Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2012

Η μέρα στις Φακές προχωράει..

Νυσταγμένοι από το πρωινό ξύπνημα με νωπή την εμπειρία του δρόμου προς τις Φακές βρίσκαμε την απλωμένη υφαντή κουβέρτα σαν το προσωρινό καταφύγιο να ζεσταθούμε λίγο μέχρι ο ήλιος να φτάσει χαμηλά στο ποτάμι εκεί που βρισκόμασταν και να μας ζεστάνει. Και καθώς το πρωινό έπαιρνε να φεύγει και το μεσημέρι νάρχεται οι φωνές απ’ τα γύρω χωράφια μας προκαλούσαν . Κι άλλοι φίλοι μας φαίνεται πως ήταν τριγύρω και δεν έμενε παρά να τους συναντήσουμε.
Η γιαγιά άναβε μια φωτιά στα ριζά του χωραφιού δίπλα στ’ αυλάκι , μια δεροστιά αφημένη και μια κατσαρόλα μαυρισμένη με κάμποσο νερό θα έβραζαν τις πατάτες που ξέχωνε από μια λουρίδα χαμηλά, και σε κάμποση ώρα θα αποτελούσαν το γεύμα με αρκετό κομμένο κρεμμύδι που είχε φέρει μαζί απ’ το χωριό λίγο λάδι λίγο αλάτι χοντρό και ένα ξεροκόμματο σταρένιο ψωμί, που όσο δύσκολο ήταν να το μασήσει κανείς τόσο πολύ νόστιμο έμοιαζε και έτσι ήταν. Η γεύση του λιτού αυτού γεύματος κάτω απ’ τις πανύψηλες πουρνάρες συντροφιά με τον παππού που έρχονταν απ’ τους Αμπούλους  μέχρι σήμερα δεν μπόρεσε καμιά άλλη γεύση να  την εκτοπίσει. Ίσως στη ζωή μας μερικές στιγμές, μερικές εικόνες, μερικές γεύσεις, μερικά ακούσματα παραμένουν μοναδικά και είναι εκείνα που συντροφεύουν το δρόμο μας προς το τέλος απαλύνοντας το φοβερό άγχος της ανυπαρξίας και ίσως είναι εκείνα που δίνουν απάντηση στο υπαρξιακό ερώτημα όσο τουλάχιστον μπορεί να απαντηθεί. Ετσι είναι η φύση, γιατί  με κείνα που μας προσφέρει και με κείνα που μας περιβάλλει μας δημιουργεί το περίγραμμα της βαθύτερης σκέψης, της σκέψης  που περνά μέσα απ’ τον καθένα μας και μας βοηθάει να ημερέψουμε την υπαρξιακή μας αγωνία. Ας είναι..
Η μέρα προχωράει κι ο ήλιος επιτέλους φτάνει στις Φακές. Τα κοπάδια τα Σκιώτικα ακούγονται εδώ πιο κάτω στο ποτάμι,  και το γαύγισμα των σκυλιών κάνει ακόμα περισσότερο αισθητή την παρουσία τους. Η καρδιά λαχταρά να πάμε στο ποτάμι να το δούμε από κοντά να νοιώσουμε το πρωτόγνωρο, να ετοιμαστούμε για τις μεγάλες εκστρατείες που θα ακολουθήσουν τα επόμενα χρόνια. Η φυγή όμως είναι δύσκολη. Το άγρυπνο μάτι της γιαγιάς δεν επιτρέπει καμιά λαθροχειρία κι έτσι αναγκαζόμαστε να κατεβαίνουμε μέχρι το μέγα αυλάκι και να χαζολογάμε τα ψάρια που φαίνονταν αμέριμνα να ασχολούνται με τα καθημερινά τους στο ήρεμο διάβα του νερού. Μαζεύαμε πέτρες και τις ρίχναμε μέσα για να τα τρομάξουμε, κόβαμε κλαδιά για να τα προγκίξουμε, στο τέλος σταματάγαμε και συνεχίζαμε να περπατάμε στην όχθη μαζεύοντας βατόμουρα που εκεί κάτω γίνονταν πρώιμα, κι αφού τα μαζεύαμε τα περνάγαμε στα μικρά βούρλα που είχαν μια μικρή φούντα στην άκρη και φτιάναμε μια αρμαθιά τα κουβαλάγαμε μαζί μας για να τα γευτούμε τα απόγευμα όταν θα έφτανε η ώρα του γυρισμού.
Ηταν μια εποχή που τα είδη πρώτης ανάγκης ενώ δεν έλλειπαν δεν περίσσευαν κι όλας, κι έτσι για να μπορούμε να μαζεύουμε νερό για να πιούμε, αν δεν σκύβαμε πάνω απ’ τ’ αυλάκι το παίρναμε σε κουτιά κονσέρβας, ή σε μικρά μεταλλικά δοχεία με το χερούλι από πάνω, σκεύη που χρησίμευαν για όλες τις χρήσεις ακόμη και θαυμάσια σκαλιστά ξύλινα κύπελλα που η απαράμιλλη ικανότητα του παππού μας πρόσφερε. Τα υφαντά τράσιτα και οι μαρούδες ήταν τα είδη μεταφοράς μικροπραγμάτων φαγώσιμων, πολλαπλών χρήσεων, που είχαν αποκτήσει τη μυρουδιά του τυριού, και φαίνονταν να μην τα επηρεάζουν τα πουρνάρια ή τα κλαριά όπου πιάνονταν καθώς περνάγαμε στις στενές στράτες. Τα βλέπει κανείς μετά από τόσα χρόνια και τα συγκρίνει με τις λογής πλαστικές σακούλες που έκαναν άραγε τη ζωή μας ευκολότερη;      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου