Περνώντας το βλέμμα στα βορινά ξεκίναγε ο λόγγος απ’ τη Βρωμόγουρνα ανέβαινε την πλαγιά κι έφτανε στα ριζά της κορφής οριοθετώντας την Αλπική ζώνη όπου τα δέντρα σταμάταγαν να σκαρφαλώνουν και το γρασίδι σκέπαζε όλο το τόπο, άφθονο για να θρέψει τα ζωντανά που ξεκαλοκαίριαζαν στις κορφές. Τα Βαρδούσια χάνονταν στο ύψος τους και στην πλαγιά τους ανάμεσα στα έλατα προς το Κατωχωρίτικο κρυβόταν η Κρύα Βρύση. Μέρος μυστηριακό το συνόδευαν τα χρόνια εκείνα που ήμασταν μικρά παιδιά περιγραφές από τους μεγαλύτερους που κέντριζαν το ενδιαφέρον και έκαναν την επιθυμία έντονη να την επισκεφτούμε. Τα παλιοχώραφα απλώνονταν στην πλαγιά πριν απ’ τα έλατα με τα χωράφια να είναι καλά τοιχισμένα με τα δέματα να τα ορίζουν το ένα απ’ το άλλο και τα στάρια να είναι χρυσαφιά μεστωμένα γεμάτα πολύτιμο καρπό. Αραιά και που μυγδαλιές γεμάτες καρπό και τίποτε περισσότερο στον τόπο αυτό. Πηγαίνοντας στο χωράφι της γιαγιάς για να θερίσει, τολμούσαμε να ξεφύγουμε προς το δρόμο που οδηγούσε στη Βρωμόγουρνα και ίσως πιο πέρα ακόμη στη Κρύα Βρύση. Ποτέ όμως δεν τα καταφέρναμε γιατί πάντα μπλέκαμε με τα άλλα παιδιά που στα διπλανά χωράφια βόηθαγαν τους γονείς τους στο έργο τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου