έφτανε στην κορφή στο χωράφι με επιδέξια βαλμένα αναχώματα κατευθυνόταν εκεί που έπρεπε να πάει για να ποτίσει. Η κάτω κι απάνω μεριά χωρίζονταν απ’ τα διπλανά χωράφια με πυκνά βάτα και δυό μεγάλες κληματαριές που ο παππούς τους είχε δώσει κατεύθυνση επιμήκη έτσι που να ακολουθεί το όριο του χωραφιού στηριγμένα τα επιμήκη κλαδιά του σε φούρκες από κέδρο δουλεμένες με τέχνη εξαιρετική και οριζόντια δοκάρια μικρού διαμετρήματος που συγκρατούσαν με τη σειρά τους τα κλαδιά έμφορτα από σταφύλια άσπρα. Και τα σταφύλια αυτά γίνονταν πιο νωρίς από όλα τα σταφύλια στα αμπέλια του παππού. Οι ασπρούδες λοιπόν στα μέσα του Ιούλη ήταν ήδη αρκετά γινωμένες για να τις δοκιμάσουμε και μαζί με τόσα άλλα που ανακαλύπταμε στις Φακές μαζί με την προσμονή για την ώρα που θα κατηφορίζαμε στο ποτάμι ήταν ένα ακόμη κίνητρο να περιμένουμε με λαχτάρα την ημέρα που θα κατεβαίναμε με τη γιαγιά να ποτίσουμε.
Το να κατέβουμε στις Φακές είχε τα θετικά είχε και τα αρνητικά. Η αλήθεια είναι ότι αφήναμε την πλατεία και την υπόλοιπη συντροφιά για μια ολόκληρη ημέρα και χάναμε ενδεχομένως τις καθημερινές σκανταλιές και τις βόλτες εδώ κι εκεί, απ’ την άλλη όμως η εμπειρία που αποκτούσαμε τριγυρίζοντας σε μέρη που δεν είχαμε συνηθίσει να ζούμε ήταν μια πρόκληση, και το ποτάμι ήταν τόσο κοντά μας!  Η κάθοδος προς το χωράφι ήταν κι αυτή μια εμπειρία μοναδική.

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2012

Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2012

Στο Μέγα Αυλάκι και στα γύρω χωράφια..

Κι ήταν ψάρια που μερικά έμοιαζαν με μπαρμπούνια, άλλα με μικρά κεφαλόπουλα και πολύ πολύ αργότερα μάθαμε ότι είναι πραγματικά τέτοια είδη τα οποία καθώς έφυγαν απ’ τη θάλασσα  προς τα γλυκά νερά, απλά άλλαξαν και προσαρμόστηκαν στο ποταμίσιο περιβάλλον τους. Ηταν μια περίφημη εμπειρία η ενασχόληση με τόσα καινούρια πράγματα όπως τα ποταμόψαρα που δεν περιμέναμε να τα βρούμε στα βουνά.  Το ταξίδι μας λοιπόν στην παρυφή του μεγάλου αυλακιού ήταν μια πρώτη και σημαντική εμπειρία και μας έφερνε στα γειτονικά χωράφια που ένα σωρό χωριανοί είχαν από το πρωί την ίδια με μας ώρα ξεπεζέψει, και είχαν αρχίσει τις σκληρές χειρονακτικές δουλειές τους. Μας καλημέριζαν τους χαιρετούσαμε και συνεχίζαμε την περιήγηση πιο ήσυχοι που υπήρχε κόσμος τριγύρω μας. Απέναντι στα Ισώματα ο Θανάσης στο μαντρί του πατέρα του ήταν ο επόμενος φίλος που θα συναντούσαμε στην απέναντι μεριά ο Χαράλαμπος στο χωράφι της μάνας του με λίγα ζυγούρια πήγαινε στα χέρσα να τα βοσκήσει. Απέναντι η Γκιώνα θαμπή στην πρωινή δροσιά έδειχνε τις ηλιαχτίδες που σαν προβολέας φώτιζαν τις κορφές των Βαρδουσίων και κατέβαιναν σιγά σιγά να φέρουν τη μέρα σ’ όλες τις πλαγιές στις ράχες και στα χωράφια και πιο αργά απ’ όλα στο ποτάμι δίνοντας μεγάλο χρόνο δροσιάς στους εργάτες των χωραφιών μέχρι που η κάψα της μέρας θα έκανε αισθητή τη παρουσία της από τις δέκα και μετά μέχρι αργά το απόγευμα που τα βασιλέματα θα άρχιζαν να κυλούν και εμείς να παίρνουμε τον ανήφορο για το χωριό.   

Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2012

Στις Φακές και στο Μέγα Αυλάκι..

Το χωράφι της γιαγιάς ήταν στις Φακές. Μια ή δυό φορές την εβδομάδα θα έπρεπε να κατέβει για να ποτίσει το τριφύλλι  με το νερό που άφθονο κατέβαινε απ’ το ρέμα, το Φακόρεμα, και πότιζε τα χωράφια στις Φακές στα Ισώματα πριν περάσει για την κάτω μεριά προς το ποτάμι, και μαζί μ’ αυτή και μεις. Λίγο πιο κάτω από το χωράφι της γιαγιάς πέρναγε το Μέγα Αυλάκι. Ένα κανάλι βαθύ που έφερνε νερό από ψηλά από το ποτάμι προς τα υπόλοιπα χωράφια στ’ Αιβάτι, στα Στενά κι ακόμα πιο κάτω προς το Λευκαδιώτικο. Μια εντυπωσιακή υδρομηχανική κατασκευή που όπως πολύ αργότερα μάθαμε εκμεταλλευόταν την υψομετρική διαφορά   και αποσπούσε ένα σημαντικό κομμάτι νερού απ’ το ποτάμι και το έφερνε προς τα χωράφια, για να προσφέρει τη ζωή που κουβαλούσε. Το Μέγα Αυλάκι κυλούσε το νερό τεμπέλικα στις παρυφές των χωραφιών, δίπλα στα δέματα, εκεί που τα χωράφια χωρίζονταν, στα πιο πολλά μέρη αρυτίδωτο, σε μια ήρεμη πορεία, νόμιζες ακίνητο και ήταν μέρος απαγορευμένο για μας, μιας και υπήρχε κίνδυνος να βρεθούμε μέσα, κι όχι πως δεν μπορούσαμε να σταθούμε στις όχθες του, αλλά σπρώχνοντας ο ένας τον άλλο η περίπτωση της βουτιάς ήταν πολύ πιθανή.  
Μια από τις αγαπημένες μας δραστηριότητες σαν φτάναμε στις Φακές και ξεπεζεύαμε κάτω από τις πανύψηλες πουρνάρες στην έξω μεριά του χωραφιού, ήταν να τρέξουμε στο Μέγα Αυλάκι και να ανέβουμε στον όχθο και να ξεκινήσουμε το εξερευνητικό μας δρομολόγιο μέχρι εκεί που δεν μπορούσαμε πια να προχωρήσουμε ή ξεμακραίναμε επικίνδυνα από το χωράφι της γιαγιάς. Εκεί λοιπόν ανάμεσα στα χωράφια παρακολουθούσαμε την πορεία του και βλέπαμε έκπληκτοι αρκετά ψάρια να κολυμπάνε φοβισμένα καθώς μας έβλεπαν, ενώ εμεις  σκεφτόμασταν ένα σωρό εκδοχές για τον τελικό τους προορισμό, που θα ήταν ίσως και μέσα στα χωράφια!