Μένοντας εκστατικοί στοχαστές όση ώρα θα χρειάζονταν μέχρι να σκεπαστούμε τη σκληρή κουβέρτα και να κλείσουμε τα μάτια κάναμε ανώδυνες σκέψεις για το αύριο αποφεύγοντας την υπαρξιακή αγωνία που πάντα πρόβαλε αμείλικτη σαν σκεφτόταν κανείς πόσο ασήμαντος είναι σ’ αυτό που βλέπει τριγύρω του. Τα τριζόνια, τα νυχτοπούλια, τα ζώα του σπιτιού το ελαφρύ αεράκι με το θρόισμα που ξεσήκωνε, οι γλυκές μυρουδιές το δροσερό χάδι που ανασήκωνε τις τρίχες του κορμιού, η γλυκιά κούραση της ημέρας, οι φευγαλέες σκέψεις η γλυκιά προσμονή του αύριο σχημάτιζαν ένα σύνολο μπερδεμένο με μια γλυκιά γεύση που ξεμπερδευόταν με τον ύπνο που σαν τον γόρδιο δεσμό λυνόταν με τον ερχομό του. Ποια έννοια μπορούσε να παρασύρει τα παιδικά μυαλά στην ξαγρύπνια; Αργούσε ακόμα η εποχή που το γλυκό αίσθημα της αγάπης θα έφερνε τις πρώτες ξαγρύπνιες, κι ακόμα πιο πολύ αργούσε η ώρα που οι ευθύνες και οι ανάγκες της ζωής θα έκοβαν την ξενοιασιά που περίσσια προσφέρονταν σήμερα στην αγκαλιά του χωριού που μας χάριζε απλόχερα όσα ένα παιδί θα λαχταρούσε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου