Σάββατο 16 Ιουνίου 2012

Γιάννης Μίχος..

Ο Γιάννης λοιπόν από κείνα τα χρόνια που μικρός τον θυμάμαι ενέπνεε φόβο. Ίσως το αυστηρό παρουσιαστικό του ίσως οι ακατανόητοι ήχοι που συνιστούσαν την ομιλία του ίσως οι φωνές του στο μαγαζί τα βράδια όταν τον εκνεύριζαν, δημιουργούσαν την εντύπωση πως πρόκειται για ένα άνθρωπο καβγατζή και δύσκολο. Έτσι λοιπόν η εντύπωση αυτή κυριαρχούσε όχι μόνο σε μένα αλλά και στα άλλα παιδιά, και όταν τον συναντούσαμε προσπαθούσαμε να τον αποφύγουμε. Ήρθε λοιπόν η ώρα να κουρευτώ. Η πρώτη μου σκέψη ήταν πως θα με κούρευε ο παππούς κι έτσι ήσυχος κατέβηκα απ’ το χαγιάτι όπου βρίσκονταν η καρέκλα όπου θα γινόταν το κούρεμα. Ακούγοντας βήματα να πλησιάζουν από τη στράτα που έφερνε στο σπίτι γύρισα και είδα έντρομος το Γιάννη να ανεβαίνει. Μαζεύτηκα σε μια άκρη και αναρωτιόμουν τι γίνεται. Φτάνοντας στην αυλή το σκαμμένο του πρόσωπο φωτίστηκε με ένα τεράστιο χαμόγελο και ήταν η πρώτη φορά που πίστεψα ότι ίσως δεν ήταν και τόσο άγριος όσο έδειχνε. Κάθισα στην καρέκλα μου πέρασαν στο λαιμό ένα πανί και έβλεπα τον κουρέα μου να βγάζει από τη μαρούδα του δυό μηχανές κουρέματος την ψιλή που λέγαμε και τη χοντρή μια τσατσάρα και ένα ψαλίδι. Φοβισμένος αρκετά αλλά και περίεργος δέχτηκα την μηχανή στο κεφάλι μου που άρχισε να διώχνει το μαλλί που περίσσευε νοιώθοντας να ελαφρώνει το κεφάλι και σιγά σιγά να φεύγει ο φόβος για το Γιάννη από μέσα μου. Ο γύρω χώρος γέμισε μαλλιά και το κούρεμα έλαβε τέλος. Γυρνώντας είδα τον κουρέα μου να μου επιφυλάσσει ένα μεγαλόπρεπο χαμόγελο και να δέχομαι ένα πατρικό χάδι στο κεφάλι μου. Όταν δε είδα και το αποτέλεσμα που με ικανοποίησε ένοιωσα για τον Γιάννη το Μίχο μεγάλη συμπάθεια κι ο φόβος μου πια εξανεμίστηκε, ο κουρέας μου ο συμπαθής και αγνός αυτός άνθρωπος που είχε βρει τη θέση του στη μικρή μας κοινωνία με τις ιδιαιτερότητες του βρήκε και στο δικό μου μικρόκοσμο τη θέση του και όσα χρόνια τον έβλεπα πάντα είχα για αυτόν αγάπη και μέχρι αργά στα πρώιμα νεανικά χρόνια απολάμβανα το κούρεμα του κάθε καλοκαίρι. Πολλά χρόνια αργότερα όταν η ζωή τραβούσε το δρόμο της και συναντιόμασταν οι συνομήλικοι στα γνωστά μας στέκια πάντα τους φρεσκοκουρεμένους τους πειράζαμε λέγοντας τους πως ο μουγγός κούρευε καλύτερα. Πάντα θυμάμαι τον αγαθό αυτό άνθρωπο που έτρεχε πρώτος όταν έφτανε κάποιο αυτοκίνητο, και ιδιαίτερα του Άλκη που κι αυτός τον αγαπούσε όπως πολλά χρόνια αργότερα μου εκμυστηρευόταν όταν μιλάγαμε για τα χρόνια εκείνα, το τρέξιμό του πίσω απ’ τα άλογα στο πέτρινο αλώνι, το πέρασμά του απ’ την πλατεία που μας έκανε να μαζευόμαστε φοβισμένοι πιτσιρικάδες, το πέρασμά του από την μικρή κοινωνία του χωριού μας έχοντας βρει τη δική του θέση. Πάντα τον θυμάμαι, πάντα τον θυμόμαστε, πάντα θα τον θυμόμαστε τον αγαθό, τον ιδόρυθμο μας κουρέα.
(pt.2)

Τρίτη 12 Ιουνίου 2012

Ο κουρέας μου...

Ο καιρός περνούσε, η καθημερινή ενασχόληση με χίλια δυό δεν άφηνε στιγμή άδεια. Το δέρμα μαύριζε και αγρίευε, τα γόνατα μόνιμα τραυματισμένα, τα ρούχα είχαν ραγδαία φθορά, τα δε παπούτσια ήταν αδύνατο να αντέξουν στη σκληρή δοκιμασία που τους επιφύλασσαν τα κοτρόνια οι στουρναρόπετρες τα τσιμάρια..
Τα μαλλιά μάκραιναν γίνονταν τραχιά και το όλο παρουσιαστικό διέφερε από την ευπρεπισμένη εμφάνιση του ερχομού στο χωριό με την προσαρμοσμένη αγριωπή όψη που σε καμιά δεκαριά μέρες αποκτούσαμε.
Ο Γιάννης ο Μίχος, ο μουγκός, ήταν εκείνος που αναλάμβανε τον ευπρεπισμό μας κάπου εκεί στα μέσα του Αυγούστου για να είμαστε λίγο πιο ανθρώπινοι στο πανηγύρι που πλησίαζε.
Ο μουγκός λοιπόν, ξερακιανός, με το τσιγκελωτό μουστάκι του, ευέξαπτος, πολυπράγμων, αεικίνητος τον θυμάμαι να τρέχει πίσω απ’ τα άλογα του Νίκου του Τζελάκη στο πέτρινο αλώνι και σε άλλα αλώνια όπου αλώνιζαν να τα καθοδηγεί με τις γνωστές άναρθρες φωνές του που είχαν όμως το σωστό τόνο και την απαραίτητη αυστηρότητα ώστε να δείχνει ποιος είναι τ΄αφεντικό.
Συμμέτοχος στο μαγαζί τα βράδια σε όλα όσα γίνονταν του άρεσε και έπινε το κρασάκι του και τον εκνεύριζαν πολλές φορές για να ξεσπάει με το δικό του φωνητικό ιδίωμα και να αντιπαρατίθεται στους άλλους συνδαιτυμόνες του τα γερόντια της εποχής εκείνης που αποτελούσαν τη σοφή γερουσία του χωριού μας, τα γερόντια με τη σκληρή διαδρομή στη ζωή που ενέπνεαν το σεβασμό σε όλους εμάς τους μικρότερους.
(pt1)