Και τα μάτια θα σφάλιζαν καθώς η κούραση κι αγωνία του ταξιδιού έδιναν τη θέση τους σε μια γαλήνη μια ομορφιά μια ευτυχία…
Ο ύπνος βαθύς, σκεπασμένοι με τη βελέντζα την κόκκινη με τις άσπρες λουρίδες χωρίς το βαμβακερό σεντόνι, που μέχρι χτες σκεπαζόμασταν, να τρίβεται στα γυμνά μέρη του σώματος και να δίνει μια ανατριχίλα που θα μπορούσε να είναι ενοχλητική, αλλά δεν τα κατάφερνε. Σκέπαζε με ζέστη το κορμί και λίγο πριν τα μάτια σφαλίσουν ο τρελός ήχος απ’ τα τριζόνια και τα απαλό κελάρυσμα απ’ τ ' αυλάκι έσμιγαν φτιάχνοντας μια γνώριμη αρμονία που σιγά σιγά ξεθώριαζε καθώς ο ύπνος μείωνε την ένταση μέχρι να σβήσει τελείως.
Η πρώτη βραδιά στο χωριό της δεκαετίας του 50 κυλούσε.
Η μέρα ξημέρωνε απ’ την Γκιώνα πάνω απ’ τη Συκιά. Το θάμπος του πρωινού άρχισε να ξεθωριάζει και οι σκιές άρχισαν να αποκτούν περίγραμμα και το περίγραμμα μορφή και η μορφή χρώμα καθώς ο ήλιος έστελνε τις ακτίνες του στα κορφοβούνια που πρώτα αυτά χαιρετούσε κι ύστερα κατέβαινε πιο χαμηλά μέχρι που συναντούσε το χωριό και φώτιζε ένα ένα τα σπίτια διώχνοντας το βραδινό κρύο και μαζί μ’ αυτό και τον ατέλειωτο αριθμό απ’ τις κολοφωτιές.
Η πρώτη μέρα ξημέρωνε πάντα μαγική. Το ανασήκωμα απ’ το βαρύ σκέπασμα και η προσαρμογή στην πρωινή ψύχρα ήθελε την ώρα της. Ποιος περίμενε όμως. Τρέχοντας στο μπαλκόνι να δω εκείνα που είχα αφήσει, να δω αν άλλαξε κάτι, να δω το καθετί πριν ξεκινήσω να περπατώ στις μεριές που είχα προγραμματίσει και μάλιστα με σειρά να επισκεφτώ. Το αυλάκι σε λίγο θα ξανάτρεχε με το νερό που μάζευε η γούρνα κλειστή όλη την ημέρα ή όλο το βράδυ και την άλλη μέρα ο αυλακιάρης που διαχειρίζονταν την συγκέντρωση και την παροχή του νερού ανέβαινε να την ανοίξει από ένα μεταλλικό μηχανισμό που είχε στον πάτο της. Η γούρνα….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου