Ο κατήφορος προς τους Δελφούς ξεκίναγε κι αυτός όλο στροφές ανάμεσα στ’ αμπέλια και τις ελιές τις αμυγδαλιές και τις λεύκες. Από ψηλά ένα νερό κατέβαινε απ΄το βουνό. Μετά τους Δελφούς ο κατήφορος συνεχίζονταν γεμάτος στροφές προς το Χρυσό μέχρι τον κάμπο όπου έπιανε τη μεγάλη ευθεία μέχρι τα Σάλωνα. Κι η πορεία συνεχίζονταν με καινούργια ανηφόρα καινούργιες στροφές στο αργόσυρτο ταξίδι προς την Αη Θυμιά. Οι πλαγιές τις Γκιώνας μας υποδέχονταν. Θα έπρεπε να φέρουμε μια ολόκληρη βόλτα από τα ανατολικά να φτάσουμε στη δυτική πλευρά της όπου ήταν χτισμένο το Λιδορίκι. Ελιές αμυγδαλιές αμπέλια και πουρνάρια, κοτρόνια σπαρμένα εδώ κι εκεί και το χωριό ειρηνικό ήσυχο έρημο στο απομεσήμερο που το διέσχιζε το λεωφορείο αγκομαχώντας κι ανηφορίζοντας για το τελευταίο χωριό πριν το τέρμα που ήταν η Βουνιχώρα.
Η ανηφόρα οι ατέλειωτες στροφές και η θέα του Κορινθιακού και του Μωριά που έστεκε απέναντι απορροφούσε το βλέμμα κρατώντας τη θέα της θάλασσας στην ανηφορική πορεία προς το Ανάθεμα. Μετά τη διασταύρωση της Ερατεινής ο δρόμος έπαιρνε την τελική του διεύθυνση πορεία προς βορρά με την είσοδό του στον κάμπο του Μαλαντρίνου στον κάμπο του Λιδορικιού. Το ταξίδι έφτανε στο τέλος του. Το λεωφορείο της γραμμής μαζί με τους καλοκαιρινούς ταξιδιώτες έφτανε στον προορισμό του. Εμείς πατάγαμε στο Λιδορίκι.
Πιο δίπλα μας περίμενε ο παππούς με τη γαϊδούρα δεμένη να τρώει λίγο άχυρο με το σαμάρι να της σκεπάζει τη ράχη και τις τριχιές και τα καναβίδια καλά διπλωμένες και στεριωμένες στα πλάγια που θα έδεναν τη βαλίτσα μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου