Το πρωί της
παραμονής μας περίμεναν πολλά για να κάνουμε. Πρώτα απ’ όλα έπρεπε να
προετοιμάσουμε το κατάλυμα για τους υπόλοιπους που περιμέναμε, δεύτερο έπρεπε
να επιμεληθούμε για το βραδινό δείπνο για το δείπνο της παραμονής, για το
Χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν. Πριν απ’ όλα όμως με ξύπνησε η μυρουδιά απ’ την
τυροκλούρα που η γιαγιά από νωρίς είχε φτιάξει και είχε φουρνίσει στη γάστρα. Ήξερε
ότι εμείς δεν νηστεύαμε. Ο ξάδερφος είχε
φύγει κι αυτός από νωρίς και είχε πάει
στα παλιόμαντρα, ίσως επέστρεφε το βράδυ ίσως όχι. Το θεσπέσιο αυτό πρόγευμα
ήταν ότι χρειαζόταν για να βγω στο κρύο και βροχερό πρωινό. Πριν απ’ όλα όμως έπρεπε να τριγυρίσω
λίγο στα κοντινά μέρη τα καλοκαιριάτικα να έχω την εικόνα του χειμώνα να
συγκρίνω και να διαλέξω, αλλά πάνω απ’ όλα να νιώσω ελεύθερος. Όχι βέβαια πως
μας έλλειπε η αίσθηση αυτή αλλά όταν φτάναμε σε τούτο τον τόπο νιώθαμε αποκομμένοι από κάθε δεσμό που μας
κράταγε με οτιδήποτε έστω και για λίγο.
Άνοιξα μια
παλιά ομπρέλα ντύθηκα σφιχτά ένα ναυτικό αμπέχονο πάνω από ένα χοντρό πουλόβερ
και ξεκίνησα προς το Γεροσάκο. Το ψιλόβροχο κι η αντάρα δεν επέτρεπαν μεγάλη
ορατότητα όμως τα μέρη ήταν γνωστά και πολυπερπατημένα. Τίποτα δεν ακούγονταν,
έξω από μικρά τριξίματα απ’ τα πουρναρόφυλλα καθώς τα περπάταγα και τα
κουδούνια των κοπαδιών που είχαν βγει για την πρωινή τους βοσκή.
Ο τόπος
μύριζε βροχή κι απ’ το χωριό ερχόταν η μυρουδιά απ’ τα τζάκια ανακατεμένη με
τις μυρουδιές απ’ τα λίγα νηστίσιμα φαγητά που μαγείρευαν οι νοικοκυρές για το
μεσημέρι της παραμονής. Γνώριμη μυρουδιά.
(a. 4)
(a. 4)