Ποιητική Αφήγηση
Συνέχεια στην πορεία μας και το τοπίο αλλάζει.
Το πράσινο βλέπω μακριά όμως με ξεκουράζει.
Στ’ αριστερά και χαμηλά βλέπω χαλί πρασινωπό,
κεντίδια στολισμένο.
Το Βελούχοβο είναι το χωριό,
με δέντρα σκεπασμένο.
Για μένα οι ξαδέρφες μου λένε η μια στην άλλη,
το χαϊβάνι τούτο θα ξεποδαριαστεί.
Σταμάτα να το βάλουμε καβάλα στο μουλάρι.
Δέχτηκα με ευχαρίστηση να ανέβω στο μουλάρι καρκατσέλα.
Αμέσως με βάλανε απάνω στο σαμάρι.
Για μένα είναι πρωτόγνωρη τούτη η εμπειρία.
Πετάω απ’ τη χαρά στα σύννεφα που κάνω ιππασία.
Καμαρωτός και λυγιστός πηγαίνω στράτα πολύ.
Κάποια στιγμή διαβαίνουμε μια εκκλησία μικρή.
Ρώτησα και μου είπανε πως είναι η Υπαπαντή.
Εδώ απ’ το μουλάρι κατέβηκα, κι Γιώργης κάτι μου δείχνει.
Βλέπεις εκείνο τον καπνό, που στο βουνό σκορπίζει;
Αυτό είναι της νόνας σου το χωριό το όμορφο Τριβίδι.
Βλέποντας κάτω χαμηλά είναι του Μόρνου η ποταμιά.
Μες στα βουνά διαβαίνει,
με όλο πλατάνια και ιτιές στα πράσινα ντυμένη.
Προχωρώντας μπαίνουμε σε δύσβατο μονοπάτι.
Στο ένα μουλάρι έγειρε θα πέσει το σαμάρι.
Αμέσως σταματήσαμε και τα δυό μουλάρια.
Το ένα το ζώο μου δώσανε να κρατώ από την καπιστράνα.
Ισιώνουμε τα δέματα, σφίγγουν τα καναβίδια.
Ένα δέμα μας άνοιξε με ένα σωρό βιβλία.
Του Γιώργη είναι μαθήματα σπουδάζει στην Αθήνα.
Τα πήρε μαζί για να διαβάσει στο χωριό που έχει ησυχία.
Συνέχεια στη στράτα μας κατήφορος αρχίζει
και πάνω στην πλαγιά λίγα σπιτάκια φαίνονται.
Είναι το Λευκαδίτι.
Σε λίγο στην άκρη μπαίνουμε στου Μόρνου το ποτάμι.
Πατάμε λιγάκι αμμουδιά, κι αυτό μας ξεκουράζει.
Η στράτα γίνεται όνειρο, η φύση εδώ γιορτάζει.
Παντού πλατάνια και ιτιές, το διάβα μας σκεπάζουν.
Το ασημένιο του νερό κυλλά νύχτα και μέρα,
ωστόσο το βλέπω δύσκολο να βγούμε από πέρα.
Τα μουλάρια σχίζουνε τον ποταμό.
Νεροκροτούν τα πέταλα, που είναι σιδερένια,
στη στράτα τη διάφανη τη νεροβοτσαλένια
και εμείς, σαν ακροβάτες σε σχοινί,
περνάμε, πατώντας πέτρα από πέτρα.
Ευχάριστη διαδρομή, με έχει συναρπάσει.
Μετά βρισκόμαστε μπροστά σε ένα βαθύ αυλάκι.
Είναι γεμάτο με νερό ποτίζει το Αϊβάτι.
Έχει και ωραίο όνομα το λένε μέγα αυλάκι.
Αφήνουμε το πράσινο, παίρνουμε την ανηφοριά.
Διαβαίνουμε ξερά ρέματα και κακοτράχαλη πλαγιά.
Περνώντας τα παλιόμαντρα, στη στράτα μας μπροστά,
βλέπω κοτρώνες γίγαντες, μνημεία στρογγυλά,
που ήρθαν εδώ και στάθηκαν από κατεβασιά.
Ανεβαίνοντας σιγά σιγά το τοπίο πάλι αλλάζει.
(3)
ΜΑΡΚΟΣ ΦΑΜΕΛΗΣ
Ο Μάρκος της Λιαρομάρως
(πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Κονιάκος" στο τεύχος του Μαρτίου 1999)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου