Περνώντας το βλέμμα στα βορινά ξεκίναγε ο λόγγος απ’ τη Βρωμόγουρνα ανέβαινε την πλαγιά κι έφτανε στα ριζά της κορφής οριοθετώντας την Αλπική ζώνη όπου τα δέντρα σταμάταγαν να σκαρφαλώνουν και το γρασίδι σκέπαζε όλο το τόπο, άφθονο για να θρέψει τα ζωντανά που ξεκαλοκαίριαζαν στις κορφές. Τα Βαρδούσια χάνονταν στο ύψος τους και στην πλαγιά τους ανάμεσα στα έλατα προς το Κατωχωρίτικο κρυβόταν η Κρύα Βρύση. Μέρος μυστηριακό το συνόδευαν τα χρόνια εκείνα που ήμασταν μικρά παιδιά περιγραφές από τους μεγαλύτερους που κέντριζαν το ενδιαφέρον και έκαναν την επιθυμία έντονη να την επισκεφτούμε. Τα παλιοχώραφα απλώνονταν στην πλαγιά πριν απ’ τα έλατα με τα χωράφια να είναι καλά τοιχισμένα με τα δέματα να τα ορίζουν το ένα απ’ το άλλο και τα στάρια να είναι χρυσαφιά μεστωμένα γεμάτα πολύτιμο καρπό. Αραιά και που μυγδαλιές γεμάτες καρπό και τίποτε περισσότερο στον τόπο αυτό. Πηγαίνοντας στο χωράφι της γιαγιάς για να θερίσει, τολμούσαμε να ξεφύγουμε προς το δρόμο που οδηγούσε στη Βρωμόγουρνα και ίσως πιο πέρα ακόμη στη Κρύα Βρύση. Ποτέ όμως δεν τα καταφέρναμε γιατί πάντα μπλέκαμε με τα άλλα παιδιά που στα διπλανά χωράφια βόηθαγαν τους γονείς τους στο έργο τους.
Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2011
Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2011
Στη θύμηση τους...
Τρείς απ' τους ανέμελους μικρούς το καλοκαίρι του 1963, που ποζάρουν καμαρωτοί στο ποδήλατο που πορεύεται προς την Κρύα Βρύση και βρίσκεται στο δρόμο απέναντι απ΄τη Βρωμόγουρνα, δεν βρίσκονται πιά ανάμεσά μας. Ηταν όλοι τους ένα κομάτι της καλοκαιρινής παρέας που για πολλά χρόνια αντάμωνε στις πλαγιές που βρίσκεται ο τόπος μας και κανείς τους ποτέ δεν έβγαλε τον Κονιάκο από μέσα του. Θα θυμόμαστε πάντα τους αγαπημένους συνοδοιπόρους των χρόνων της ανεμελιάς.
Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2011
Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2011
Η ολοκλήρωση του όπλου..
Ένα απ’ τα πρώτα μελήματα σαν φτάναμε στο χωριό στην ηλικία των δέκα χρόνων κι απάνω ήταν να βρούμε και να φτιάξουμε διχάλες περιμένοντας την ώρα που θα αγοράζαμε λάστιχα να φτιάσουμε τα αγαπημένα μας όπλα. Μικροί σαν ήμασταν πριν ανηφορίσουμε για το χωριό ψάχναμε να βρούμε λάστιχα κρυφά απ’ τη μάννα μας όμως κανένα ψιλικατζίδικο στη γειτονιά δεν πούλαγε. Μας έμενε λοιπόν η αγωνία να βρούμε στο Λιδορίκι. Παράλληλα ψάχναμε να βρούμε κάποιο πετσί που θα χρησιμοποιούσαμε για θήκη της πέτρας και συνδετήρες στην ένωση της διχάλας με το λάστιχο. Όλα δυσεύρετα, τίποτε όμως ακατόρθωτο. Κι όταν οι συνεργασίες μας με τους υπόλοιπους μαστόρους έφερνε το ποθητό αποτέλεσμα το κρέμασμα της σφεντόνας στο λαιμό με τη διχάλα να κρέμεται στο στήθος γέμιζε το παιδικό μας μυαλό περηφάνια και αντλούσαμε την επιβεβαίωση που θέλαμε απ’ τον εαυτό μας και την παρέα. Με τη σφεντόνα έτοιμη η ζωή μας αποκτούσε νόημα, και μείς οντότητα. Η προπόνηση στο σημάδι ξεκινούσε σημαδεύοντας ότι μας χτύπαγε στο μάτι. Γρήγορα αποκτούσαμε ικανότητα και ξεκίναγε η μεγάλη πρόκληση να κυνηγήσουμε τσιροπούλια. Αργότερα ήρθε κι η εποχή που αποτολμούσαμε και πετροπόλεμο μεταξύ μας χρησιμοποιώντας και τις σφεντόνες μας με άσχημα πολλές φορές αποτελέσματα.
Ο μικρόκοσμος των παιδιών είχε τους δικούς του κώδικες.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)