Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2012

Το ξεκίνημα κι ο κατήφορος..

Το πρωινό ξύπνημα πριν ακόμη χαράξει, η νυσταλέα προετοιμασία, η χοντρή μάλλινη ζακέτα που μας προστάτευε απ’ το πρωινό κρύο, το φόρτωμα της γαϊδούρας με όλα τα απαραίτητα για τη διαμονή μας μαζί με τα εργαλεία της δουλειάς, το τσαπί και το γκασμά, τις πατάτες που τις είχε μαζέψει από βραδύς απ’ τον κήπο, θα συμπλήρωναν κι αυτές που θα ξέχωνε στο χωράφι, δυό κρεμμύδια κάμποσο τυρί ένα μεγάλο κομμάτι απ’ το καθάριο ψωμί δυό μπατανίες υφαντές μάλλινες με πολύ σκληρή υφή, πολύ καλές όμως για να στρωθούν απάνω στα πουρναρόφυλλα και να προστατέψουν από το ενοχλητικό τρύπημά τους, και κει θα έγερνε ο παππούς που θα κατηφόριζε απ’ το μαντρί του το μεσημεράκι αφού είχε τελειώσει με τα πρόβατα, για να φάει μαζί μας να ξεκουραστεί και τ’ απόγευμα να πάρει τον ανήφορο πάλι για το μαντρί κι από κει στο χωριό. 
Το ξεκίνημα κι ο κατήφορος εύκολος. Περνάγαμε τα Βωττέικα, και κατηφορίζαμε προς το Βαθύρεμα στη στράτα ανάμεσα στα πουρνάρια προς το εκκλησάκι. Σαν φτάναμε μπροστά του και κάναμε το σταυρό μας κατηφορίζαμε απ’ τις Βρίζες προς την επόμενη πυκνή συστάδα από πουρνάρια. Ανάμεσα τους ξεχώριζε η στράτα καλά πατημένη από τους καθημερινούς διαβάτες που τέλειωνε στο βράχο δίπλα σ’ ένα μαντρί όπου η θειά η Παγώνα μας χαιρέταγε καθώς κατηφορίζαμε και λίγο μετά καθώς η πλαγιά καθάριζε απ’ τα πυκνά πουρνάρια, η δεντροστοιχία απ’ τα πλατάνια έδειχνε το τέλος του δρόμου.
Η τελευταία στροφή της στράτας έφτανε πάνω απ’ τις πανύψηλες πουρνάρες. Το έδαφος σκεπασμένο απ’ τα πουρναρόφυλλα σε όλες της φάσεις της αποσύνθεσής τους σχημάτιζε μια εξαιρετικά επικίνδυνη τσουλήθρα που σαν ήσουν νιόφερτος ή άμαθος η επίσκεψή σου τσουλώντας προς το μέγα αυλάκι ήταν δεδομένη. Ξεπεζεύαμε και στην απάνω μεριά έδενε η γιαγιά τη γαϊδούρα δίπλα στο χωράφι και της έφερνε λίγο τριφύλλι για να τρώει. Μας άφηνε στα δέντρα κι άνοιγε την αμπουριά που την σχημάτιζαν κλάρες και φούρκες για να προστατεύεται το τριφύλλι από τα ζωντανά που βόσκαγαν εκεί τριγύρω. Έμπαινε στο χωράφι κι άρχιζε να σκάβει τα αυλάκια και τα αναχώματα για να είναι έτοιμη να χρησιμοποιήσει το νερό που σε λίγο ο αυλακιάρης θα της παραχωρούσε.

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012

Οι πουρνάρες στο ρέμα...

Οι πουρνάρες δίπλα στο χωράφι της γιαγιάς πανύψηλες έδιναν ένα πυκνό ίσκιο και άφηναν μιά μικρή πνοή απ' το δροσερό αεράκι που έρχονταν από τους λόφους απέναντι. Πιο δίπλα τα πλατάνια στο ρέμα θρόιζαν στο πρωινό αεράκι και στην απάνω μεριά της μικρής αυτής συστάδας το αυλάκι ήταν το όριο στο βράχο με τα πουρνάρια που ανέβαιναν πυκνά προς τη Μαζιά, αφήνοντας μια στράτα όλο στροφές στην πορεία μιας παλιάς νεροφαγιάς.
Το νερό που κατέβαινε στο ρέμα έπαιρνε την πορεία του αυλακιού και σαν έφτανε στην κορφή στο χωράφι με επιδέξια βαλμένα αναχώματα κατευθυνόταν εκεί που έπρεπε να πάει για να ποτίσει. Η κάτω κι απάνω μεριά χωρίζονταν απ’ τα διπλανά χωράφια με πυκνά βάτα και δυό μεγάλες κληματαριές που ο παππούς τους είχε δώσει κατεύθυνση επιμήκη έτσι που να ακολουθεί το όριο του χωραφιού στηριγμένα τα επιμήκη κλαδιά του σε φούρκες από κέδρο δουλεμένες με τέχνη εξαιρετική και οριζόντια δοκάρια μικρού διαμετρήματος που συγκρατούσαν με τη σειρά τους τα κλαδιά έμφορτα από σταφύλια άσπρα. Και τα σταφύλια αυτά γίνονταν πιο νωρίς από όλα τα σταφύλια στα αμπέλια του παππού. Οι ασπρούδες λοιπόν στα μέσα του Ιούλη ήταν ήδη αρκετά γινωμένες για να τις δοκιμάσουμε και μαζί με τόσα άλλα που ανακαλύπταμε στις Φακές μαζί με την προσμονή για την ώρα που θα κατηφορίζαμε στο ποτάμι ήταν ένα ακόμη κίνητρο να περιμένουμε με λαχτάρα την ημέρα που θα κατεβαίναμε με τη γιαγιά να ποτίσουμε.
Το να κατέβουμε στις Φακές είχε τα θετικά είχε και τα αρνητικά. Η αλήθεια είναι ότι αφήναμε την πλατεία και την υπόλοιπη συντροφιά για μια ολόκληρη ημέρα και χάναμε ενδεχομένως τις καθημερινές σκανταλιές και τις βόλτες εδώ κι εκεί, απ’ την άλλη όμως η εμπειρία που αποκτούσαμε τριγυρίζοντας σε μέρη που δεν είχαμε συνηθίσει να ζούμε ήταν μια πρόκληση, και το ποτάμι ήταν τόσο κοντά μας!  Η κάθοδος προς το χωράφι ήταν κι αυτή μια εμπειρία μοναδική.

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2012

Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2012

Στο Μέγα Αυλάκι και στα γύρω χωράφια..

Κι ήταν ψάρια που μερικά έμοιαζαν με μπαρμπούνια, άλλα με μικρά κεφαλόπουλα και πολύ πολύ αργότερα μάθαμε ότι είναι πραγματικά τέτοια είδη τα οποία καθώς έφυγαν απ’ τη θάλασσα  προς τα γλυκά νερά, απλά άλλαξαν και προσαρμόστηκαν στο ποταμίσιο περιβάλλον τους. Ηταν μια περίφημη εμπειρία η ενασχόληση με τόσα καινούρια πράγματα όπως τα ποταμόψαρα που δεν περιμέναμε να τα βρούμε στα βουνά.  Το ταξίδι μας λοιπόν στην παρυφή του μεγάλου αυλακιού ήταν μια πρώτη και σημαντική εμπειρία και μας έφερνε στα γειτονικά χωράφια που ένα σωρό χωριανοί είχαν από το πρωί την ίδια με μας ώρα ξεπεζέψει, και είχαν αρχίσει τις σκληρές χειρονακτικές δουλειές τους. Μας καλημέριζαν τους χαιρετούσαμε και συνεχίζαμε την περιήγηση πιο ήσυχοι που υπήρχε κόσμος τριγύρω μας. Απέναντι στα Ισώματα ο Θανάσης στο μαντρί του πατέρα του ήταν ο επόμενος φίλος που θα συναντούσαμε στην απέναντι μεριά ο Χαράλαμπος στο χωράφι της μάνας του με λίγα ζυγούρια πήγαινε στα χέρσα να τα βοσκήσει. Απέναντι η Γκιώνα θαμπή στην πρωινή δροσιά έδειχνε τις ηλιαχτίδες που σαν προβολέας φώτιζαν τις κορφές των Βαρδουσίων και κατέβαιναν σιγά σιγά να φέρουν τη μέρα σ’ όλες τις πλαγιές στις ράχες και στα χωράφια και πιο αργά απ’ όλα στο ποτάμι δίνοντας μεγάλο χρόνο δροσιάς στους εργάτες των χωραφιών μέχρι που η κάψα της μέρας θα έκανε αισθητή τη παρουσία της από τις δέκα και μετά μέχρι αργά το απόγευμα που τα βασιλέματα θα άρχιζαν να κυλούν και εμείς να παίρνουμε τον ανήφορο για το χωριό.   

Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2012

Στις Φακές και στο Μέγα Αυλάκι..

Το χωράφι της γιαγιάς ήταν στις Φακές. Μια ή δυό φορές την εβδομάδα θα έπρεπε να κατέβει για να ποτίσει το τριφύλλι  με το νερό που άφθονο κατέβαινε απ’ το ρέμα, το Φακόρεμα, και πότιζε τα χωράφια στις Φακές στα Ισώματα πριν περάσει για την κάτω μεριά προς το ποτάμι, και μαζί μ’ αυτή και μεις. Λίγο πιο κάτω από το χωράφι της γιαγιάς πέρναγε το Μέγα Αυλάκι. Ένα κανάλι βαθύ που έφερνε νερό από ψηλά από το ποτάμι προς τα υπόλοιπα χωράφια στ’ Αιβάτι, στα Στενά κι ακόμα πιο κάτω προς το Λευκαδιώτικο. Μια εντυπωσιακή υδρομηχανική κατασκευή που όπως πολύ αργότερα μάθαμε εκμεταλλευόταν την υψομετρική διαφορά   και αποσπούσε ένα σημαντικό κομμάτι νερού απ’ το ποτάμι και το έφερνε προς τα χωράφια, για να προσφέρει τη ζωή που κουβαλούσε. Το Μέγα Αυλάκι κυλούσε το νερό τεμπέλικα στις παρυφές των χωραφιών, δίπλα στα δέματα, εκεί που τα χωράφια χωρίζονταν, στα πιο πολλά μέρη αρυτίδωτο, σε μια ήρεμη πορεία, νόμιζες ακίνητο και ήταν μέρος απαγορευμένο για μας, μιας και υπήρχε κίνδυνος να βρεθούμε μέσα, κι όχι πως δεν μπορούσαμε να σταθούμε στις όχθες του, αλλά σπρώχνοντας ο ένας τον άλλο η περίπτωση της βουτιάς ήταν πολύ πιθανή.  
Μια από τις αγαπημένες μας δραστηριότητες σαν φτάναμε στις Φακές και ξεπεζεύαμε κάτω από τις πανύψηλες πουρνάρες στην έξω μεριά του χωραφιού, ήταν να τρέξουμε στο Μέγα Αυλάκι και να ανέβουμε στον όχθο και να ξεκινήσουμε το εξερευνητικό μας δρομολόγιο μέχρι εκεί που δεν μπορούσαμε πια να προχωρήσουμε ή ξεμακραίναμε επικίνδυνα από το χωράφι της γιαγιάς. Εκεί λοιπόν ανάμεσα στα χωράφια παρακολουθούσαμε την πορεία του και βλέπαμε έκπληκτοι αρκετά ψάρια να κολυμπάνε φοβισμένα καθώς μας έβλεπαν, ενώ εμεις  σκεφτόμασταν ένα σωρό εκδοχές για τον τελικό τους προορισμό, που θα ήταν ίσως και μέσα στα χωράφια!