Ο δρόμος προς τη γούρνα έστριβε μετά απ’ το σπίτι με τα χαλάσματα αφήνοντας προς τα πάνω ένα πυκνό μυστηριώδες προκλητικό δάσος από πουρνάρες μεγάλες που έφτανε μέχρι τις καθίστρες, και ήταν ο επόμενος δρόμος που θα έπαιρνα, όμως μόνος μου φοβόμουν να τολμήσω. Προς τη γούρνα όλα ήταν ανοιχτά και καθαρά. Προς τα απάνω ένας μικρός χαλιάς από πέτρες ομαλές σε άπειρα μεγέθη και σχήματα ήταν ο τελευταίος σχηματισμός πριν απ’ τη γούρνα. Η πρώτη επιθεώρηση ήταν πάντα και η πιο εντυπωσιακή. Φτάνοντας στην παρυφή της μικρά και μεγάλα βατράχια σαλτάριζαν μέσα στο γκριζογάλανο νερό της που η επιφάνειά του διαταράσσονταν από τους κύκλους που έκανε το νερό που έπεφτε μέσα καθώς έρχονταν απ’ την πηγή.
Εν ψηλό ημικυκλικό δέμα προστάτευε το χώρο από την πτώση του υλικού της πλαγιάς. Το μικρό αυλάκι που οδηγούσε το νερό στη γούρνα με έφερνε στην πηγή. Σταχτοπράσινες πέτρες μαλακές έκρυβαν ένα μικρό θαύμα. Έκρυβαν τη δίοδο από το χώμα του νερού που μαζεύονταν στις λεκάνες μέσα στα σπλάχνα του βουνού σταγόνα σταγόνα απ΄τα χιόνια του χειμώνα και τις βροχές και πεντακάθαρο κρύο ζωογόνο έρχονταν στην επιφάνεια κάνοντας τον αιώνιο κύκλο του τροφοδοτώντας τη ζωή και διατηρώντας τη.
Πέρα απ’ την πηγή προς τη μαζιά ένας πανέμορφος κήπος της θειάς της Μητρούλας απλώνονταν στην πλαγιά με τα δέντρα του τις φασολιές του τις κολοκυθιές. Μια μικρή όαση δίπλα στο δάσος της πλαγιάς που συνέχιζε προς τον Κάναλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου