Τρίτη 12 Ιουνίου 2012

Ο κουρέας μου...

Ο καιρός περνούσε, η καθημερινή ενασχόληση με χίλια δυό δεν άφηνε στιγμή άδεια. Το δέρμα μαύριζε και αγρίευε, τα γόνατα μόνιμα τραυματισμένα, τα ρούχα είχαν ραγδαία φθορά, τα δε παπούτσια ήταν αδύνατο να αντέξουν στη σκληρή δοκιμασία που τους επιφύλασσαν τα κοτρόνια οι στουρναρόπετρες τα τσιμάρια..
Τα μαλλιά μάκραιναν γίνονταν τραχιά και το όλο παρουσιαστικό διέφερε από την ευπρεπισμένη εμφάνιση του ερχομού στο χωριό με την προσαρμοσμένη αγριωπή όψη που σε καμιά δεκαριά μέρες αποκτούσαμε.
Ο Γιάννης ο Μίχος, ο μουγκός, ήταν εκείνος που αναλάμβανε τον ευπρεπισμό μας κάπου εκεί στα μέσα του Αυγούστου για να είμαστε λίγο πιο ανθρώπινοι στο πανηγύρι που πλησίαζε.
Ο μουγκός λοιπόν, ξερακιανός, με το τσιγκελωτό μουστάκι του, ευέξαπτος, πολυπράγμων, αεικίνητος τον θυμάμαι να τρέχει πίσω απ’ τα άλογα του Νίκου του Τζελάκη στο πέτρινο αλώνι και σε άλλα αλώνια όπου αλώνιζαν να τα καθοδηγεί με τις γνωστές άναρθρες φωνές του που είχαν όμως το σωστό τόνο και την απαραίτητη αυστηρότητα ώστε να δείχνει ποιος είναι τ΄αφεντικό.
Συμμέτοχος στο μαγαζί τα βράδια σε όλα όσα γίνονταν του άρεσε και έπινε το κρασάκι του και τον εκνεύριζαν πολλές φορές για να ξεσπάει με το δικό του φωνητικό ιδίωμα και να αντιπαρατίθεται στους άλλους συνδαιτυμόνες του τα γερόντια της εποχής εκείνης που αποτελούσαν τη σοφή γερουσία του χωριού μας, τα γερόντια με τη σκληρή διαδρομή στη ζωή που ενέπνεαν το σεβασμό σε όλους εμάς τους μικρότερους.
(pt1)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου