Η άφιξη του λεωφορείου στο Λιδορίκι ήταν το γεγονός της ημέρας. Πλήθος παιδιά, μεγάλοι, επισκέπτες από όλα τα γύρω χωριά, περιτριγύριζαν το νεοφερμένο αυτοκίνητο και τον κόσμο που κατέβαινε από την πόρτα του ψάχνοντας δικούς τους ή απλά χαζεύοντας. Οι νεοφερμένοι ντυμένοι με τα ρούχα της πόλης έρχονταν σε αντίθεση με τα παιδιά της κωμόπολης που παρακολουθούσαν τα δρώμενα.
Φορτώθηκαν τα λιγοστά πράγματα στη γαϊδούρα μαζί με τα ψώνια του σπιτιού, και φύγαμε τον ανήφορο να βγούμε στο δρόμο προς το Λευκαδίτι.
Καλοκαίρι αργούσε να νυχτώσει. Θα προλαβαίναμε άραγε να φτάσουμε ημέρα στο χωριό. Το τελευταίο και πιο όμορφο κομμάτι της Οδύσσειας ήταν μπροστά μας. Ο δρόμος προς το χωριό άρχιζε. Τα χρόνια εκείνα στα τέλη της δεκαετίας του πενήντα αρχές της δεκαετίας του εξήντα πριν ακόμη φτιαχτεί ο δρόμος για τα αυτοκίνητα η στράτα προς το Λευκαδίτι μια αρκετά μεγάλη και καλά πατημένη στράτα οδηγούσε στη πλαγιά της Γκιώνας σε ήμερο τοπίο περίπου εκεί που είναι ο σημερινός δρόμος.
Η αρχή εύκολη. Η κούραση απ’ το ταξίδι εξανεμίζονταν μόλις η αγαλλίαση του δρόμου πλημύριζε κάθε σκέψη. Ο προορισμός στο βάθος, κάποια στιγμή θα τον φτάναμε. Όσο όμως η ψυχή και να θέλει το σώμα κάποια στιγμή δεν μπορεί κι έτσι εκ περιτροπής καβάλα στη γαϊδούρα κλέβαμε λίγη ξεκούραση ακολουθώντας τα σταθερά βήματα του παππού που μας συνόδευε και μας οδηγούσε. Μπροστά μας το Λευκαδίτι, απέναντι το χωριό. Η κατηφόρα προς το γιοφύρι, εμείς κατεβαίναμε και τα βασιλέματα κύλαγαν. Το ποτάμι και επιτέλους στο Κονιακίτικο. Ανέβασμα απ’ τα τριφυλοχώραφα ανάμεσα στις πυκνές συστάδες από τις πουρνάρες που διαδέχονταν τον πλατανιά του ποταμού στο δρόμο προς τα Παλιόμαντρα κι από κει στις Βρύζες στο χωράφια με τα καλαμπόκια και τα στάρια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου