Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2014

Ετσι πρωτοπήγα από την Αθήνα στον Κονιάκο το 1952

Ποιητική Αφήγηση
Οι Βρίζες γύρω απλώνονται, πανέμορφο λιβάδι.
Βλέπω βουνά πανύψηλα, τα σύννεφα να αγγίζουν,
ακούω κυπροκούδουνα, κοπάδια που βοσκίζουν
και τα πουλιά χαρούμενα, να μας καλωσορίζουν.
Είναι μια ώρα μαγική, είναι μια οπτασία.
Εδώ τα απόσκια γείρανε στα όμορφα Βαρδούσια
κι απέναντι ο ήλιος τη Γκιώνα χαιρετά πριν πει καληνύχτα.
Αντικριστά της Παναγιάς πρόβαλε το εκκλησάκι στη στράτα.
Πορεία αλλάζουμε να ανάψουμε κεράκι.
Άντε σε λίγο φτάνουμε, μου λέει η Κατερίνα,
εγώ της αποκρίθηκα.
Όλο μου λέτε φτάνουμε, Κονιάκο όμως δεν είδα.
Να έλα από δω να δεις τα ακριανά τα σπίτια,
να και το σπίτι της γιαγιάς μου δείχνει η Θυμία.
Περνώντας το Βαθύρεμα και πάλι ανηφόρα.
Το χώμα στη στράτα χάθηκε, είναι όλο κοτρώνια.
Τα παπούτσια μου έχουν λαβωθεί κι έχουν αλλάξει χρώμα.
Θυμήθηκα τη μάνα μου που έλεγε:
εδώ θέλει γουρουνοτσάρουχα με από κάτω ρόδα.
Γιώργη πόσες ώρες βαδίζουμε ρωτώ με απορία;
Και όλοι μαζί μου απαντούν πως φτάσαμε.
Τέσσερις ώρες κράτησε τούτη η πεζοπορία.
Αχυρώνες και πουρνάρες βλέπω μπροστά,
δίπλα στα κάτω αλώνια.
Και από κάτω στου Σκαρπιά βοσκάνε κάτι ζώα.
Φτάσαμε, να το σπίτι μας ετούτο με το μπαλκόνι,
μου λένε οι εξαδέλφες μου οι αδελφές του Γιώργη.
Εδώ μας περιμένουνε με ανοιχτές αγκάλες
οι θειάδες μου οι μπαρμπάδες μου
η γιαγιά μου η Λιάρενα κι οι πρώτες μου ξαδερφάδες.
Μας καλωσορίσανε με αγάπη πατρική.
Στις αγκαλιές και στα φιλιά έχω παραδοθεί.
Ένιωσα σαν στο σπίτι μου.
Πλημμύρισα στοργή.
Μπήκαμε μέσα στου σπιτιού το δεξιό κατώι
κι άρχισαν τα κεράσματα και το κουβεντολόι.
Οι δυό μικρές ξαδέρφες μου η Γιώτα κι η Βαγγελίτσα
αρχίσανε να με ρωτούν πως είναι η Αθήνα.
Με τι το πήρα στο σχολειό.
Κι αν θάρθουν και τα αδέρφια μου ο Αποστόλης κι η Κατίνα.
Ήδη όμως σουρούπωσε νυχτώνει σιγά σιγά.
Ωστόσο απ’ έξω ακούγονται να παίζουνε παιδιά
στου μπάρμπα του Καφριτσάκη.
Παίζουνε κάτω απ’ τη μουριά
με μια κούνια αυτοσχέδια φτιαγμένη από τριχιά.
Η μέρα εδώ τελείωσε σιγά σιγά απλώνεται η νύχτα.
Έτσι στον Κονιάκο έφτασα στα χρόνια του πενήντα.
Έξι η ώρα έφυγα πρωί απ’ την Αθήνα
και στον Κονιάκο έφτασα λιγάκι πριν τη νύχτα.
(4)
ΜΑΡΚΟΣ ΦΑΜΕΛΗΣ
Ο Μάρκος της Λιαρομάρως
(πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Κονιάκος" στο τεύχος του Μαρτίου 1999)  

Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2014

Ετσι πρωτοπήγα από την Αθήνα στον Κονιάκο το 1952

Ποιητική Αφήγηση
Συνέχεια στην πορεία μας και το τοπίο αλλάζει.
Το πράσινο βλέπω μακριά όμως με ξεκουράζει.
Στ’ αριστερά και χαμηλά βλέπω χαλί πρασινωπό,
κεντίδια στολισμένο.
Το Βελούχοβο είναι το χωριό,
με δέντρα σκεπασμένο.
Για μένα οι ξαδέρφες μου λένε η μια στην άλλη,
το χαϊβάνι τούτο θα ξεποδαριαστεί.
Σταμάτα να το βάλουμε καβάλα στο μουλάρι.
Δέχτηκα με ευχαρίστηση να ανέβω στο μουλάρι καρκατσέλα.
Αμέσως με βάλανε απάνω στο σαμάρι.
Για μένα είναι πρωτόγνωρη τούτη η εμπειρία.
Πετάω απ’ τη χαρά στα σύννεφα που κάνω ιππασία.
Καμαρωτός και λυγιστός πηγαίνω στράτα πολύ.
Κάποια στιγμή διαβαίνουμε μια εκκλησία μικρή.
Ρώτησα και μου είπανε πως είναι η Υπαπαντή.
Εδώ απ’ το μουλάρι κατέβηκα, κι Γιώργης κάτι μου δείχνει.
Βλέπεις εκείνο τον καπνό, που στο βουνό σκορπίζει;
Αυτό είναι της νόνας σου το χωριό το όμορφο Τριβίδι.
Βλέποντας κάτω χαμηλά είναι του Μόρνου η ποταμιά.
Μες στα βουνά διαβαίνει,
με όλο πλατάνια και ιτιές στα πράσινα ντυμένη.
Προχωρώντας μπαίνουμε σε δύσβατο μονοπάτι.
Στο ένα μουλάρι έγειρε θα πέσει το σαμάρι.
Αμέσως σταματήσαμε και τα δυό μουλάρια.
Το ένα το ζώο μου δώσανε να κρατώ από την καπιστράνα.
Ισιώνουμε τα δέματα, σφίγγουν τα καναβίδια.
Ένα δέμα μας άνοιξε με ένα σωρό βιβλία.
Του Γιώργη είναι μαθήματα σπουδάζει στην Αθήνα.
Τα πήρε μαζί για να διαβάσει στο χωριό που έχει ησυχία.
Συνέχεια στη στράτα μας κατήφορος αρχίζει
και πάνω στην πλαγιά λίγα σπιτάκια φαίνονται.
Είναι το Λευκαδίτι.
Σε λίγο στην άκρη μπαίνουμε στου Μόρνου το ποτάμι.
Πατάμε λιγάκι αμμουδιά, κι αυτό μας ξεκουράζει.
Η στράτα γίνεται όνειρο, η φύση εδώ γιορτάζει.
Παντού πλατάνια και ιτιές, το διάβα μας σκεπάζουν.
Το ασημένιο του νερό κυλλά νύχτα και μέρα,
ωστόσο το βλέπω δύσκολο να βγούμε από πέρα.
Τα μουλάρια σχίζουνε τον ποταμό.
Νεροκροτούν τα πέταλα, που είναι σιδερένια,
στη στράτα τη διάφανη τη νεροβοτσαλένια
και εμείς, σαν ακροβάτες σε σχοινί,
περνάμε, πατώντας πέτρα από πέτρα.
Ευχάριστη διαδρομή, με έχει συναρπάσει.
Μετά βρισκόμαστε μπροστά σε ένα βαθύ αυλάκι.
Είναι γεμάτο με νερό ποτίζει το Αϊβάτι.
Έχει και ωραίο όνομα το λένε μέγα αυλάκι.
Αφήνουμε το πράσινο, παίρνουμε την ανηφοριά.
Διαβαίνουμε ξερά ρέματα και κακοτράχαλη πλαγιά.
Περνώντας τα παλιόμαντρα, στη στράτα μας μπροστά,
βλέπω κοτρώνες γίγαντες, μνημεία στρογγυλά,
που ήρθαν εδώ και στάθηκαν από κατεβασιά.
Ανεβαίνοντας σιγά σιγά το τοπίο πάλι αλλάζει.
(3)
ΜΑΡΚΟΣ ΦΑΜΕΛΗΣ
Ο Μάρκος της Λιαρομάρως
(πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Κονιάκος" στο τεύχος του Μαρτίου 1999)  

Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2014

Ετσι πρωτοπήγα από την Αθήνα στον Κονιάκο το 1952

Ποιητική Αφήγηση
Ο δρόμος είναι πολύ στενός κι όλο στροφές σαν φίδι.
Σε όλες τις κλειστές στροφές ο οδηγός κορνάρει
γιατί δυό αυτοκίνητα ο δρόμος δεν χωράει.
Περνάμε κάμπους και βουνά, γεφύρια χίλια δύο.
Ο Γιώργης μου λέει φτάνουμε.
Περνάμε το Μαλανδρίνο.
Λίγος δρόμος μας έμεινε, τελειώνει το στροφιλίκι.
Σε κάποια στροφή ξεπρόβαλε το όμορφο Λιδωρίκι.
Τέσσερις το απόγευμα φτάνουμε στο Λιδωρίκι.
Εδώ είναι αλλιώτικα, μοσχοβολά η φύση.
Εδώ μας περιμένουνε οι αδελφές του Γιώργη.
Είναι κι οι δυό τους όμορφες καικόκκινες σαν ρόδι.
Με αγκαλιάζουν με φιλούν γεμάτες καλοσύνη.
Είναι οι πρώτες ξαδέλφες μου η Θυμία κι η Κατερίνη.
Αφού χαιρετηθήκαμε και μιλήσαμε για λίγο,
ανά χείρας παίρνουμε τις αποσκευές από το λεωφορείο
και πηγαίνουμε στο παρκινγκ των αλόγων και των γαϊδουρομουλαριών.
Απέναντι και δεξιά από το πρακτορείο
τα μάτια μου φωτογραφούν στα γρήγορα τα πάντα.
Οι άνθρωποι μιλούν ολόιδια σαν τη δική μου μάνα,
οι δε Λιδωρικιώτισες όλες φοράνε καφετί μαντήλια στα κεφάλια.
Τα σπίτια είναι πέτρινα, με ανώγια και κατώγια.
Στις στέγες ορθός ο μπουχαρές θυμίζει το χειμώνα.
Ο βασιλικός κι ο κατηφές στολίζουν τα μπαλκόνια
 και τα πορτοπαράθυρα -μια ξεχωριστή εικόνα-
 βαμμένα στου ουρανού και στου λουλακιού το χρώμα.
Οι ξαδέλφες μου φορτώνουν τις αποσκευές σε δυό ψηλά μουλάρια
με τέχνη, δεξιά κι αριστερά απάνω στα σαμάρια.
Σε λίγο ξεκινήσαμε, παίρνουμε ανηφοριά.
Τα μουλάρια κι εμείς διαβαίνουμε κάτι φαρδιά σκαλιά
που ήταν γεμάτα κοπριά και απ’τ’ άλογα σβουνιά.
Βαδίζω προς το άγνωστο, γι αυτό ερωτήσεις κάνω.
Εδώ είναι στο Σαμψαρή, μου είπανε, στη ράχη αποπάνω,
και τούτη τη στράτα θα πάρουμε να πάμε στον Κονιάκο.
Ξεκίνησα χαρούμενος με κέφι καιμε ζήλο.
Διψούσα για περιπέτεια κι ας ήμουν πιτσιρίκος.
Η στράτα προς τα αριστερά δείχνει πως πάει να στρίψει
και εκεί τρέχει γάργαρο και δροσερό νερό από μια βρύση.
Τα μουλάρια πήγανε μόνα τους στο νεράκι για να πιούνε,
όμως εκεί ήτανε ένας γάιδαρος νταής και πήγαν να τσακωθούνε.
Ήπιαμε, δροσιστήκαμε, και για τη στράτα πήραμε το δροσερό νερό της
που τρέχει μέσα από τα σπλάχνα του βουνού, του όρους Λιδωρικιώτη.
Ξεκινώντας τα μουλάρια πηγαίνουνε μπροστά
και μεις πεζοί από κοντά
μαζεύοντας τη στράτα.
Ο ήλιος μας βλέπει από ψηλά και μας χαμογελάει,
όμως δεν αστειεύεται
γι αυτό βάζω το καπελάκι μου ίσκιο να μου κρατάει.
Περνάμε και άλλη μια πηγή με λιγοστό νεράκι.
Ο τόπος είναι άνυδρος,
πράσινο δεν υπάρχει,
γύρω μας ξεροχώραφα με στάχια που ανεμίζουν.
Κάτι γι αλώνια άκουσα και πως θα τα θερίσουν.
(2)
ΜΑΡΚΟΣ ΦΑΜΕΛΗΣ
Ο Μάρκος της Λιαρομάρως
(πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Κονιάκος" στο τεύχος του Μαρτίου 1999)  

Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2014

Ετσι πρωτοπήγα από την Αθήνα στον Κονιάκο το 1952

Ποιητική Αφήγηση
Η απόφαση να πάω στον Κονιάκο πάρθηκε στο σπίτι μας,
στα Νταμάρια της Καλλιθέας, κοντά στον Αι Γιώργη.
Είναι τέλος Μαΐου. Κυριακή μεσημέρι, λίγο μετά το φαγητό,
κι όλη η φαμίλια κάθεται γύρω απ’ το τραπέζι.
Οι γονείς μου συζητούν με τον ξάδελφό μου, τον Γιώργη,
πως ήλθε λιγάκι πρόωρα αυτό το καλοκαίρι.
Κάποια στιγμή συμφώνησαν στην πρόταση του Γιώργη,
μόλις τέλειωνε η σχολική χρονιά,
να με πάρει και να πάμε για διακοπές στον Κονιάκο,
στο χωριό της μάνας μου, αυτό το καλοκαίρι.
Εγώ είμαι επτά χρονών και ο Γιώργης πιο μεγάλος
κοντά του, μου είπε, να νιώθω σιγουριά,
και διακοπές αξέχαστες μαζί του θα περάσω.
Μου είπε πολλά και με έπεισε να πάω στον Κονιάκο.
Εγώ ζούσα με το όνειρο να πάω στο χωριό
και πώς να τελειώσουν γρήγορα οι μέρες στο σχολειό.
Ο Ιούνιος όμως δεν άργησε και ένα πρωινό,
με τις αποσκευές στο πρακτορείο, κοντά στη Μητρόπολη των Αθηνών,
ξεκινήσαμε για το χωριό.
Σαν τσιροπούλι κούρνιασα μέσα στο Πρακτορείο
είναι σχεδόν χαράματα, και κάνει λίγο κρύο.
Μετά από λίγο φτάνει του Λιδωρικιού,
ένα πρασινωπό, μικρό λεωφορείο
η μούρη του είναι μακριά και έχει μουστάκια και φτερά
και τα φώτα του σαν μάτια λάμπουν και είναι αστραφτερά.
Στη σκεπή του έχει σχάρα με ένα γκρίζο μουσαμά
και από πίσω έχει σκάλα με μικρά στενά σκαλιά.
Τις αποσκευές ο βοηθός του λεωφορείου στη σχάρα τοποθετεί
κι ο οδηγός τον βοηθά από το πισινό σκαλί.
Ο οδηγός είναι όμορφος και πολύ συμπαθής
το όνομα του άκουσα τον λένε Θοδωρή.
Με κάποιον αστειεύτηκε κι αρχίσανε τα γέλια
γιατί πίσω φορτώσανε για ντεκόρ δυό ξύλινα βαρέλια.
Στη συνέχεια κάποιος φωνάζει ονόματα
και οι επιβάτες μπαίνουμε στο λεωφορείο μέσα.
Στο κάθισμα καθίσαμε με το Γιώργη αντάμα,
το λεωφορείο μυρίζει ανάμικτα, τυρίλες, βενζίνες, τσαρούχια και ταγάρια.
Ο οδηγός τη μηχανή βάζει μπροστά κι αμέσως ξεκινάει
μαζί κι η φαντασία μου στο Λιδωρίκι και στον Κονιάκο πάει.
Πορεία προς την Ιερά Οδό και φτάνουμε Ελευσίνα
περνάμε από Θήβα, Λιβαδιά και όλη την Κωπαΐδα.
Φτάνουμε στην Αράχωβα, στάση για φαγητό
απέναντι τρέχει γάργαρο του Παρνασσού νερό.
Μετά περνάμε τους Δελφούς και φτάνουμε Χρυσό
κάποια γιαγιά ζαλίστηκε, θα κάνει εμετό
σακούλες ζητά κατάχλωμη, από το βοηθό.
Παίρνουμε τον κατήφορο ευθεία για την Άμφισσα
κι οι επιβάτες τραγουδούν τραγούδι για τα Σάλωνα.
Ανάβαση για την Αγιά Θυμιά, φτάνουμε Βουνιχώρα
εδώ σαν να ψιχάλισε μυρίζει βρεμένο χώμα.
Ταξίδι ατελείωτο μέχρι το Λιδωρίκι.
(1)
ΜΑΡΚΟΣ ΦΑΜΕΛΗΣ
Ο Μάρκος της Λιαρομάρως
(πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Κονιάκος" στο τεύχος του Μαρτίου 1999)