Τα μαγαζιά του Νίκου του «Τζελάκη» και του μπάρμπα Γιώργη του «Κόγκα» είχαν αναμμένα τα «λουξ» και γέμιζαν με φως το χώρο και την πλατεία, και δέχονταν τους πρώτους επισκέπτες τους. Η ζωή στο χωριό έμπαινε στους νυχτερινούς ρυθμούς με το σκοτεινό πέπλο να σκεπάζει απαλά κάθε σπίτι αφήνοντας το λύχνο και σπανιότερα τη λάμπα του πετρελαίου να δίνουν μικρά αναιμικά φωτεινά κύματα που τα επηρέαζαν ακόμα κι οι ανάσες εκείνων που φώτιζαν. Το μικρό αυτό φως δυνάμωνε απ’ τη φωτιά που έκαιγε στο τζάκι απ’ τις κλάρες κάτω απ’ τη δεροστιά πάνω στην οποία το μαυροτσούκαλο μαγείρευε το φτωχικό βραδινό δείπνο. Σαν τέλειωνε το μαγείρεμα κι η φωτιά ασθενούσε το μισοσκόταδο που άφηνε ο λύχνος επέτρεπε την τελευταία λειτουργία γύρω απ’ το σοφρά και τα μικρά χειροποίητα σκαμνάκια που τον πλαισίωναν τη λαίμαργη απόλαυση του φτωχικού, κι ύστερα έξοδος στο μπαλκόνι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου