Απομεσήμερο, μεσοκαλόκαιρο η μικρή συντροφιά μαζεύτηκε στην Υψωμένη Πουρνάρα έχοντας αποφασίσει από το πρωί να ταξιδέψει είτε προς τον Πόρο είτε προς το Γεροσάκο και μετά στη Μελίστρα και ίσως στο Παλιόρογκο εκεί που θα βρίσκαμε τους γιδάρηδες να μαζεύουν στη στρούγκα τα γίδια που κατέβαιναν απ’ τον Αγριοκαπνό και να πάρουν το λίγο γάλα που είχαν. Οι διαβουλεύσεις κράταγαν αρκετή ώρα, κι εκεί ξαπλωμένοι στον αραιό ίσκιο του ψηλού δέντρου που μας φιλοξενούσε στις ρίζες του, βλέπαμε τους μικρότερους να κάνουν τσουλήθρα στην κυλίστρα που κατέβαινε απ’ το σπίτι της Χάιδως προς το Πέτρινο Αλώνι, εκεί μπροστά μας και τους χαζεύαμε για τη δεξιοτεχνία τους.
Ο Μίλτος εμφανίσθηκε στο Λιαρέικο Αλώνι κατεβαίνοντας από το Πραγκέικο γιούρτι με τη μαρούδα του κρεμασμένη στον ώμο, ψηλός γεροδεμένος, μαυριδερός με τη χαρακτηριστική ένρινη φωνή, αγριωπός μας πλησίασε. Έφερε το βλέμμα τριγύρω να δει ποιοι είμαστε πριν αποφασίσει να απαγγείλει το κατηγορητήριο. Ήταν η εποχή που ασκούσε εξουσία ως βοηθός αυλακιάρης και μπαινόβγαινε στα γιούρτια για να κάνει τη δουλειά του. Με το βλοσυρό του βλέμμα μας κοίταξε και μας ανακοίνωσε ότι κάποιος ή κάποιοι κλέβανε μήλα απ’ τις μηλιές της Πράγκενας. Αφού περίμενε κάμποση ώρα κι αφού δεν απαντάγαμε, ενοχοποίησε όσους από μας ζούσαμε στην απάνω γειτονιά. Κι αφού μας φοβέρισε άλλη τόση ώρα στολίζοντάς μας, στη συνέχεια στρογγυλοκάθισε δίπλα μας, στο πρόσωπο του εμφανίσθηκε το αγαθό του χαμόγελο, έβγαλε απ’ τη μαρούδα του ολόφρεσκα λαχταριστά μήλα απ’ τον κήπο της θειάς τα οποία είχε "κατά λάθος" πάρει την ώρα που πέρναγε από κει, μας τα μοίρασε και απολαύσαμε το δυσεύρετο φρούτο τα χρόνια εκείνα. Θα σε θυμόμαστε πάντα με το πληθωρικό σου παρουσιαστικό την μεγάλη σου δύναμη και την αγαθή σου καρδιά.
Καλό σου ταξίδι φίλε Μίλτο...