Ο ήλιος πρόβαλε την άκρη στη Γκιώνα στέλνοντας το φως του
στα ψηλά βουνά στις κορφές στα ουράνια, φώτιζε το στερέωμα,κι αφού τέλειωνε γρήγορα τον ουράνιο δρόμο του άρχιζε να κατηφορίζει προς το χωριό.
Ο Ιούλιος κυλούσε τις ζεστές του μέρες κι όλα τριγύρω έμοιαζαν ώριμα. Εκείνη η
φρεσκάδα του Μαγιού και οι πρώτες ζέστες του Ιούνη, έδιναν τη θέση της τους στο
ώριμο καλοκαίρι που ο μήνας αυτός έφερνε. Οι βοριάδες σταμάταγαν και το δροσερό
τους χάδι έφευγε απ’ τα μεσημέρια αφήνοντας μόνο του τον καυτό ήλιο να στέλνει
την κάψα του τριγύρω παντού χωρίς τίποτε να την αντιπαλεύει.
Ο ατέλειωτος αριθμός απ’ τα παιδόπουλα του καλοκαιριού συνέχιζε να κάνει ότι σκανταλιά υπήρχε να ζει να λειτουργεί και να πορεύεται στο δικό του κόσμο, να επικοινωνεί με τους δικούς του κώδικες να μην καταλαβαίνει τίποτε. Οι πορείες όσο επέτρεπε κι η απογευματινή δουλειά μερικών που ήταν τα ζυγούρια ήταν πάντα κοντινή γιατί υπήρχε κι άλλος ένας λόγος εξίσου σημαντικός που δεν επέτρεπε να απομακρυνθούμε και πολύ. Κι ο λόγος αυτός ήταν οι συχνές απογευματιάτικες μπόρες που ξέσπαγαν ξαφνικά και ξαφνικά σταμάταγαν.
Κι οι μπόρες του καλοκαιριού, οι μπόρες του Ιούλη ήταν ένα μεγαλειώδες ξεχωριστό φυσικό γεγονός που προβλημάτιζε κι άφηνε εκστατικές τις μικρές παιδικές ψυχές μπροστά στη φύση, στην απρόβλεπτη δύναμη στην δραματική αλλαγή που συνέβαινε απ’ την μια ώρα στην άλλη και μπορούσε να φέρει μεγάλες ανατροπές που η παλιότερη γενιά έζησε και η γενιά η δική μας θυμάται με τις αιφνίδιες κατεβασιές στα ξερορέματα με δραματικές συνέπειες καμιά φορά.
(μ.1)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου