Τα παιδικά μάτια γέμιζαν εικόνες, και ήχους και μυρουδιές και τα παιδικά χέρια ψηλαφούσαν αυτά που τα μάτια έβλεπαν. Απέναντι, σαν κοίταζες προς τα πάνω, το τεράστιο βουνό σου έκρυβε τον ουρανό, και κει ψηλά στις κορφές του το πέτρινο χρώμα γίνονταν γαλάζιο και ξεθώριαζε. Οι απότομες πλαγιές του σπαρμένες με λίγα αραιά δέντρα, κι ύστερα τα γυμνά του ύψη. Ύστερα αν κοίταζες προς το βοριά έβλεπες τον ήμερο κατάφυτο λόφο που άρχιζε απ’ τα Ισώματα και ανέβαινε προς την Ψηλόραχη να οριοθετεί το ποτάμι και στο βάθος η Καταβόθρα, η ελατοσκέπαστη Οίτη που φάνταζε απόμακρη μυστηριακή ήμερη. Στο νοτιά το βλέμμα σταμάταγε στους λόφους που έκρυβαν το Λιδωρίκι και πάντα άφηνε αναπάντητο το ερώτημα που βρίσκει δρόμο το νερό ανάμεσα σε τόσα βουνά.
Δεν μπορούσε κανείς να παραμείνει θεατής για πολύ ώρα, έπρεπε να επιχειρήσει, έπρεπε να διασχίσει το ποτάμι να βρεθεί στην άλλη όχθη να περιηγηθεί να ψάξει να δει πως είναι η εικόνα από την άλλη μεριά . Δεν ήθελε και πολύ σκέψη η απόφαση. Βγάλαμε τα παπούτσια μας και τις κάλτσες, τα ταχτοποιήσαμε πρόχειρα κάτω από μια πλατανόριζα που άφηνε αρκετό χώρο από κάτω της. Βγάλαμε και τα πουλόβερ και τα ακουμπήσαμε κι αυτά εκεί δίπλα, και τα πουκάμισα, μείναμε με τις φανέλες. Βάλαμε τα πόδια στο νερό με κάποιο φόβο. Κάναμε ένα δυό βήματα και εκεί ήρθε η καταστροφή. Κανείς μας δεν ήξερε ότι οι πέτρες γλιστρούσαν τόσο πολύ και το μάθαμε με μια θεαματική βουτιά στο νερό ευτυχώς με κάθισμα βαθύ αρκετό όμως να βρέξει και το παντελονάκι και το εσώρουχο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου