Σάββατο 29 Μαρτίου 2014

Παραμονή..


Το πρωί της παραμονής μας περίμεναν πολλά για να κάνουμε. Πρώτα απ’ όλα έπρεπε να προετοιμάσουμε το κατάλυμα για τους υπόλοιπους που περιμέναμε, δεύτερο έπρεπε να επιμεληθούμε για το βραδινό δείπνο για το δείπνο της παραμονής, για το Χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν. Πριν απ’ όλα όμως με ξύπνησε η μυρουδιά απ’ την τυροκλούρα που η γιαγιά από νωρίς είχε φτιάξει και είχε φουρνίσει στη γάστρα. Ήξερε ότι εμείς δεν νηστεύαμε.  Ο ξάδερφος είχε φύγει κι αυτός  από νωρίς και είχε πάει στα παλιόμαντρα, ίσως επέστρεφε το βράδυ ίσως όχι. Το θεσπέσιο αυτό πρόγευμα ήταν ότι χρειαζόταν για να βγω στο κρύο και βροχερό  πρωινό. Πριν απ’ όλα όμως έπρεπε να τριγυρίσω λίγο στα κοντινά μέρη τα καλοκαιριάτικα να έχω την εικόνα του χειμώνα να συγκρίνω και να διαλέξω, αλλά πάνω απ’ όλα να νιώσω ελεύθερος. Όχι βέβαια πως μας έλλειπε η αίσθηση αυτή αλλά όταν φτάναμε σε τούτο τον τόπο  νιώθαμε αποκομμένοι από κάθε δεσμό που μας κράταγε με οτιδήποτε έστω και για λίγο.
Άνοιξα μια παλιά ομπρέλα ντύθηκα σφιχτά ένα ναυτικό αμπέχονο πάνω από ένα χοντρό πουλόβερ και ξεκίνησα προς το Γεροσάκο. Το ψιλόβροχο κι η αντάρα δεν επέτρεπαν μεγάλη ορατότητα όμως τα μέρη ήταν γνωστά και πολυπερπατημένα. Τίποτα δεν ακούγονταν, έξω από μικρά τριξίματα απ’ τα πουρναρόφυλλα καθώς τα περπάταγα και τα κουδούνια των κοπαδιών που είχαν βγει για την πρωινή τους βοσκή. 
Ο τόπος μύριζε βροχή κι απ’ το χωριό ερχόταν η μυρουδιά απ’ τα τζάκια ανακατεμένη με τις μυρουδιές απ’ τα λίγα νηστίσιμα φαγητά που μαγείρευαν οι νοικοκυρές για το μεσημέρι της παραμονής. Γνώριμη μυρουδιά.
(a. 4)

Τρίτη 11 Μαρτίου 2014

Στο μαγαζί του Αλέκου..

Το μαγαζί του Αλέκου ήταν το μόνο ανοιχτό.
Στη μέση η σόμπα, η ξυλόσομπα, τριγύρω τα μεταλλικά τραπέζια με τις καρέκλες τους και οι θαμώνες που έπαιζαν χαρτιά ανάμεσα στους πυκνούς καπνούς απ’ τα τσιγάρα και τα πειράγματα των παικτών.
Με χαμόγελο και καλή διάθεση μας υποδέχτηκαν οι θαμώνες, κι ο Αλέκος, με τη γυναίκα του τη Μαρία, μας κέρασαν κονιακάκι για να ζεσταθούμε. Καθίσαμε κοντά στη σόμπα.
Η σόμπα μια ιδιοκατασκευή βαρελοειδής με μεγάλη χωρητικότητα και εξίσου μεγάλη επιφάνεια για μαγείρεμα είχε κεντρική θέση στο χώρο.
Ο καπνός που έβγαινε μαζεύονταν στα μπουριά που στερεωμένα στο ταβάνι με σύρματα για να μην πέφτουν έβγαιναν στην αυλή στον πλάτανο μέσα από μια τρύπα στο τζάμι και πλημμύριζαν το χώρο με τον καπνό του καμένου ξύλου και ιδιαίτερα τη μυρουδιά του καμένου έλατου που σκόρπιζε την αίσθηση του δάσους τριγύρω μας.
Την επόμενη βραδιά που θα είχαμε αρκετό κόσμο παρακαλέσαμε τον Αλέκο να φροντίσει να φάμε εκεί και κείνος με προθυμία ανταποκρίθηκε. Απόμεινε μόνο να κανονίσουμε το «μενού».
Απάνω στο επαγγελματικό ψυγείο που είχε στο μαγαζί βρίσκονταν κι ένα μαγνητόφωνο που είχε ένα σωρό τραγούδια κι έτσι είχαμε εξασφαλίσει την μουσική για το χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν στον Αλέκο, παράλληλα δε μας έδειξε με υπερηφάνεια κι ένα κλαρίνο που είχε μέσα σε ένα συρτάρι και πραγματικά εντυπωσιαστήκαμε, απόμενε μόνο να βρούμε και κείνον που θα ήξερε να παίζει.
Ο καιρός βαρύς χριστουγεννιάτικος κλεισμένος από παντού με ένα συνεχές ψιλόβροχο και χιόνι στα βουνά, πολύ χιόνι. Ανηφορίσαμε με τον ξάδερφο για το σπίτι και ξαπλώσαμε δίπλα στο τζάκι που έκαιγε συνέχεια. Κλείσαμε τη μεσόπορτα και αφήσαμε το χώρο στην προστασία του τζακιού.
Παπάς στο χωριό δεν υπήρχε κι έτσι τα Χριστούγεννα θα γίνονταν βουβά χωρίς το συμβολισμό των ημερών που θα είχε το μάζεμα στην εκκλησία. Δεν πειράζει έτσι κι αλλιώς είχαν κάποιοι αποφασίσει να κτυπήσουν την καμπάνα για να ακουστεί όχι μόνο η γιορτή αλλά και η κορύφωση της.
Ο ύπνος γλυκός βαθύς έκλεισε τα βλέφαρα.
(α.3)