Δεν είχα
βρεθεί άλλη χρονιά Χριστούγεννα στο χωριό, και η επιθυμία για μια τέτοια
επίσκεψη και παραμονή έμοιαζε κάτι παραπάνω από πρόκληση. Είχα άλλωστε και τη
σωστή ηλικία που επέτρεπε την ανάληψη τέτοιας πρωτοβουλίας σε καιρούς παγωνιάς στο χωριό, εμπειρία που διέφερε ριζικά από εκείνη που είχα διαμορφώσει
τα καλοκαίρια.
Είχα ήδη
περάσει στην δεύτερη φάση της σχέσης μου
με το χωριό, απομακρυσμένος από τα χρόνια που χρειαζόμουν πιο πολλή φροντίδα απ’
τη γιαγιά, τώρα τα κατάφερνα και μόνος μου.
Αρχή της δεκαετίας του 70 με αρκετά
σπίτια στο χωριό με κόσμο, όσους δεν είχαν φύγει και ξεχειμώνιαζαν εκεί ή στα μαντριά τους, και τους συνομήλικους μου να επιστρέφουν από την
Αθήνα ή από το στρατό με άδειες είτε απ’ τις σπουδές τους που τότε άρχιζαν για
τους περισσότερους.
Η απόφαση δεν ήταν και τόσο εύκολη μιας και έπρεπε να βρω τρόπο ταξιδιού και χώρο
παραμονής. Οι
λίγες μη καλοκαιριάτικες αποδράσεις τα προηγούμενα χρόνια είχαν να κάνουν με τις ημέρες του
Πάσχα, ημέρες αξέχαστες ημέρες ξεχωριστές για χίλιους δυό λόγους στα πολύ όμορφα εκείνα χρόνια της ξενοιασιάς.
Η κλασσική
διαδρομή με το λεωφορείο προς το Λιδορίκι ήταν ο ένας τρόπος, ο άλλος ο
πειρατικός που άκουγε στο όνομα Καρακίτσος μας οδηγούσε μέσα από άγνωστες αλλά καταπληκτικές διαδρομές
προς τη Στρώμη, όπου και η έδρα του, κι από κει στο χωριό. Για τη συγκεκριμένη
εμπειρία θα ασχοληθούμε σε άλλο κείμενο. Η τρίτη και τελευταία εκδοχή ήταν να
ανέβουμε με το αυτοκινητάκι ενός φίλου απ’ την Αθήνα. Η περίπτωση αυτή ήταν και
η πιο ενδιαφέρουσα γιατί θα μας έδινε μεγάλα περιθώρια κινήσεων.
Μαζευτήκαμε
επτά. Επρεπε να αποφασίσουμε με πια σύνθεση θα ταξιδεύαμε και πως. Μετά από
αρκετές διαβουλεύσεις τέσσερις νοματαίοι, στριμωχτήκανε στο μικρό Suzuki, και ξεκινήσανε. Με τη
συγκοινωνία, την τακτική, ξεκινήσαμε κι άλλοι τρείς, δυό μέρες πριν από τους άλλους
και μέσω Λιδορικιού θα φτάναμε στο χωριό
με την τοπική συγκοινωνία που εκτελούσε την μια μέρα το δρομολόγιο Λιδορίκι, Λευκαδίτι, Κάτω
Μουσουνίτσα, Αθανάσιος Διάκος, ενώ την άλλη εκτελούσε το δρομολόγιο από Συκιά.
Η άφιξη στο
χωριό μέσα από μια γνωστή κατά τα άλλα διαδρομή έκρυβε πολλές εκπλήξεις μιας και αντίκριζα
για πρώτη φορά τους γνωστούς τόπους αλλιώτικους από ότι μέχρι τώρα θυμόμουν. Ο
Ελικώνας κι ο Παρνασσός κάτασπροι στις κορφές τους, τα δέντρα που έχασαν τα φύλλα τους, η ερημιά
στο δρόμο και τέλος η συνάντηση με τα παιδιά που μαθήτευαν στο Γυμνάσιο στο
Λιδορίκι και τώρα επέστρεφαν στο χωριό στα σπίτια τους για τις χριστουγεννιάτικες
διακοπές.
Με τα παιδιά
χαιρετηθήκαμε τα είπαμε στα γρήγορα και ανεβήκαμε στο τοπικό λεωφορείο εκείνοι
κρατώντας τις υφαντές τσάντες με τις παραγγελίες απ’ τα σπίτια τους και τα λιγοστά αντικείμενα που κρατούσαν, κι
εμείς με τις λιγοστές μας αποσκευές και πάρα πολλή και καλή διάθεση.
Ο
χωματόδρομος μας περίμενε με όλες του τις νεροφαγιές και τις ασταμάτητες
αναπηδήσεις του λεωφορείου που έβαζε σε σκληρή δοκιμασία ακόμα και τα πιο γερά
στομάχια.
Ο καιρός
ήταν μουντός προς τη βροχή, τα βουνά τριγύρω άσπρα απ΄το χιόνι και τυλιγμένος
στα πανωφόρι μου απολάμβανα τη θέα του
τόπου τριγύρω που τον ήξερα μέχρι τώρα εντελώς διαφορετικό. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα τα βουνά
χιονισμένα, τα πλατάνια στο ποτάμι χωρίς το πλούσιο χρυσοπράσινο φύλλωμα τους τον τόπο πρασινισμένο παντού τα αμπέλια γυμνά σαν σταχτοκόκκινες κηλίδες στις
πλαγιές και τα σπίτια όσα είχαν ακόμα κόσμο να βγάζουν απ΄τις καμινάδες τους τον
άσπρο καπνό απ΄τα πουρνάρια που καίγονταν και έδιναν τη δική τους χειμωνιάτικη
πινελιά στο παράξενο ασυνήθιστο ακόμα τοπίο στο κοίταγμα.
(α.1)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου