Ένα απ’ τα πρώτα μελήματα σαν φτάναμε στο χωριό στην ηλικία των δέκα χρόνων κι απάνω ήταν να βρούμε και να φτιάξουμε διχάλες περιμένοντας την ώρα που θα αγοράζαμε λάστιχα να φτιάσουμε τα αγαπημένα μας όπλα. Μικροί σαν ήμασταν πριν ανηφορίσουμε για το χωριό ψάχναμε να βρούμε λάστιχα κρυφά απ’ τη μάννα μας όμως κανένα ψιλικατζίδικο στη γειτονιά δεν πούλαγε. Μας έμενε λοιπόν η αγωνία να βρούμε στο Λιδορίκι. Παράλληλα ψάχναμε να βρούμε κάποιο πετσί που θα χρησιμοποιούσαμε για θήκη της πέτρας και συνδετήρες στην ένωση της διχάλας με το λάστιχο. Όλα δυσεύρετα, τίποτε όμως ακατόρθωτο. Κι όταν οι συνεργασίες μας με τους υπόλοιπους μαστόρους έφερνε το ποθητό αποτέλεσμα το κρέμασμα της σφεντόνας στο λαιμό με τη διχάλα να κρέμεται στο στήθος γέμιζε το παιδικό μας μυαλό περηφάνια και αντλούσαμε την επιβεβαίωση που θέλαμε απ’ τον εαυτό μας και την παρέα. Με τη σφεντόνα έτοιμη η ζωή μας αποκτούσε νόημα, και μείς οντότητα. Η προπόνηση στο σημάδι ξεκινούσε σημαδεύοντας ότι μας χτύπαγε στο μάτι. Γρήγορα αποκτούσαμε ικανότητα και ξεκίναγε η μεγάλη πρόκληση να κυνηγήσουμε τσιροπούλια. Αργότερα ήρθε κι η εποχή που αποτολμούσαμε και πετροπόλεμο μεταξύ μας χρησιμοποιώντας και τις σφεντόνες μας με άσχημα πολλές φορές αποτελέσματα.
Ο μικρόκοσμος των παιδιών είχε τους δικούς του κώδικες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου