Τα σκυλιά ήρθαν και στάθηκαν απέναντί μας και γάβγιζαν με μανία.
Φορέσαμε τα βρεγμένα βάλαμε τα παπούτσια και πήραμε σιγά σιγά τον ανήφορο για το χωράφι εκεί στις πουρνάρες. Καθώς ανηφορίζαμε η φωνή της γιαγιάς ακούστηκε δυνατή και ανήσυχη να μας καλεί, μιας και μάλλον τώρα πήρε χαμπάρι ότι λείπαμε. Απαντήσαμε καθησυχάζοντας την και ψάξαμε να βρούμε ένα προσήλιο για να στεγνώσουμε τα ρούχα που φοράγαμε που είχαν ήδη βρέξει και τα υπόλοιπα και κόλλαγαν απάνω μας δίνοντας μια αίσθηση ανυπόφορης βρωμιάς. Μόνο οι κάλτσες και τα παπούτσια ήταν στεγνά. Η ώρα πέρναγε τα βασιλέματα έπαιρναν να κυλάνε κι ο ήλιος πήρε τον ανήφορο για τη Γκιώνα κι η δύναμή του ασθενούσε και το σούρουπο πλησίαζε. Μάσαμε τα βρεγμένα μας τα ξαναφορέσαμε και φτάσαμε στο χωράφι όπου η γιαγιά φόρτωνε τα τελευταία πράγματα στη γαϊδούρα κι έτσι από μακριά όπως ήμασταν της ζητήσαμε την άδεια να προχωρήσουμε τον ανήφορο και να την περιμένουμε πιο πάνω στη λάκα πριν τις πουρνάρες. Μας κοίταξε χωρίς να καταλάβει τι συνέβαινε και μας επέτρεψε την μοναχική πορεία. Ανηφορίσαμε ένα κοπιαστικό ανήφορο φροντίζοντας να κρατάμε απόσταση ασφάλειας απ’ τη γιαγιά που την ακούγαμε να έρχεται προς το μέρος μας κι έτσι συνεχίσαμε να περπατάμε κατάκοποι αλλά πιο ήσυχοι κρατώντας την ασφαλή απόσταση από κείνη κρύβοντας το χάλι μας κι ελπίζοντας ότι σαν φτάναμε στο χωριό θα μπορούσαμε να βρούμε μια δικαιολογία να γλιτώσουμε τις ποινές της αλλοκοτιάς μας. Το σκοτάδι άρχισε να πέφτει καθώς πλησιάζαμε στο Μπουρνιά κι έτσι μπορούσαμε να περιμένουμε τη γιαγιά και να ανέβουμε παρέα στο σπίτι, είχαμε χάσει όμως την ευκαιρία να καβαλήσουμε τη γαϊδούρα πράγμα που την παραξένεψε, μιας και τις άλλες φορές τρωγόμασταν ποιος θα πρωτοανέβει. Τα λουξ στο μαγαζί και οι λάμπες και τα λυχνάρια στα σπίτια φώτιζαν αμυδρά τη στράτα ώσπου να φτάσουμε στον προορισμό μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου