Η πρώτη φορά που ανέβαινα τέτοια εποχή στο χωριό. Ηταν όλα τα προηγούμενα χρόνια που η σφοδρή επιθυμία να ανηφορίσω στα μέρη τα γνωστά του καλοκαιριού την άνοιξη έγινε πραγματικότητα. Η άνοδος τα Χριστούγεννα ήταν άλλη μια εξίσου σφοδρή επιθυμία που έμενε ανολοκλήρωτη. Το χωριό γεμάτο κόσμο, το Πάσχα έπεφτε αργά και είχαν γυρίσει όλοι οι χωριανοί απ’ τα χειμαδιά, σκορπισμένοι το χειμώνα στις παραλίες στα παλιόμαντρα ακόμη και στην Αθήνα.
Η φύση διαφορετική από κείνη που ήξερα το καλοκαίρι σε μια οργιαστική βλάστηση με τα χωράφια γεμάτα αγριολούλουδα που παιχνίδιζαν αφήνοντας μυρουδιές στο πρώτο ζεστό χάδι του Απριλιάτικου ήλιου, έτσι όπως τον απάλυνε το ελαφρύ αεράκι του πρωινού. Η περιμετρική εικόνα ένα χάρμα στη ματιά. Κι έτσι χωρίς καμιά κουβέντα παρασυρμένος σ’ αυτό το οργιαστικό ανοιξιάτικο τοπίο δεν έκανα άλλο από το να μετέχω μικρός ελάχιστος μπροστά στο μαγικό ξύπνημα της ζωής.
Όλα τα σπίτια γεμάτα κόσμο κι όλοι οι φίλοι του καλοκαιριού έχοντας γυρίσει απ’ το Λιδορίκι μιας και το Γυμνάσιο είχε σταματήσει για τις γιορτές όταν μπόρεγαν απ’ τις άπειρες δουλειές που είχαν ανέβαιναν στην πλατεία στο μαγαζί που συναντιόμασταν και αλλάζαμε δυό κουβέντες. Τη χρονιά εκείνη το χωριό είχε ένα παπά ξενομερίτη που έμενε σ’ ένα απ’ τα σπίτια στον δημόσιο δρόμο κοντά. Έτσι λοιπόν τη μεγάλη εβδομάδα και την ανάσταση θα ζούσε ο κόσμος του χωριού με τον παραδοσιακό τρόπο με τη λειτουργία της μεγάλης βδομάδας με τον επιτάφιο με την ανάσταση, και μαζί κι εγώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου