Περάσαμε στο δίστρατο και μπήκαμε στα έλατα. Το δάσος μπροστά μας, η πύλη του παράδεισου. Οι μυρουδιές των δέντρων οι φωνές των πουλιών που αντηχούσαν παράξενες διαφορετικές από κείνες που ακούγαμε στο χωριό και στα κοντινά μέρη τριγύρω του, οι φωτεινές δέσμες του ήλιου που άρχισε να αφήνει πίσω του τη Γκιώνα, καθώς πέρναγαν στα ελατόκλαρα και φώτιζαν την πρωινή δροσιά που σηκώνονταν απ’ το χώμα φτιάχνοντας όλους τους ιριδισμούς μια πανδαισία, μα πάνω και πέρα απ’ όλα τα ψηλά τα έλατα, επιβλητικά, ανταποκρίνονταν με ένα διακριτικό θρόισμα στο αγκάλιασμα της πρωινής αύρας, που έρχονταν δροσερή απ’ το βοριά, με τα ρούμπαλα που αναρτημένα απ’ τις άκρες των κλαριών κοντά στην κορφή τείνοντας προς τον καθάριο ουρανό το μικρό τους ύψος, έδιναν κι αυτά άπειρους ιριδισμούς καθώς το φως έπεφτε στις παχιές σταγόνες ρετσινιού που τα προστάτευαν. Κι ήταν ένα σημάδι για τους οιωνοσκόπους της εποχής που τους έδινε τη δυνατότητα να προβλέψουν τη βαρύτητα του ερχόμενου χειμώνα όπως μάθαμε αργότερα, όταν μας έλεγαν πως τα έλατα κρατούν ή ρούμπαλα ή χιόνια. Κι ύστερα μάθαμε να κοιτάζουμε πόσα απ’ αυτά υπήρχαν στα έλατα για να βγάλουμε όλο περηφάνια τη δική μας πρόβλεψη για τον χειμώνα που θα έρχονταν. Όταν όμως ερχόταν ο χειμώνας ξεχνάγαμε να συγκρίνουμε τα καλοκαιριάτικα ευρήματά μας και τις προβλέψεις μας με την πραγματικότητα που θα επαλήθευε ή θα διέψευδε την πρόγνωση.
Έχοντας περπατήσει αρκετά μέσα στο δάσος έχοντας αρχίσει πια να εξοικειωνόμαστε εμείς ιδιαίτερα οι μικρότεροι, με τη μαγική αυτή με την πρωτόγνωρη εμπειρία που ζούσαμε αρχίσαμε να διώχνουμε το φόβο που διακατείχε τις παιδικές μας ψυχές μπροστά στο δάσος που για πρώτη φορά περπατούσαμε. Ο δρόμος εύκολος ίσιος χωματένιος με μια κοκκινωπή απόχρωση που άλλαζε χρωματικά στην κίτρινη περπατιόταν χωρίς δυσκολία και καθώς ήταν χαραγμένος στην πλαγιά μας έδινε μια πανώρια θέα προς το ποτάμι που σκεπασμένη η πλαγιά με έλατα κατέβαινε μέχρι κάτω εκεί που έπιανε το μάτι αφήνοντας μερικά ξέφωτα σπάνιας ομορφιάς σκεπασμένα με φτέρες και γρασίδι καλούσαν το βλέμμα να τα επισκεφτεί και την υπόσχεση όταν θα γίνουμε μεγάλοι και δεν θα μας ελέγχει κανείς να τα περπατήσουμε.