Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2014

Ετσι πρωτοπήγα από την Αθήνα στον Κονιάκο το 1952

Ποιητική Αφήγηση
Ο δρόμος είναι πολύ στενός κι όλο στροφές σαν φίδι.
Σε όλες τις κλειστές στροφές ο οδηγός κορνάρει
γιατί δυό αυτοκίνητα ο δρόμος δεν χωράει.
Περνάμε κάμπους και βουνά, γεφύρια χίλια δύο.
Ο Γιώργης μου λέει φτάνουμε.
Περνάμε το Μαλανδρίνο.
Λίγος δρόμος μας έμεινε, τελειώνει το στροφιλίκι.
Σε κάποια στροφή ξεπρόβαλε το όμορφο Λιδωρίκι.
Τέσσερις το απόγευμα φτάνουμε στο Λιδωρίκι.
Εδώ είναι αλλιώτικα, μοσχοβολά η φύση.
Εδώ μας περιμένουνε οι αδελφές του Γιώργη.
Είναι κι οι δυό τους όμορφες καικόκκινες σαν ρόδι.
Με αγκαλιάζουν με φιλούν γεμάτες καλοσύνη.
Είναι οι πρώτες ξαδέλφες μου η Θυμία κι η Κατερίνη.
Αφού χαιρετηθήκαμε και μιλήσαμε για λίγο,
ανά χείρας παίρνουμε τις αποσκευές από το λεωφορείο
και πηγαίνουμε στο παρκινγκ των αλόγων και των γαϊδουρομουλαριών.
Απέναντι και δεξιά από το πρακτορείο
τα μάτια μου φωτογραφούν στα γρήγορα τα πάντα.
Οι άνθρωποι μιλούν ολόιδια σαν τη δική μου μάνα,
οι δε Λιδωρικιώτισες όλες φοράνε καφετί μαντήλια στα κεφάλια.
Τα σπίτια είναι πέτρινα, με ανώγια και κατώγια.
Στις στέγες ορθός ο μπουχαρές θυμίζει το χειμώνα.
Ο βασιλικός κι ο κατηφές στολίζουν τα μπαλκόνια
 και τα πορτοπαράθυρα -μια ξεχωριστή εικόνα-
 βαμμένα στου ουρανού και στου λουλακιού το χρώμα.
Οι ξαδέλφες μου φορτώνουν τις αποσκευές σε δυό ψηλά μουλάρια
με τέχνη, δεξιά κι αριστερά απάνω στα σαμάρια.
Σε λίγο ξεκινήσαμε, παίρνουμε ανηφοριά.
Τα μουλάρια κι εμείς διαβαίνουμε κάτι φαρδιά σκαλιά
που ήταν γεμάτα κοπριά και απ’τ’ άλογα σβουνιά.
Βαδίζω προς το άγνωστο, γι αυτό ερωτήσεις κάνω.
Εδώ είναι στο Σαμψαρή, μου είπανε, στη ράχη αποπάνω,
και τούτη τη στράτα θα πάρουμε να πάμε στον Κονιάκο.
Ξεκίνησα χαρούμενος με κέφι καιμε ζήλο.
Διψούσα για περιπέτεια κι ας ήμουν πιτσιρίκος.
Η στράτα προς τα αριστερά δείχνει πως πάει να στρίψει
και εκεί τρέχει γάργαρο και δροσερό νερό από μια βρύση.
Τα μουλάρια πήγανε μόνα τους στο νεράκι για να πιούνε,
όμως εκεί ήτανε ένας γάιδαρος νταής και πήγαν να τσακωθούνε.
Ήπιαμε, δροσιστήκαμε, και για τη στράτα πήραμε το δροσερό νερό της
που τρέχει μέσα από τα σπλάχνα του βουνού, του όρους Λιδωρικιώτη.
Ξεκινώντας τα μουλάρια πηγαίνουνε μπροστά
και μεις πεζοί από κοντά
μαζεύοντας τη στράτα.
Ο ήλιος μας βλέπει από ψηλά και μας χαμογελάει,
όμως δεν αστειεύεται
γι αυτό βάζω το καπελάκι μου ίσκιο να μου κρατάει.
Περνάμε και άλλη μια πηγή με λιγοστό νεράκι.
Ο τόπος είναι άνυδρος,
πράσινο δεν υπάρχει,
γύρω μας ξεροχώραφα με στάχια που ανεμίζουν.
Κάτι γι αλώνια άκουσα και πως θα τα θερίσουν.
(2)
ΜΑΡΚΟΣ ΦΑΜΕΛΗΣ
Ο Μάρκος της Λιαρομάρως
(πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Κονιάκος" στο τεύχος του Μαρτίου 1999)  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου