Σάββατο 10 Μαΐου 2014

Απόγευμα..


Σε λίγο προστέθηκε στην παρέα κι ο ξάδερφος που ενώ ήρθε μες σκοπό να μας φοβίσει τελικά δεν τα κατάφερε κι έτσι ανέβηκε μαζί μας και βάλθηκε κι εκείνος με τη σειρά του να συναγωνίζεται το Νίκο στο φύσημα του κλαρίνου. Τουλάχιστον εκείνος έπαιζε φλογέρα και μάλιστα με αρκετή δεξιοτεχνία που τον είχε κάνει να ξεχωρίζει για την ικανότητα του αυτή. Απηυδισμένοι τους παρατήσαμε να συναγωνίζονται και βγήκαμε στο μπαλκόνι στο παγωμένο απόγευμα που έφερνε το βράδυ με ταχύτητα. Ντυθήκαμε καλά και βγήκαμε  να περπατήσουμε προς τις Γούρνες.
Μια παγωνιά που έφτανε μέχρι το κόκκαλο χωρίς να υπάρχει πνοή ανέμου. Από μακριά ο καπνός απ’ τα τζάκια και τις σόμπες ανέβαινε ολόισιος στο συννεφιασμένο με βαριά πυκνά σύννεφα ουρανό που σκέπαζε όλες τις κορφές γινόταν ένα με το χιόνι κι έδινε μια όψη χειμώνα που είχε κάτσει πάνω απ’ το χωριό , απειλητικός άραγε, προστατευτικός, ποιος να το ‘ξερε.
Το βράδυ έφτασε γρήγορα και επιστρέψαμε στο σπίτι όπου βρήκαμε τους μουσικούς να ετοιμάζονται για τη βραδινή τους παράσταση, καθώς απτόητοι συνέχιζαν το χαβά τους.
Κατηφορίσαμε στο μαγαζί, ο κόσμος μας καλωσόρισε μας κέρασε ανταποδώσαμε το κέρασμα και καθίσαμε παρακολουθώντας τις δραστηριότητες και κουβεντιάζοντας με όλους τριγύρω μας. Το  μαγαζί γεμάτο καπνούς από τσιγάρα άναψαν και οι μισοί από μας που είχαν εδώ και λίγο καιρό αρχίσει να καπνίζουν ανάμεσά τους κι εγώ, και πλημμυρίσαμε ακόμα περισσότερο το χώρο κάνοντας την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Από καιρού εις καιρό που η πόρτα άνοιγε για να βγει η να μπει κάποιος  η ατμόσφαιρα ανανεώνονταν για να ξαναγίνει πάλι πηχτή σε λίγα λεπτά. Η ζέστη απ’ τη ξυλόσομπα ευεργετική, κι η  μυρουδιά απ’ την κατσαρόλα του Αλέκου γαργαλιστική. Κανείς μας δεν νοιαζόταν εκείνη την εποχή για τους καπνούς απ’ τα τσιγάρα επειδή κανείς δεν ήξερε ακόμη αυτά που μάθαμε χρόνια μετά.
Λίγο κονιάκ λίγο ούζο, λίγο κρασί μιας και δεν υπήρχαν τα τσίπουρα που αντικατέστησαν εκείνα τα ποτά είχαν αρχίσει σιγά σιγά να κάνουν τη δουλειά τους. Ο κόσμος άρχισε να φεύγει όσο η ώρα κυλούσε γυρνώντας στα σπίτια του για να περάσει τη νύχτα των Χριστουγέννων, κι έτσι απομείναμε επτά νοματαίοι στο μαγαζί του Αλέκου περιμένοντας το δείπνο. Η μουσική απ’ το μαγνητόφωνο κεφάτη, και η διάθεση ακόμη καλύτερη.
(α.λ.6)