Κυριακή 29 Ιουλίου 2012

Καλοκαιριάτικες μπόρες και άλλες ιστορίες...

Στο χωριό η πρώτη επαφή που είχα με τους καιροσκόπους ήταν ο μπάρμπα Νίκος ο Μπούτσικος. Μικρός στα μέσα της δεκαετίας του 60 κατέβηκα στης θειάς της Λένης το σπίτι να πάρω λίγα κράνια απ’ την κρανιά που είχε στον κήπο της. Αύγουστος μήνας και κει στην πόρτα στο κατώι καθισμένος ο μπάρμπα Νίκος σημείωνε σε ένα τετράδιο. Τον ρώτησα τι σημειώνει και μου απάντησε τα μερομήνια. Τότε πρωτόμαθα για τα προγνωστικά σημάδια των πρώτων ημερών του Αύγουστου που κάθε μισό τους αντιπροσώπευε ένα μήνα του επόμενου χρόνου. Κι αφού μου είπε μερικά απ’ τα σημάδια που αξιολογούσε, τα πρόβαλε σε αντίστοιχους μήνες του χειμώνα, που φαίνεται να τον ενδιέφεραν ιδιαίτερα, και έτσι πρόβλεπε αν ο χειμώνας θα έχει βροχές, χιόνια, κρύα, ανέμους, ή θα είναι ήπιος. Τα πολλά χρόνια που κράταγε τις σημειώσεις του μπορούσε να ελέγξει τα αποτελέσματα των προβλέψεών του κάθε φορά κι έτσι η αξιοπιστία έδινε μεγάλο προγνωστικό βάρος στις παρατηρήσεις του καλοκαιριού και την ευχαρίστηση στον παρατηρητή της επιβράβευσης της πρόγνωσης, στοιχείο κι αυτό που συνέβαλλε στη σύνθεση της σεβάσμιας προσωπικότητας του γέροντα. Παντού και πάντα η ανάγκη φέρνει τη γνώση.
Η άτυπη εκείνη κόντρα με τον μπάρμπα Κώστα τέλειωσε εκείνο το καλοκαίρι με συντριπτική νίκη των δικών μου προβλέψεων κι όταν μετά από χρόνια του φανέρωσα πως όλα εκείνα που προέβλεπα ήταν ένα αστείο παιχνίδι αρνιόταν να το πιστέψει.
(μ.4)

Πέμπτη 26 Ιουλίου 2012

Καλοκαιριάτικες μπόρες και άλλες ιστορίες...

Η επόμενη μέρα ξεκίνησε πριν καλά καλά πιούμε το πρωινό με την ημερήσια καιρική πρόβλεψη και το απόγευμα για τρίτη συνεχόμενη φορά νίκησα στον άτυπο αυτό ανταγωνισμό. Για κάμποσες ημέρες οι προβλέψεις μου για κάποια διαβολική σύμπτωση ήταν όλες πετυχημένες σε αντίθεση με το μπάρμπα που παρότι έβαζε τα δυνατά του δεν πέτυχε καμιά απολύτως πρόβλεψη. Μη νομίσει κανείς ότι ήξερα τα σημάδια των καιρών απλά έλεγα δυό χαζομάρες αληθοφανείς, ας πούμε ένα μικρό συννεφάκι στο Καρτάκι, το πέταγμα ενός γερακιού πάνω απ’ τις Γούρνες, και διάφορα άλλα περίεργα, κι έτσι ο μπάρμπας που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο χωριό που θεωρούσε αυτονόητο πως ήξερε όλα τα σημάδια των καιρών βρέθηκε να χάνει κατά κράτος έτσι από ένα καπρίτσιο της τύχης. Αργότερα στα μάτια του αποτελούσα μέγα οιωνοσκόπο ιδιαίτερα δε όταν έτυχε να μάθω τους καιρούς και μερικά σημάδια τους πολλά χρόνια αργότερα και όχι απ’ τους θαλασσινούς που θα περίμενε κάποιος όσο από τους μυλωνάδες.
Οι μυλωνάδες λοιπόν εκείνοι που είχαν ανεμόμυλους ήξεραν τους καιρούς και τα σημάδια τους και μάλιστα τους καλοκαιρινούς αν όχι καλύτερα τουλάχιστον παρόμοια με τους θαλασσινούς γιατί το άνοιγμα των ιστίων στους ανεμόμυλους σε έκταση μεγαλύτερη από εκείνη που η ένταση και η διεύθυνση των ανέμων επέτρεπε, μπορεί να είχε καταστροφικές συνέπειες στα γρανάζια που κουνούσαν τις μυλόπετρες. Ο Μπαρμπαγιάννης λοιπόν ο "πυρπολητής" όπως τον φώναζαν επειδή του έλειπαν κάμποσα δάκτυλα απ' τα χέρια, θυσία στο ψάρεμα με δυναμίτη, ένας παλαίμαχος μυλωνάς, ένας καλοσυνάτος γέρος, σ' ένα μικρό νησί στο Αιγαίο που γνώρισα στα πλαίσια της δουλειάς μου σαν είδε πως ενδιαφερόμουν για τους καιρούς άρχισε να τους ονοματίζει και να μου εξηγεί τα σημάδια τους. Επειδή ο χρόνος μου τότε και πολύς ήταν η δε περιέργεια μου να μάθω μεγάλη, ο γέρο μυλωνάς μου δίδαξε ένα σωρό πράγματα για τους καιρούς, γνώσεις απαραίτητες για την δουλειά του και την επιβίωσή του και εξαιρετικά ενδιαφέρουσες για μένα που βάλθηκα να μάθω τα μυστικά του έτσι από μεράκι, και να κάνω το σπουδαίο στον μπάρμπα μου.
(μ.3)

Παρασκευή 20 Ιουλίου 2012

Καλοκαιριάτικες μπόρες και άλλες ιστορίες...

Περασμένο μεσημέρι, η κάψα της μέρας στο απόγειο της κι απ’ το πρωί που χάραζε η μέρα συναντιόμουνα με τον μπάρμπα μου τον Κώστα τον αδερφό της μάνας μου που τα καλοκαίρια εκείνα έτυχε να βρισκόμαστε μαζί στο χωριό. Καθισμένοι στο μπαλκόνι εκείνος πίνοντας τον πρωινό του καφέ κι εγώ τρώγοντας ένα ξεροκόμματο με ημερομηνία παρασκευής άγνωστη και ημερομηνία λήξης την ημέρα που θα το τρώγαμε, βουτηγμένο σ΄ ένα φλιτζάνι μυρωδάτο τσάι του βουνού, ανταλλάσαμε κουβέντες παρατηρώντας τριγύρω μας.
Τις ημέρες εκείνες δεν ξέρω πως μούρθε και έκανα πως κοίταζα τα σημάδια στον ουρανό και με σοβαρό ύφος αποφαινόμουν «σήμερα θα βρέξει». Η κουβέντα μου έμοιαζε με ετυμηγορία κι ο μπάρμπας χωρίς να με ρωτήσει σε ποια σημάδια στηρίζω την πρόβλεψη μου, προφανώς για να μη δείξει ότι εγώ ξέρω καλύτερα, αποφαινόταν με τη σειρά του το αντίθετο. Η μέρα συνέχιζε, η πρωινή πρόβλεψη ξεχνιόταν μετά το μεσημεριανό φαγητό και τον απαραίτητο απογευματινό ύπνο τα πρώτα μπουμπουνητά υπενθύμιζαν τον ερχομό της απογευματιάτικης μπόρας και φαινόταν η πρόβλεψη μου απόλυτα πετυχημένη.
Ο θείος δεν μπορούσε να παραδεχτεί ότι εγώ ερμήνευα καλύτερα τα σημάδια απ’ ότι εκείνος και την επομένη τολμούσε με τη σειρά του την ημερήσια πρόβλεψη λέγοντας μου με βεβαιότητα πως σήμερα θα έχουμε μπόρα. Με τη σειρά μου για να τον κοντράρω προέβλεπα το ακριβώς αντίθετο. Το απόγευμα λοιπόν την ημέρας εκείνης μάταια περίμενε την εκδήλωση της προβλεφθείσας μπόρας. Για δεύτερο απόγευμα οι προβλέψεις μου αποδείχτηκαν επιτυχείς προς μεγάλη απογοήτευση του μπάρμπα.
(μ.2) 

Τρίτη 17 Ιουλίου 2012

Καλοκαιριάτικες μπόρες και άλλες ιστορίες...

Ο ήλιος πρόβαλε την άκρη στη Γκιώνα στέλνοντας το φως του στα ψηλά βουνά στις κορφές στα ουράνια, φώτιζε το στερέωμα,κι αφού τέλειωνε γρήγορα τον ουράνιο δρόμο του άρχιζε να κατηφορίζει προς το χωριό. Ο Ιούλιος κυλούσε τις ζεστές του μέρες κι όλα τριγύρω έμοιαζαν ώριμα. Εκείνη η φρεσκάδα του Μαγιού και οι πρώτες ζέστες του Ιούνη, έδιναν τη θέση της τους στο ώριμο καλοκαίρι που ο μήνας αυτός έφερνε. Οι βοριάδες σταμάταγαν και το δροσερό τους χάδι έφευγε απ’ τα μεσημέρια αφήνοντας μόνο του τον καυτό ήλιο να στέλνει την κάψα του τριγύρω παντού χωρίς τίποτε να την αντιπαλεύει. Ο ατέλειωτος αριθμός απ’ τα παιδόπουλα του καλοκαιριού συνέχιζε να κάνει ότι σκανταλιά υπήρχε να ζει να λειτουργεί και να πορεύεται στο δικό του κόσμο, να επικοινωνεί με τους δικούς του κώδικες να μην καταλαβαίνει τίποτε. Οι πορείες όσο επέτρεπε κι η απογευματινή δουλειά μερικών που ήταν τα ζυγούρια ήταν πάντα κοντινή γιατί υπήρχε κι άλλος ένας λόγος εξίσου σημαντικός που δεν επέτρεπε να απομακρυνθούμε και πολύ. Κι ο λόγος αυτός ήταν οι συχνές απογευματιάτικες μπόρες που ξέσπαγαν ξαφνικά και ξαφνικά σταμάταγαν. Κι οι μπόρες του καλοκαιριού, οι μπόρες του Ιούλη ήταν ένα μεγαλειώδες ξεχωριστό φυσικό γεγονός που προβλημάτιζε κι άφηνε εκστατικές τις μικρές παιδικές ψυχές μπροστά στη φύση, στην απρόβλεπτη δύναμη στην δραματική αλλαγή που συνέβαινε απ’ την μια ώρα στην άλλη και μπορούσε να φέρει μεγάλες ανατροπές που η παλιότερη γενιά έζησε και η γενιά η δική μας θυμάται με τις αιφνίδιες κατεβασιές στα ξερορέματα με δραματικές συνέπειες καμιά φορά.
(μ.1)