Παρασκευή 25 Μαρτίου 2011

Ο δρόμος προς τον Κάναλο

Η κάθοδος προς τη βρύση γίνονταν μέσα από χωράφια γεμάτα πέτρες που κάποια εποχή μακρινή ίσως ήταν φυτεμένα σιτάρι όπως και όλα τα χωράφια που κατέβαιναν σκαλωτά και καλά περιφραγμένα προς τους αμπούλους.
Η Τρίτη διαδρομή ήταν κατηφορική και έβγαζε σε μια κατολίσθηση μια σάρα με κοκκινόχωμα που ήταν αδύνατο να την κατέβει κανείς με οποιoδήποτε τρόπο εκτός από τσουλήθρα. Αυτή ήταν και η αγαπημένη μας τοποθεσία όπου απολαμβάναμε το πολύ αγαπητό στους πιτσιρικάδες σπορ την τσουλήθρας. Αν και έλειπαν τα όργανα που οι σύγχρονοι παιδότοποι διαθέτουν τα δικά μας εκείνα χρόνια όλα τα εξελιγμένα σήμερα όργανα είχαν τους προγόνους τους στα πρωτόγονα δικά μας παιχνίδια ένα απ’ τα οποία ήταν και η τσουλήθρα. Η πλαγιά εκείνη προϊόν πιθανότατα μιας κατολίσθησης άφηνε ένα κοίλωμα με κατακόκκινο λεπτό χώμα που επέτρεπε ένα άνετο ολίσθημα που ήθελε βέβαια ιδιαίτερες ικανότητες για να φρενάρεις και να μην πέσεις κατρακυλώντας στις πουρνάρες και στα κοτρόνια που έστεκαν στην άκρη της πλαγιάς. Ο τόπος αυτός αποτέλεσε ένα από τα πιο αγαπητά μέρη της συμμορίας μας τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του εξήντα. Παντελόνια σκίστηκαν, γόνατα γρατζουνίστηκαν κεφάλια άνοιξαν, μούτρα ιδροκοπημένα έμοιαζαν με ινδιάνους καθώς το κοκκινόχωμα μας έκανε κατακόκκινους και με το χαμόγελο της ικανοποίησης στα χείλη επιστρέφαμε σπίτι χωρίς να μπορούμε να φανταστούμε τις συνέπειες από την γιαγιά. Τα χρόνια εκείνα πριν περάσει μήνας στο χωριό μέναμε από ρούχα καθώς οι καθημερινές μας περιπέτειες είχαν σημαντικότατες φθορές σε υλικό.
Εκεί δε που οι απώλειες ήταν σημαντικές ήταν οι απόπειρες να πάμε στο ποτάμι για ψάρεμα. Γι αυτά όμως θα μιλήσουμε αργότερα.
(3)

Σάββατο 12 Μαρτίου 2011

Ο δρόμος προς τον Κάναλο

Ο άλλος δρόμος για τον Κάναλο ήταν ο πιο δύσκολος εκείνος που προορίζονταν για πιο εκπαιδευμένους γιατί απαιτούσε καλή σχέση με την πλαγιά που ήταν σκεπασμένη με τα πουρναρόφυλλα που λειτουργούσαν σαν τσουλήθρα καθώς το ένα γλίσταργε απάνω στο άλλο όταν το πόδι πάταγε απάνω τους. Βοηθοί στην πορεία εκείνη ήταν τα δέντρα. Κορμοί από ψηλές πουρνάρες που στην προσπάθειά τους να φτάσουν ψηλά να δείξουν τα φύλλα τους στον ήλιο δεν κατάφερναν να έχουν ίσιο κορμό πάντοτε και έφτιαχναν διάφορα σχήματα, καμπούρες, γωνίες μικρές κουφάλες ρίζες έξω απ’ το χώμα κορμοί λεπτοί τραχείς, πιο μεγάλοι με μικρά παρακλάδια που εμπόδιζαν την πορεία. Στις ρίζες τους φαίνονταν μικρές ομάδες θύσανοι από ρίγανη με το πιπεράτο μοναδικό άρωμά τους που το άφηναν ελεύθερο να συνθέτει μαζί με τις άλλες μυρουδιές από τα άλλα βότανα τη μυρουδιά που χαρακτήριζε το δάσος με τις ψηλές πουρνάρες. Κι η μυρουδιά αυτή έπαιρνε δύναμη απ’ τη βροχή που όση κατάφερνε να περάσει το πυκνό φράγμα απ’ τις πουρνάρες, έβρεχε τα ταπεινά απομεινάρια της αέναης φθοράς βγάζοντας το άρωμα της ζωής και στέλνοντάς το με τις ριπές του αέρα τριγύρω παντού. Το κάθε δάσος είχε τη δική του οσμή όπως είχε και τους δικούς του κατοίκους, σε μας τους καλοκαιριάτικους ταξιδευτές όλα έμοιαζαν παραμυθένια καθώς μπαίναμε στα πρώτα δέντρα και με ένα μικρό σφίξιμο προσδοκούσαμε το τέλος οδοιπορώντας στο άγνωστο. Ανάκατες αγριορίγανες, κι άλλα βότανα στις παρυφές των δέντρων έφτιαχναν το δάσος. Στα μάτια μας δάσος δεν ήταν ούτε μπορούσε να είναι μόνο οι πουρνάρες και οι αραιοί μέλεγοι αλλά τα μικρά αυτά ταπεινά βότανα που συντρόφευαν τα βήματα πάνω στα πουρναρόφυλλα. Η αρχή της πορείας ήταν οι Γούρνες. Περπατώντας προς τ' απάνω  περνώντας τον κήπο της θείας της Μητρούλας δύο θεόρατες βελανιδιές  ήταν η είσοδος στο δάσος. Περπατώντας σε οριζόντια πορεία βάζαμε στόχο το τέλος της ανηφόρας του κανονικού δρόμου. Πιο πάνω με πορεία ανηφορική βγαίναμε στη βαθειά λάκκα ένα μέρος απίστευτης φυσικής σχεδίασης που έμοιαζε με προστατευμένο χώρο. Τριγύρω πέτρες σχημάτιζαν εξέδρα και μέσα το γήπεδο. Στεκόμουν στην άκρη και κοίταζα το χωράφι. Προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω τι ήταν εκείνο που η φύση έφτιαξε, κι οι άνθρωποι εκμεταλλεύτηκαν με τον καλύτερο τρόπο και την πολύ σκληρή δουλειά στην προσπάθειά τους να πάρουν ότι καλύτερο μπορούσε να τους δώσει.
(2)

Δευτέρα 7 Μαρτίου 2011

Ο δρόμος προς τον Κάναλο

Ο δρόμος προς τον Κάναλο ήταν εκείνος που ξεκίναγε από τη βρύση παρέκαμπτε το ρέμα και συνέχιζε ανηφορικά ανάμεσα από τις ψηλές πουρνάρες μέχρι το κοτρώνι στη άκρη στο ύψωμα εκεί που απέναντί του βρίσκονταν το εικονισματάκι κάποιας άγιας πριν ο μικρός ανήφορος μας οδηγήσει στη μικρή ταπεινή βρυσούλα κάτω απ’ τις τεράστιες λεύκες που γέμιζε με νερό τη χωματένια γούρνα στην άκρη του δρόμου. Μόλις φτάναμε ένα σωρό βατραχάκια άφηναν τον ήλιο και πήδαγαν τρομαγμένα στο νερό. Από κάτω ή «αμπουριά» φτιαγμένη με κλάρες που στηρίζονταν σε μικρούς ροζιασμένους κορμούς από κέδρο δεμένους μεταξύ τους ώσπου να φτιάξουν το περίγραμμα της πόρτας. Με το νερό της Γούρνας ποτίζονταν τα κήπια που καλά τοποθετημένα επάλληλα το ένα κάτω απ’ το άλλο είχαν άλλοτε τριφύλλια άλλοτε φασολιές, άλλοτε πατάτες άλλοτε καλαμπόκια άλλοτε άλλα φυτά που θα πρόσφεραν στους ιδιοκτήτες τους τις σοδειές τους για να πορευτούν τους δύσκολους μήνες του χρόνου. Και τα χωράφια αυτά κατέβαιναν μέχρι το δρόμο που ανηφόριζε προς τη Βρωμόγουρνα. Ένα μικρό πεζουλάκι για να σταθείς και ένα παλιό κονσερβοκούτι ήταν το σκεύος που υπήρχε για να βοηθήσει τον επισκέπτη να πιεί απ’ το παγωμένο νερό της πηγής. Ο δρόμος  συνέχιζε προς τα πάνω ανεβαίνοντας στον κοκκινόβραχο και στην συνέχεια προς την κλεισούρα. Πολύ νωρίς να σκεφτεί κανείς την άνοδο στα μαγικά εκείνα μέρη που για πολλά χρόνια ήταν ο σκοπός και το όνειρο, ο στόχος και η δικαίωση. Πόσο ζηλεύαμε τους μικρούς μας φίλους που ανεβοκατέβαιναν το βουνό που πήγαιναν στα κοπάδια των γονιών τους που διανυχτέρευαν σκεπασμένοι με τις κάπες τους στα πέτρινα καλύβια σε θερμοκρασίες χειμωνιάτικες,  ζώντας την απόλυτη ελευθερία. Κι όταν γύριζαν με αλαζονικό ύφος μας έκαναν να ζηλεύουμε και μας υπόσχονταν άπειρες δράσεις στη ζωή στα κορφοβούνια στην τέλεια ελευθερία, όπως φάνταζε στις παιδικές μας ψυχές. Γι αυτά όμως θα μιλήσουμε μια άλλη στιγμή.