Ο Γιάννης λοιπόν από κείνα τα χρόνια που μικρός τον θυμάμαι ενέπνεε φόβο. Ίσως το αυστηρό παρουσιαστικό του ίσως οι ακατανόητοι ήχοι που συνιστούσαν την ομιλία του ίσως οι φωνές του στο μαγαζί τα βράδια όταν τον εκνεύριζαν, δημιουργούσαν την εντύπωση πως πρόκειται για ένα άνθρωπο καβγατζή και δύσκολο. Έτσι λοιπόν η εντύπωση αυτή κυριαρχούσε όχι μόνο σε μένα αλλά και στα άλλα παιδιά, και όταν τον συναντούσαμε προσπαθούσαμε να τον αποφύγουμε.
Ήρθε λοιπόν η ώρα να κουρευτώ. Η πρώτη μου σκέψη ήταν πως θα με κούρευε ο παππούς κι έτσι ήσυχος κατέβηκα απ’ το χαγιάτι όπου βρίσκονταν η καρέκλα όπου θα γινόταν το κούρεμα. Ακούγοντας βήματα να πλησιάζουν από τη στράτα που έφερνε στο σπίτι γύρισα και είδα έντρομος το Γιάννη να ανεβαίνει.
Μαζεύτηκα σε μια άκρη και αναρωτιόμουν τι γίνεται. Φτάνοντας στην αυλή το σκαμμένο του πρόσωπο φωτίστηκε με ένα τεράστιο χαμόγελο και ήταν η πρώτη φορά που πίστεψα ότι ίσως δεν ήταν και τόσο άγριος όσο έδειχνε. Κάθισα στην καρέκλα μου πέρασαν στο λαιμό ένα πανί και έβλεπα τον κουρέα μου να βγάζει από τη μαρούδα του δυό μηχανές κουρέματος την ψιλή που λέγαμε και τη χοντρή μια τσατσάρα και ένα ψαλίδι.
Φοβισμένος αρκετά αλλά και περίεργος δέχτηκα την μηχανή στο κεφάλι μου που άρχισε να διώχνει το μαλλί που περίσσευε νοιώθοντας να ελαφρώνει το κεφάλι και σιγά σιγά να φεύγει ο φόβος για το Γιάννη από μέσα μου. Ο γύρω χώρος γέμισε μαλλιά και το κούρεμα έλαβε τέλος. Γυρνώντας είδα τον κουρέα μου να μου επιφυλάσσει ένα μεγαλόπρεπο χαμόγελο και να δέχομαι ένα πατρικό χάδι στο κεφάλι μου. Όταν δε είδα και το αποτέλεσμα που με ικανοποίησε ένοιωσα για τον Γιάννη το Μίχο μεγάλη συμπάθεια κι ο φόβος μου πια εξανεμίστηκε, ο κουρέας μου ο συμπαθής και αγνός αυτός άνθρωπος που είχε βρει τη θέση του στη μικρή μας κοινωνία με τις ιδιαιτερότητες του βρήκε και στο δικό μου μικρόκοσμο τη θέση του και όσα χρόνια τον έβλεπα πάντα είχα για αυτόν αγάπη και μέχρι αργά στα πρώιμα νεανικά χρόνια απολάμβανα το κούρεμα του κάθε καλοκαίρι.
Πολλά χρόνια αργότερα όταν η ζωή τραβούσε το δρόμο της και συναντιόμασταν οι συνομήλικοι στα γνωστά μας στέκια πάντα τους φρεσκοκουρεμένους τους πειράζαμε λέγοντας τους πως ο μουγγός κούρευε καλύτερα.
Πάντα θυμάμαι τον αγαθό αυτό άνθρωπο που έτρεχε πρώτος όταν έφτανε κάποιο αυτοκίνητο, και ιδιαίτερα του Άλκη που κι αυτός τον αγαπούσε όπως πολλά χρόνια αργότερα μου εκμυστηρευόταν όταν μιλάγαμε για τα χρόνια εκείνα, το τρέξιμό του πίσω απ’ τα άλογα στο πέτρινο αλώνι, το πέρασμά του απ’ την πλατεία που μας έκανε να μαζευόμαστε φοβισμένοι πιτσιρικάδες, το πέρασμά του από την μικρή κοινωνία του χωριού μας έχοντας βρει τη δική του θέση. Πάντα τον θυμάμαι, πάντα τον θυμόμαστε, πάντα θα τον θυμόμαστε τον αγαθό, τον ιδόρυθμο μας κουρέα.
(pt.2)