Μπροστά η πουρνάρα μεγάλη θαλερή έκρυβε τη θέα προς την ψηλόραχη. Κάτω το κατώι το εργαστήρι του παππού η αποθήκη του γεμάτη από θαυμαστά πράγματα ο αργαλειός οι τσάντες με το θειάφι κρεμασμένες στο πάτερο τα ξυλουργικά εργαλεία η πλάνη το σκαρπέλο τα πριόνια τοποθετημένα σωστά με τη σειρά τους, δίπλα το βαένι κλειστό με την κάνουλα να ευωδιάζει τη μυρουδιά του κρασιού μα πιο πολύ τη μυρουδιά της ρετσίνας που σε μεγάλα κομμάτια ήταν απιθωμένη απάνω σε μια παλαθούρα σκαμμένη στον τοίχο . Το ρετσίνι απ’ τα έλατα που έδινε τη σπιρτάδα του στο κρασί που είχε γίνει απ’ τα γκοσμάδια και τους ροδίτες απ’ το αμπέλι κάτω στ’ αμπέλια προς τη ρεματιά και έφτανε στο τέλος του, ήταν αφημένα δίπλα ίσως για άλλη μια χρήση, ποτέ δεν το είχα ρωτήσει.
Η πόρτα μπροστά ξύλινη κατασκευασμένη από ξύλο πλάτανου σκαμμένη με μεράκι και συναρμολογημένη με τέχνη είχε ένα τεράστιο κλειδί και μια κλειδωνιά καλολαδωμένη. Από πάνω ο σύρτης που ασφάλιζε όποιον ήταν μέσα. Το μισό πάτωμα ξύλινο το άλλο πατημένο χώμα και σε μια άκρη πάνω στα ξύλα τα δερμάτια γεμάτα τυρί περίμεναν την ώρα που θα τα χρησιμοποιούσαμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου