Παρασκευή 27 Απριλίου 2012

Τα πρώτα σκιρτήματα...

Μεγάλη βδομάδα λοιπόν και σαν σουρούπωνε κατηφόριζα στην εκκλησία μαζί με τα παιδιά να παρακολουθήσουμε τη λειτουργία και παράλληλα να δούμε και τον υπόλοιπο κόσμο που την ημέρα ήταν στη δουλειά και μόνο το βράδυ είχε την ευκαιρία να βρεθεί για λίγο. Βράδια με ψυχρό αεράκι βράδια γεμάτα μυρουδιές και κατάνυξη, μια πανώρια απόκοσμη ανοιξιάτικη μυσταγωγία μέσα στην εκκλησία με τον μοναδικό της ψάλτη και τον παπά να διαβάζει και να ψέλνει τους ύμνους της μεγάλης βδομάδας.
Εκεί λοιπόν ήταν και μια παρέα κορίτσια που είχαν έρθει κι αυτά απ’ την Αθήνα για τις ημέρες αυτές, και ήταν η πρώτη φορά που βρισκόμασταν κοντά κι ήταν η πρώτη φορά που τα σκιρτήματα της άνοιξης γίνονταν ένα με τα σκιρτήματα των αισθημάτων που ώριμη πια η ώρα τα έφερνε κι αυτά στην επιφάνεια. Οι μέρες της μεγάλης βδομάδας τη χρονιά εκείνη ήταν οι ομορφότερες οι πιο ζεστές οι πιο γλυκές μέρες που πέρασα ποτέ στο χωριό κι έπρεπε νάναι Πάσχα για να συμπληρώσει με τη δική του παράξενη μυσταγωγία τη μυσταγωγία της άνοιξης και των συναισθημάτων.
Γρήγορα η συντροφιά με τα κορίτσια έγινε καθημερινή. Αρκούσε ένα βλέμμα, ένα άγγιγμα για να κάνει τις στιγμές μαγικές, μα πάνω απ’ όλα η τελετουργία της εβδομάδας των παθών μας έδωσε μιάς πρώτης τάξης ευκαιρία να είμαστε πολλές ώρες μαζί. Και το πρωί κατεβαίναμε στον Αη Γιώργη και το απόγευμα από νωρίς μέχρι που τέλειωνε η λειτουργία, και ήμασταν τόσο πολύ αφοσιωμένοι στα δρώμενα που μέχρι και τον Απόστολο διάβασα ένα πρωινό. Η πιο όμορφη μέρα όμως απ’ όλες ήταν η μέρα που βγήκαμε όλοι συντροφιά στα χωράφια και στ’ αμπέλια για να μαζέψουμε λουλούδια που θα στόλιζαν τον επιτάφιο. Ξαπλωμένοι στα χόρτα ανάμεσα στα λουλούδια κουβεντιάζαμε και γνωριζόμασταν, ψάχναμε τα πρώτα βήματα στο διαχρονικό ταξίδι των σχέσεων ανάμεσα στα κορίτσια και στα αγόρια, και τα πρώτα αυτά βήματα είχαν μέσα τους τη δειλία τη συστολή, την επιφυλακτικότητα, όλα εκείνα που κάνουν την κίνηση σημειωτόν, μέχρι που τα χρόνια κι οι εμπειρίες αλλάξουν τον τρόπο και κάνουν τα βήματα πιο γρήγορα και πιο μεθοδικά. Όμως η ομορφιά και το χτυποκάρδι της αγνής επαφής είναι μακρά εκείνο που γεμίζει τον κόσμο και τον κάνει εξωπραγματικό, ουράνιο.
Οι μέρες κύλησαν γοργά ανάμεσα στις φευγαλέες επαφές με κάθε μικρή ή μεγάλη ευκαιρία. Δώσαμε υπόσχεση να μιλάμε στο τηλέφωνο μέχρι το καλοκαίρι, που αν όλα έρχονταν όπως τα λογαριάζαμε, θα συναντιόμασταν πάλι και θα συνεχίζαμε από κει που η τρίτη μέρα του Πάσχα μας διέκοψε. Σαν έφυγαν, η ανάμνηση των όμορφων ημερών έμεινε να γεμίζει το χωριό ολόκληρο, και η επιστροφή αμέσως μετά της Αρσαλής έκλεινε την πρώτη Πασχαλιάτικη επίσκεψη στο χωριό.
Οι μέρες που κύλησαν μέχρι το καλοκαίρι ήταν μέρες αναμονής και πολλών πολλών σχεδίων, το σχολείο φαινόταν ασήκωτο, και οι μέρες έμοιαζαν να μην περνούν ποτέ.
Ι.Κ.

Σάββατο 21 Απριλίου 2012

Πάσχα 1969..

Η πρώτη φορά που ανέβαινα τέτοια εποχή στο χωριό. Ηταν όλα τα προηγούμενα χρόνια που η σφοδρή επιθυμία να ανηφορίσω στα μέρη τα γνωστά του καλοκαιριού την άνοιξη έγινε πραγματικότητα. Η άνοδος τα Χριστούγεννα ήταν άλλη μια εξίσου σφοδρή επιθυμία που έμενε ανολοκλήρωτη. Το χωριό γεμάτο κόσμο, το Πάσχα έπεφτε αργά και είχαν γυρίσει όλοι οι χωριανοί απ’ τα χειμαδιά, σκορπισμένοι το χειμώνα στις παραλίες στα παλιόμαντρα ακόμη και στην Αθήνα.
Η φύση διαφορετική από κείνη που ήξερα το καλοκαίρι σε μια οργιαστική βλάστηση με τα χωράφια γεμάτα αγριολούλουδα που παιχνίδιζαν αφήνοντας μυρουδιές στο πρώτο ζεστό χάδι του Απριλιάτικου ήλιου, έτσι όπως τον απάλυνε το ελαφρύ αεράκι του πρωινού. Η περιμετρική εικόνα ένα χάρμα στη ματιά. Κι έτσι χωρίς καμιά κουβέντα παρασυρμένος σ’ αυτό το οργιαστικό ανοιξιάτικο τοπίο δεν έκανα άλλο από το να μετέχω μικρός ελάχιστος μπροστά στο μαγικό ξύπνημα της ζωής.
Όλα τα σπίτια γεμάτα κόσμο κι όλοι οι φίλοι του καλοκαιριού έχοντας γυρίσει απ’ το Λιδορίκι μιας και το Γυμνάσιο είχε σταματήσει για τις γιορτές όταν μπόρεγαν απ’ τις άπειρες δουλειές που είχαν ανέβαιναν στην πλατεία στο μαγαζί που συναντιόμασταν και αλλάζαμε δυό κουβέντες. Τη χρονιά εκείνη το χωριό είχε ένα παπά ξενομερίτη που έμενε σ’ ένα απ’ τα σπίτια στον δημόσιο δρόμο κοντά. Έτσι λοιπόν τη μεγάλη εβδομάδα και την ανάσταση θα ζούσε ο κόσμος του χωριού με τον παραδοσιακό τρόπο με τη λειτουργία της μεγάλης βδομάδας με τον επιτάφιο με την ανάσταση, και μαζί κι εγώ.

Τρίτη 10 Απριλίου 2012

Επίλογος..

Ανακουφισμένοι λοιπόν τρέξαμε στο σπίτι ψάξαμε στη βαλίτσα μας και αλλάξαμε εσώρουχα φορέσαμε κάτι στεγνό κι αφήσαμε τα βρεγμένα να στεγνώσουν μακριά απ’ το βλέμμα της γιαγιάς που είχε ένα σωρό άλλες δουλειές να φτιάξει κι έτσι πιστέψαμε πως η περιπέτεια που ζήσαμε, πηγαίνοντας για πρώτη φορά στο ποτάμι με τον ανορθόδοξο αυτό τρόπο θα είχε αίσιο τέλος. Ένα λιτό δείπνο, και το σκέπασμα με τις βελέντζες ηρέμησε τις αισθήσεις απάλυνε τις ενοχές και πρόσφερε ένα λυτρωτικό ύπνο.  Αύριο ποιος ξέρει.. 
Το ποτάμι λοιπόν, ο μακρινός και συνάμα κοντινός προορισμός που ήταν η μύχια επιθυμία  χρόνων επιτέλους κατακτήθηκε άφησε όμως πολλές πάρα πολλές εκκρεμότητες για το μέλλον και η επιστροφή σ’ αυτό θα ήταν πιο οργανωμένη χωρίς τα συμβάματα της πρώτης αυτής προσέγγισης, θα μπορούσαμε να το εξερευνήσουμε πιο αποτελεσματικά και να ετοιμάσουμε τα σχέδια για τα επόμενα χρόνια που πιο μεγάλοι και με πολλούς παρέα θα κατηφορίζαμε χωρίς τις γνωστές δεσμεύσεις της μικρής μας ηλικίας. Έτσι λοιπόν το ποτάμι έγινε ο αγαπημένος προορισμός τα επόμενα χρόνια όπου μεγάλες συντροφιές κινάγαμε το πρωί και περνάγαμε τη μέρα μας στις σκιερές του όχθες και στις μεγάλες μπαρούκες, κολυμπώντας ψαρεύοντας και φτιάχνοντας μαγειριές σε αυτοσχέδιες φωτιές. Αυτά όμως θα τα εξιστορήσουμε πιο ύστερα.        

Τρίτη 3 Απριλίου 2012

Πίσω στο χωράφι..

Τα σκυλιά ήρθαν και στάθηκαν απέναντί μας και γάβγιζαν με μανία.
Φορέσαμε τα βρεγμένα βάλαμε τα παπούτσια και πήραμε σιγά σιγά τον ανήφορο για το χωράφι εκεί στις πουρνάρες. Καθώς ανηφορίζαμε η φωνή της γιαγιάς ακούστηκε δυνατή και ανήσυχη να μας καλεί, μιας και μάλλον τώρα πήρε χαμπάρι ότι λείπαμε. Απαντήσαμε καθησυχάζοντας την και ψάξαμε να βρούμε ένα προσήλιο για να στεγνώσουμε τα ρούχα που φοράγαμε που είχαν ήδη βρέξει και τα υπόλοιπα και κόλλαγαν απάνω μας δίνοντας μια αίσθηση ανυπόφορης βρωμιάς. Μόνο οι κάλτσες και τα παπούτσια ήταν στεγνά. Η ώρα πέρναγε τα βασιλέματα έπαιρναν να κυλάνε κι ο ήλιος πήρε τον ανήφορο για τη Γκιώνα κι η δύναμή του ασθενούσε και το σούρουπο πλησίαζε. Μάσαμε τα βρεγμένα μας τα ξαναφορέσαμε και φτάσαμε στο χωράφι όπου η γιαγιά φόρτωνε τα τελευταία πράγματα στη γαϊδούρα κι έτσι από μακριά όπως ήμασταν της ζητήσαμε την άδεια να προχωρήσουμε τον ανήφορο και να την περιμένουμε  πιο πάνω στη λάκα πριν τις πουρνάρες. Μας κοίταξε χωρίς να καταλάβει τι συνέβαινε και μας επέτρεψε την μοναχική πορεία. Ανηφορίσαμε ένα κοπιαστικό ανήφορο φροντίζοντας να κρατάμε απόσταση ασφάλειας απ’ τη γιαγιά που την ακούγαμε να έρχεται προς το μέρος μας κι έτσι συνεχίσαμε να περπατάμε κατάκοποι αλλά πιο ήσυχοι κρατώντας την ασφαλή απόσταση από κείνη κρύβοντας το χάλι μας κι ελπίζοντας ότι σαν φτάναμε στο χωριό θα μπορούσαμε να βρούμε μια δικαιολογία να γλιτώσουμε τις ποινές της αλλοκοτιάς μας. Το σκοτάδι άρχισε να πέφτει καθώς πλησιάζαμε στο Μπουρνιά κι έτσι μπορούσαμε να περιμένουμε τη γιαγιά και να ανέβουμε παρέα στο σπίτι, είχαμε χάσει όμως την ευκαιρία να καβαλήσουμε τη γαϊδούρα πράγμα που την παραξένεψε, μιας και τις άλλες φορές τρωγόμασταν ποιος θα πρωτοανέβει. Τα λουξ στο μαγαζί και οι λάμπες και τα λυχνάρια στα σπίτια φώτιζαν αμυδρά τη στράτα ώσπου να φτάσουμε στον  προορισμό μας.