Οι πουρνάρες δίπλα στο χωράφι της γιαγιάς πανύψηλες έδιναν ένα πυκνό ίσκιο και άφηναν μιά μικρή πνοή απ' το δροσερό αεράκι που έρχονταν από τους λόφους απέναντι. Πιο δίπλα τα πλατάνια στο ρέμα θρόιζαν στο πρωινό αεράκι και στην απάνω μεριά της μικρής αυτής συστάδας το αυλάκι ήταν το όριο στο βράχο με τα πουρνάρια που ανέβαιναν πυκνά προς τη Μαζιά, αφήνοντας μια στράτα όλο στροφές στην πορεία μιας παλιάς νεροφαγιάς.
Το νερό που κατέβαινε στο ρέμα έπαιρνε την πορεία του αυλακιού και σαν έφτανε στην κορφή στο χωράφι με επιδέξια βαλμένα αναχώματα κατευθυνόταν εκεί που έπρεπε να πάει για να ποτίσει. Η κάτω κι απάνω μεριά χωρίζονταν απ’ τα διπλανά χωράφια με πυκνά βάτα και δυό μεγάλες κληματαριές που ο παππούς τους είχε δώσει κατεύθυνση επιμήκη έτσι που να ακολουθεί το όριο του χωραφιού στηριγμένα τα επιμήκη κλαδιά του σε φούρκες από κέδρο δουλεμένες με τέχνη εξαιρετική και οριζόντια δοκάρια μικρού διαμετρήματος που συγκρατούσαν με τη σειρά τους τα κλαδιά έμφορτα από σταφύλια άσπρα. Και τα σταφύλια αυτά γίνονταν πιο νωρίς από όλα τα σταφύλια στα αμπέλια του παππού. Οι ασπρούδες λοιπόν στα μέσα του Ιούλη ήταν ήδη αρκετά γινωμένες για να τις δοκιμάσουμε και μαζί με τόσα άλλα που ανακαλύπταμε στις Φακές μαζί με την προσμονή για την ώρα που θα κατηφορίζαμε στο ποτάμι ήταν ένα ακόμη κίνητρο να περιμένουμε με λαχτάρα την ημέρα που θα κατεβαίναμε με τη γιαγιά να ποτίσουμε.
Το να κατέβουμε στις Φακές είχε τα θετικά είχε και τα αρνητικά. Η αλήθεια είναι ότι αφήναμε την πλατεία και την υπόλοιπη συντροφιά για μια ολόκληρη ημέρα και χάναμε ενδεχομένως τις καθημερινές σκανταλιές και τις βόλτες εδώ κι εκεί, απ’ την άλλη όμως η εμπειρία που αποκτούσαμε τριγυρίζοντας σε μέρη που δεν είχαμε συνηθίσει να ζούμε ήταν μια πρόκληση, και το ποτάμι ήταν τόσο κοντά μας! Η κάθοδος προς το χωράφι ήταν κι αυτή μια εμπειρία μοναδική.
Το νερό που κατέβαινε στο ρέμα έπαιρνε την πορεία του αυλακιού και σαν έφτανε στην κορφή στο χωράφι με επιδέξια βαλμένα αναχώματα κατευθυνόταν εκεί που έπρεπε να πάει για να ποτίσει. Η κάτω κι απάνω μεριά χωρίζονταν απ’ τα διπλανά χωράφια με πυκνά βάτα και δυό μεγάλες κληματαριές που ο παππούς τους είχε δώσει κατεύθυνση επιμήκη έτσι που να ακολουθεί το όριο του χωραφιού στηριγμένα τα επιμήκη κλαδιά του σε φούρκες από κέδρο δουλεμένες με τέχνη εξαιρετική και οριζόντια δοκάρια μικρού διαμετρήματος που συγκρατούσαν με τη σειρά τους τα κλαδιά έμφορτα από σταφύλια άσπρα. Και τα σταφύλια αυτά γίνονταν πιο νωρίς από όλα τα σταφύλια στα αμπέλια του παππού. Οι ασπρούδες λοιπόν στα μέσα του Ιούλη ήταν ήδη αρκετά γινωμένες για να τις δοκιμάσουμε και μαζί με τόσα άλλα που ανακαλύπταμε στις Φακές μαζί με την προσμονή για την ώρα που θα κατηφορίζαμε στο ποτάμι ήταν ένα ακόμη κίνητρο να περιμένουμε με λαχτάρα την ημέρα που θα κατεβαίναμε με τη γιαγιά να ποτίσουμε.
Το να κατέβουμε στις Φακές είχε τα θετικά είχε και τα αρνητικά. Η αλήθεια είναι ότι αφήναμε την πλατεία και την υπόλοιπη συντροφιά για μια ολόκληρη ημέρα και χάναμε ενδεχομένως τις καθημερινές σκανταλιές και τις βόλτες εδώ κι εκεί, απ’ την άλλη όμως η εμπειρία που αποκτούσαμε τριγυρίζοντας σε μέρη που δεν είχαμε συνηθίσει να ζούμε ήταν μια πρόκληση, και το ποτάμι ήταν τόσο κοντά μας! Η κάθοδος προς το χωράφι ήταν κι αυτή μια εμπειρία μοναδική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου