Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

Χριστούγεννα στο χωριό..

Δεν είχα βρεθεί άλλη χρονιά Χριστούγεννα στο χωριό, και η επιθυμία για μια τέτοια επίσκεψη και παραμονή έμοιαζε κάτι παραπάνω από πρόκληση. Είχα άλλωστε και τη σωστή ηλικία που επέτρεπε την ανάληψη τέτοιας πρωτοβουλίας σε καιρούς παγωνιάς στο χωριό, εμπειρία που διέφερε ριζικά από εκείνη που είχα διαμορφώσει τα καλοκαίρια.
 Είχα ήδη περάσει στην δεύτερη φάση της σχέσης μου με το χωριό, απομακρυσμένος από τα χρόνια που χρειαζόμουν πιο πολλή φροντίδα απ’ τη γιαγιά, τώρα τα κατάφερνα και μόνος μου.
 Αρχή της δεκαετίας του 70 με αρκετά σπίτια στο χωριό με κόσμο, όσους δεν είχαν φύγει και ξεχειμώνιαζαν εκεί ή στα μαντριά τους, και τους συνομήλικους μου να επιστρέφουν από την Αθήνα ή από το στρατό με άδειες είτε απ’ τις σπουδές τους που τότε άρχιζαν για τους περισσότερους.
 Η απόφαση δεν ήταν και τόσο εύκολη μιας και έπρεπε να βρω τρόπο ταξιδιού και χώρο παραμονής. Οι λίγες μη καλοκαιριάτικες αποδράσεις τα προηγούμενα χρόνια είχαν να κάνουν με τις ημέρες του Πάσχα, ημέρες αξέχαστες ημέρες ξεχωριστές για χίλιους δυό λόγους στα πολύ όμορφα εκείνα χρόνια της ξενοιασιάς.
Η κλασσική διαδρομή με το λεωφορείο προς το Λιδορίκι ήταν ο ένας τρόπος, ο άλλος ο πειρατικός που άκουγε στο όνομα Καρακίτσος μας οδηγούσε μέσα από άγνωστες αλλά καταπληκτικές διαδρομές προς τη Στρώμη, όπου και η έδρα του, κι από κει στο χωριό. Για τη συγκεκριμένη εμπειρία θα ασχοληθούμε σε άλλο κείμενο. Η τρίτη και τελευταία εκδοχή ήταν να ανέβουμε με το αυτοκινητάκι ενός φίλου απ’ την Αθήνα. Η περίπτωση αυτή ήταν και η πιο ενδιαφέρουσα γιατί θα μας έδινε μεγάλα περιθώρια κινήσεων.
 Μαζευτήκαμε επτά. Επρεπε να αποφασίσουμε με πια σύνθεση θα ταξιδεύαμε και πως. Μετά από αρκετές διαβουλεύσεις τέσσερις νοματαίοι, στριμωχτήκανε στο μικρό Suzuki, και ξεκινήσανε. Με τη συγκοινωνία, την τακτική, ξεκινήσαμε κι άλλοι τρείς, δυό μέρες πριν από τους άλλους και μέσω Λιδορικιού θα φτάναμε στο χωριό με την τοπική συγκοινωνία που εκτελούσε την μια μέρα το δρομολόγιο Λιδορίκι, Λευκαδίτι, Κάτω Μουσουνίτσα, Αθανάσιος Διάκος, ενώ την άλλη εκτελούσε το δρομολόγιο από Συκιά.
  Η άφιξη στο χωριό μέσα από μια γνωστή κατά τα άλλα διαδρομή έκρυβε πολλές εκπλήξεις μιας και αντίκριζα για πρώτη φορά τους γνωστούς τόπους αλλιώτικους από ότι μέχρι τώρα θυμόμουν. Ο Ελικώνας κι ο Παρνασσός κάτασπροι στις κορφές τους, τα δέντρα που έχασαν τα φύλλα τους, η ερημιά στο δρόμο και τέλος η συνάντηση με τα παιδιά που μαθήτευαν στο Γυμνάσιο στο Λιδορίκι και τώρα επέστρεφαν στο χωριό στα σπίτια τους για τις χριστουγεννιάτικες διακοπές.
 Με τα παιδιά χαιρετηθήκαμε τα είπαμε στα γρήγορα και ανεβήκαμε στο τοπικό λεωφορείο εκείνοι κρατώντας τις υφαντές τσάντες με τις παραγγελίες απ’ τα σπίτια τους και τα λιγοστά αντικείμενα που κρατούσαν, κι εμείς με τις λιγοστές μας αποσκευές και πάρα πολλή και καλή διάθεση.
 Ο χωματόδρομος μας περίμενε με όλες του τις νεροφαγιές και τις ασταμάτητες αναπηδήσεις του λεωφορείου που έβαζε σε σκληρή δοκιμασία ακόμα και τα πιο γερά στομάχια.
 Ο καιρός ήταν μουντός προς τη βροχή, τα βουνά τριγύρω άσπρα απ΄το χιόνι και τυλιγμένος στα πανωφόρι μου απολάμβανα τη θέα του τόπου τριγύρω που τον ήξερα μέχρι τώρα εντελώς διαφορετικό. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα τα βουνά χιονισμένα, τα πλατάνια στο ποτάμι χωρίς το πλούσιο χρυσοπράσινο φύλλωμα τους τον τόπο πρασινισμένο παντού τα αμπέλια γυμνά σαν σταχτοκόκκινες κηλίδες στις πλαγιές και τα σπίτια όσα είχαν ακόμα κόσμο να βγάζουν απ΄τις καμινάδες τους τον άσπρο καπνό απ΄τα πουρνάρια που καίγονταν και έδιναν τη δική τους χειμωνιάτικη πινελιά στο παράξενο ασυνήθιστο ακόμα τοπίο στο κοίταγμα.
(α.1)

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2013

Φίλοι απ' τα παλιά

Μετά από πολλά πολλά χρόνια, πριν λίγες μέρες, οι συνοδοιπόροι της δεκαετίας του 60 είχαμε την χαρά να ξανβρεθούμε και να ξαναγνωριστούμε. Πάσχα του 69 στους Δελφούς σκαστοί απ΄το χωριό που είχαμε ανέβει στη γιαγιά τη Λιάρενα ο Αποστόλης ο Φαμέλης κι Αποστόλης ο Λιάπης με το θρυλικό σκαραβαίο του Φαμέλη, κατηφορήσαμε για Δελφούς για να συναντήσουμε το Βαγγέλη και το Σαράντη. Τη φωτογραφία την έβγαλε ο Νίκος ο αδελφός του Βαγγέλη. 

Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2013

Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2013

Στο ποτάμι, στα πλατάνια...

Η μέρα είχε αρχίσει να προχωρά κι η ζέστη ήταν πια στα όρια. Έτσι σαν συνεννοημένοι εγκατέλειψαν άπαντες τα τσαπιά και ξεκίνησαν το γνωστό και εξαιρετικά παραγωγικό τρόπο με τα χέρια κάτω απ’ τις πέτρες. Μια μεγάλη μπαρούκα στην άκρη στο ποτάμι σχηματιζόταν από ένα βράχο με κάθετη επιφάνεια προς τη μεριά του νερού γεμάτη τρύπες που το βάθος της πρέπει να έφτανε το ενάμιση μέτρο.
Στάθηκαν μπροστά ο Μήτσος με το Σαράντη και μετρούσαν με το μάτι τις διαστάσεις ενός τολμηρού εγχειρήματος που αποσκοπούσε στον εγκλωβισμό αρκετά μεγάλων ψαριών στις τρύπες του βράχου. Κοιτάζοντας από την όχθη φαίνονταν αρκετά μεγάλα ιδιαίτερα αυτά που μπαινοβγαίνουν στις τρύπες βαθιά στη ρίζα του βράχου. Ο πρώτος που τόλμησε ήταν ο Μήτσος. Μπήκε σιγά σιγά μέχρι τη μέση και έβαλε τα χέρια του στις πρώτες τρύπες ψηλά κοντά στην επιφάνεια του νερού.
Κάνα δυό από μας παρατήσαμε το ψάρεμα και ήρθαμε κοντά στο Μήτσο έτοιμοι να προστρέξουμε αν προέκυπτε ανάγκη, ιδιαίτερα δε σε πιο τολμηρές απόπειρες. Είχαμε ακούσει από παλιά πως στις μεγάλες μπαρούκες υπάρχουν ρουφήχτρες αλλά κανείς δεν μας είχε πει πως θα τις καταλαβαίναμε. Έτσι λοιπόν θεωρώντας όλες τις μπαρούκες εν δυνάμει επικίνδυνες πήραμε τα μέτρα μας. Κρατάγαμε στα χέρια μακριά και σκληρά ξύλα που αφθονούσαν τριγύρω ώστε να τα δώσουμε σε ώρα ανάγκης να πιαστούν οι «δύτες» για να τους ανασύρουμε. Γενικά η ομάδα των τεσσάρων που παραμείναμε εδώ ήμασταν σε ετοιμότητα . Οι άλλοι προχώρησαν παραπάνω.
Ο Μήτσος από τις πρώτες επιχειρήσεις του ήταν εξαιρετικά παραγωγικός. Σε λίγο χρόνο είχε δώσει μια καλή ψαριά. Ο Σαράντης μπήκε κι αυτός για βοήθεια. Ήταν πιο ψηλός κι έτσι μπορούσε να ψαρέψει τις χαμηλότερες τρύπες. Σε λίγο κι οι δυό με απανωτές καταδύσεις υπό το άγρυπνο βλέμμα μας ολοκλήρωσαν την αποστολή τους. Καθώς στάθηκαν όρθιοι και διαπιστώσαμε το βάθος αποφασίσαμε και μπήκαμε και μεις όχι βέβαια για ψάρεμα αλλά για μια δροσιστική βουτιά στα νερά που θόλωναν απ’ τις πατημασιές μας, γρήγορα όμως καθάριζαν απ’ το νερό που κατέβαινε. Ήμασταν στο ποτάμι κάναμε το κέφι μας κι όλα ήταν σωστά.
 

Σάββατο 13 Απριλίου 2013

Μπρός για δουλειά..

Λίγο πιο πάνω το ποτάμι διχαζόταν σε δυό ροές. Να λοιπόν αυτό που ζητούσαμε. Αρχίσαμε την μελέτη της κατάστασης και άρχισαν τα συμβούλια. Οι αποφάσεις πάρθηκαν απ’ τους μεγαλύτερους που ήταν οι πιο δυνατοί και οι πιο έμπειροι. Ετσι κι αλλιώς σ’ αυτούς θα έπεφτε το μεγαλύτερο βάρος της δουλειάς κι έτσι είχαν τον πρώτο λόγο.
Αποφασίστηκε λοιπόν να γίνει εκτροπή της μικρότερης ροής. Η ομάδα με τον εξοπλισμό της οδοποιίας έφτασε στο διχασμό της ροής και άρχισε να μαζεύει τις πέτρες που βρίσκονταν στην κοίτη και να τις μετατοπίζει στην αρχή του ρεύματος που θα διακόπταμε. Πέσαμε όλοι με τα μούτρα στη δουλειά μικροί και μεγάλοι. Τα εργαλεία που είχαμε φάνηκαν άχρηστα τη δεδομένη στιγμή επειδή οι πέτρες, τα βότσαλα για την ακρίβεια, μετακινιόντουσαν με τα χέρια καλύτερα.
Οι προσπάθειες κάποια στιγμή είχαν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η ροή στο παρακλάδι που διαλέξαμε άρχισε να περιορίζεται μέχρι που διακόπηκε τελείως. Ολοι μας κάθιδροι απ’ την προσπάθεια και τον ήλιο που ανελέητος χτύπαγε τις πλάτες μας μετακινηθήκαμε στην κάτω μεριά του κομμένου τμήματος του νερού όπου είχαν τοποθετηθεί λινάτσες λόγω έλλειψης απόχης για να συλλέξουμε τα ψάρια που θα ασφυκτιούσαν απ΄την διακοπή του νερού.
 Τώρα λοιπόν θα κρινόταν το έργο μας, βλέπεις όλα στη ζωή κρίνονται από το αποτέλεσμα αν και η προσπάθεια πολλές, μα πάρα πολλές φορές είναι το εργαλείο που ανοίγει το δρόμο για την έκβαση, είναι το εργαλείο που θα σε μάθει τι πήγε στραβά όταν το αποτέλεσμα ήταν διαφορετικό απ’ το αναμενόμενο.
Αυτός ήταν ο Κονιάκος για μένα όλα τα χρόνια που έζησα στη φιλόξενη ή και αφιλόξενη μερικές φορές, κοινωνία του. Οι προσπάθειες, τα αποτελέσματα, το αναμέτρημα με το εφικτό και το δύσκολο, οι υποσχέσεις που δίναμε στον εαυτό μας πως κάποια στιγμή το δύσκολο θα γίνει κατορθωτό. Κι όλα αυτά στα τσιμάρια στις πλαγιές στις μαζιές, στα πλατάνια στα έλατα οπουδήποτε μπορούσαμε να περπατήσουμε, ένα πεδίο που η αντιπαράθεση με το άγριο, το ήμερο, το αφιλόξενο, το πρωτόγνωρο ήταν η μοναδική και η καλύτερη ευκαιρία που είχαμε για να βρούμε τους δρόμους της επιβίωσης, να πολεμήσουμε τις αναποδιές, να ξεκαθαρίσουμε τις λεπτομέρειες που θα έκαναν πιο εύκολη την ανηφόρα της ζωής. Αρκετά όμως με τις απαντήσεις που πήραμε απ’ τις εμπειρίες εκείνης της εποχής, ας ξαναγυρίσουμε στη χαρούμενη συμμορία που κυνήγαγε τα ποταμόψαρα με τον ιδιόρρυθμο αυτό τρόπο.
(3)

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2013

Αρχίζουμε..

Ο μπάρμπα Γιάννης ο Μαρκόϊαννος ανηφόριζε απ΄τα παλιόμανταρα και συναντηθήκαμε λίγο πάνω απ’ τις Βρίζες. Σταμάτησε και μας περίμενε. Σαν σιμώσαμε και μας είδε όλη την κομπανία να κατηφορίζει με τα παράταιρα άρματα έκατσε ακουμπώντας στην γκλίτσα του με τα δυό χέρια και φέρνοντας την στο πρόσωπο με σοβαρό αλλά και ειρωνικό τρόπο μας καλημέρισε και με προσποιητό ενδιαφέρον μας ρώτησε που πάμε με τα τσαπιά και τα φτυάρια στους ώμους.
"Πάμε για ψάρεμα Μπαρμπαγιάννη".
Το χαμόγελό του και η ειρωνική επιδοκιμασία του θα μου μείνουν αξέχαστες καθώς οι μεγάλοι αναγκάστηκαν να του εξηγήσουν τα σχέδια του ψαρέματος που δικαιολογούσαν το συγκεκριμένο εξοπλισμό που ταίριαζε περισσότερο σε εργάτες οδοποιίας παρά σε ψαράδες. Θα κόβαμε το ρου του ποταμιού όπου αυτό προσφέρονταν και από την κάτω μεριά με τις λινάτσες θα περιμέναμε τη σοδειά. Καλή στρατηγική αλλά έπασχε σε πολλά σημεία όπως η πράξη έμελε να αποδείξει. Οι ευχές του για καλή ψαριά έμοιαζαν ειλικρινείς παρόλη την έκπληξη που έδειξε, και θα περίμενε μ’ ενδιαφέρον το αποτέλεσμα της εκστρατείας.Δεν θυμάμαι αν μαζί μας ήταν κι ο Μήτσος ο γιός του Μπαρμπαγιάννη. Βλέποντας όλο αυτό το σχηματισμό είχα την απορία για τον τρόπο που θα γινόταν το ψάρεμα απ’ την άλλη όμως εμπιστευόμουν τους μεγαλύτερους πιστεύοντας ότι η τεχνική τους είναι δοκιμασμένη. Ακουγα πως οι Λευκαδιώτες με επικεφαλής το Γιώργη τον Κρικέλα είχαν με μια αλλαγή της ροής του ποταμιού μαζέψει πολλά ψάρια, και ήμουν σχεδόν βέβαιος για την αποτελεσματικότητα της μεθόδου και δεν είχα παρά να περιμένω.
 Η ομάδα πλησίαζε στη γέφυρα. Ο ήλιος θα αργούσε ακόμα να φτάσει αλλά κι αν έφτανε δύσκολα θα πέρναγε τα βαθύσκιωτα πλατάνια μέχρι τουλάχιστον να φτάσουμε στο σημείο που η κοίτη του ποταμού ήταν ένα μικρό αυλάκι στη σύγκριση με το πλάτωμα. Εκεί είπαν οι πιο έμπειροι πως θα μπορούσαμε να εφαρμόσουμε τις τεχνικές μας. Το ποτάμι κάτω απ’ το γεφύρι κυλούσε καλοκαιριάτικο στη μοναδική του στενή κοίτη σχετικά ήρεμο. Εδώ το μέρος δεν προσφερόταν για επιχείρηση γι αυτό με τα άρματα στον ώμο ξεκινήσαμε ανηφορίζοντας. Εκεί περνώντας τ’ Αϊβάτι όπου η κοίτη μεγάλωνε κι απλωνόταν αρχίσαμε να επεξεργαζόμαστε ποιο κομμάτι θα μπορούσαμε να αποκόψουμε απ’ τη ροή του.
Ο Δημητράκης βρήκε μια μεγάλη μπαρούκα έκατσε στην κορφή μιάς πέτρας, έλυσε το καλάμι του το αρμάτωσε έβαλε κάποιο δόλωμα και άρχισε να ψαρεύει με τον γνωστό ορθόδοξο τρόπο που όλοι ήξεραν για το ψάρεμα. Εμείς οι υπόλοιποι συνεχίσαμε ανηφορίζοντας για να βρούμε την κατάλληλη ροή που θα μπορούσαμε να εκτρέψουμε. Η περιέργεια απ’ τη μια και η αναμονή απ’ την άλλη δεν μας άφηναν να ξεκινήσουμε το γνωστό μέχρι τότε τρόπο ψαρέματος με τα χέρια κάτω απ’ τις πέτρες. Η ώρα περνούσε και το σημείο που θα γινόταν η μεγάλη παρέμβαση δεν είχε ακόμη βρεθεί. Ο ήλιος έκανε την εμφάνισή του και η πρωινή δροσιά ταχύτατα άρχισε να διαλύεται και τη θέση της έπαιρνε η καλοκαιριάτικη ζέστη υποφερτή στην αρχή στη συνέχεια όμως τα ρούχα ένα ένα άρχισαν να βγαίνουν.
(2)

Παρασκευή 1 Μαρτίου 2013

Για ψάρεμα..



Ενας ένας από τις πάνω γειτονιές άρχισε να κατηφορίζει προς την πλατεία. Εκείνοι που έμεναν κάτω απ’ αυτή θα έπαιρναν το δρόμο που οδηγούσε προς τα Βωττέϊκα Αλώνια όπου ήταν και το σημείο συνάντησης. Τη φορά αυτή η συντροφιά είχε αρκετά ευρεία ηλικιακή σύνθεση. Είμασταν εμείς οι μικρότεροι που θα πηγαίναμε για πρώτη φορά με τους μεγαλύτερους σε μια οργανωμένη εκστρατεία προς το ποτάμι. Η απόφαση πάρθηκε από τους μεγάλους και ο σκοπός έξω από ψυχαγωγικός είχε και μια καθαρά επαγγελματική χροιά. Ηταν κάτι σαν το κυνήγι που η ομάδα εκτός από την ψυχαγωγία είχε και την πρόθεση να προσφέρει και το κυνήγι στο καθημερινό τραπέζι. Ετσι λοιπόν η απόφαση για οργανωμένη κάθοδο προς το ποτάμι για ψάρεμα τη φορά αυτή είχε σκοπό τη όσο το δυνατό μεγαλύτερη ψαριά. Τέρμα τα αστεία τη φορά αυτή οι μεγαλύτεροι θα είχαν την ευκαιρία να εκμεταλλευτούν όλους τους γνωστούς τρόπους για να πιάσουν ψάρια.
Η συνάντηση στ΄αλώνια έκρυβε πολλές εκπλήξεις. Δυό απ’ τους μεγαλύτερους είχαν στους ώμους τους τσαπιά. Ένας είχε λινάτσες κι ασβέστη, υπήρχαν ακόμη αρκετά εργαλεία, ένα φτυάρι ένας γκασμάς, παγούρια, μαρούδες κι ο Δημητράκης της δικής μας ηλικίας είχε ένα καλάμι ψαρέματος προς μεγάλη μας έκπληξη. 
Μετρηθήκαμε. Ήμασταν δέκα νοματαίοι.
Το πρωινό κρύο θα μας συνόδευε μέχρι το ποτάμι μιάς και ο ήλιος μέχρι να φτάσει εκεί κάτω θα πέρναγε πολύ ώρα, κι η ώρα μας ήταν πολύτιμη. Ξεκίνησε η παρέα αμίλητη τον κατήφορο, και πήρε τη στράτα προς το βαθύρεμα που μας πέρναγε στη απέναντι όχθη πάνω απ’ το εκκλησάκι. Συνεχίσαμε κατηφορίζοντας ανάμεσα στα πουρνάρια και τα κέδρα μέχρι που βγήκαμε στη λάκκα πάνω απ’ το εκκλησάκι. Δεν είχαμε καιρό για χάσιμο και συνεχίσαμε παίρνοντας πορεία προς τα κάτω. Εκεί σταθήκαμε για λίγο να αποφασίσουμε αν ήταν πιο φρόνιμο να ξεκινήσουμε από το γιοφύρι προς τα πάνω ή ανάποδα. Τελικά αποφασίσαμε να πάμε στο γεφύρι κι από κει ανηφορίζοντας και ψαρεύοντας να φτάσουμε στα ισιώματα και μετά να ανέβουμε στο χωριό.
(1)

Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2013

Στην Ερωτική κοτρώνα..



Ποια σημασία έχει να φτιάσω το πορτραίτο εκείνων που ταξίδευαν την εποχή εκείνη στην πράσινη « πίστα»  με την κοτρώνα στην άκρη και τη μουσική να συνοδεύει τα φλερτ του καλοκαιριού.   Ποιος να θέλει να ξέρει ή να θυμάται τις αγάπες τις καλοκαιριάτικες που τέλειωναν μόλις η επιστροφή στο φθινόπωρο τις έσβηνε με τις πρώτες κιόλας στάλες της βροχής. Κι όμως η ανάμνηση τους, ξαναζωντανεύει ένα από τα πιο γλυκά κομμάτια της ζωής μας. Ίσως δεν  έχει σημασία πως ήταν, αν τα αγαπημένα πρόσωπα είναι εκείνα που ήταν τότε, αν τα μαλλιά ανέμιζαν στο δροσερό μαΐστρο του δειλινού ανέμελα, αν τα χείλη σχημάτιζαν εκφράσεις που ξύπναγαν συνειρμούς που κανένας χρόνος δεν μπόρεσε ποτέ να σβήσει.

Ήταν η «ερωτική κοτρώνα» το καταφύγιο της ώριμης εφηβείας που φιλοξένησε την μεγάλη μας συντροφιά τα καλοκαίρια του 68 και του 69, κι ήταν η συντροφιά που δεν μπορούσε να κρατήσει περισσότερο από όσο το χωριό την συγκρατούσε, μιας και όταν επιστρέφαμε η αδυναμία να επικοινωνήσουμε χαλάρωνε όσα μας έδεναν μέχρι που ξανάρχιζαν όλα το επόμενο καλοκαίρι αν όχι από κεί που τέλειωσαν τουλάχιστον όχι απ’ την αρχή.

Κάθε απόγευμα συναντιόμασταν στην πλατεία κάτω απ’ τα πλατάνια, κι ήμασταν χτενισμένοι, φορούσαμε τα χρωματιστά πουκάμισα, τα μπλουτζίν, είχαμε περάσει στον ώμο το πουλόβερ, μοιάζαμε ή έτσι θέλαμε να πιστεύουμε, στους άλλους συνομηλίκους μας, και φορτωμένοι τους δίσκους και το πικάπ κατηφορίζαμε για την κάτω βρύση κι ύστερα περπατώντας και γελώντας περνάγαμε το ρέμα και συνεχίζαμε για το μικρό πλάτωμα κάτω απ’ τον Κάναλο   δίπλα στο μεγάλο δέντρο με την κοτρώνα που ήταν το τραπέζι και το κάθισμα.  Πάντα το βλέμμα έκανε ένα γύρο παρατηρώντας τους λόφους με τα έλατα με τις πουρνάρες, τα βουνά τις πλαγιές τα πλατάνια κάτω χαμηλά στους Αμπούλους, και τα αμπέλια που προστατευμένα περίμεναν την ώρα που ο τρύγος θα μάζευε τον ώριμο καρπό τους. 
Κι ύστερα το πάρτι ξεκίναγε. Τα τραγούδια τα γέλια οι φωνές το φλερτάρισμα η ικανοποίηση όταν υπήρχε ανταπόκριση, οι υποσχέσεις το ξάναμα το δειλινό τα βασιλέματα, και πάλι τα τραγούδια μέχρι που η συμμορία των μικρότερων με τον Μήτσο επικεφαλής κρυμμένοι στα πουρνάρια λίγο πιο ψηλά φώναζαν εν χορώ: «Ραντεβού στις εξ’ η ώρα στην ερωτική κοτρώνα» παρεμβαίνοντας σαν κρυφοί θεατές στα δρώμενα της μικρής καταπράσινης λάκκας στου Κατσάνη την κοτρώνα.  
(α.λ. 3)