Ποιητική Αφήγηση
Η απόφαση να πάω στον Κονιάκο πάρθηκε στο σπίτι μας,στα Νταμάρια της Καλλιθέας, κοντά στον Αι Γιώργη.
Είναι τέλος Μαΐου. Κυριακή μεσημέρι, λίγο μετά το φαγητό,
κι όλη η φαμίλια κάθεται γύρω απ’ το τραπέζι.
Οι γονείς μου συζητούν με τον ξάδελφό μου, τον Γιώργη,
πως ήλθε λιγάκι πρόωρα αυτό το καλοκαίρι.
Κάποια στιγμή συμφώνησαν στην πρόταση του Γιώργη,
μόλις τέλειωνε η σχολική χρονιά,
να με πάρει και να πάμε για διακοπές στον Κονιάκο,
στο χωριό της μάνας μου, αυτό το καλοκαίρι.
Εγώ είμαι επτά χρονών και ο Γιώργης πιο μεγάλος
κοντά του, μου είπε, να νιώθω σιγουριά,
και διακοπές αξέχαστες μαζί του θα περάσω.
Μου είπε πολλά και με έπεισε να πάω στον Κονιάκο.
Εγώ ζούσα με το όνειρο να πάω στο χωριό
και πώς να τελειώσουν γρήγορα οι μέρες στο σχολειό.
Ο Ιούνιος όμως δεν άργησε και ένα πρωινό,
με τις αποσκευές στο πρακτορείο, κοντά στη Μητρόπολη των Αθηνών,
ξεκινήσαμε για το χωριό.
Σαν τσιροπούλι κούρνιασα μέσα στο Πρακτορείο
είναι σχεδόν χαράματα, και κάνει λίγο κρύο.
Μετά από λίγο φτάνει του Λιδωρικιού,
ένα πρασινωπό, μικρό λεωφορείο
η μούρη του είναι μακριά και έχει μουστάκια και φτερά
και τα φώτα του σαν μάτια λάμπουν και είναι αστραφτερά.
Στη σκεπή του έχει σχάρα με ένα γκρίζο μουσαμά
και από πίσω έχει σκάλα με μικρά στενά σκαλιά.
Τις αποσκευές ο βοηθός του λεωφορείου στη σχάρα τοποθετεί
κι ο οδηγός τον βοηθά από το πισινό σκαλί.
Ο οδηγός είναι όμορφος και πολύ συμπαθής
το όνομα του άκουσα τον λένε Θοδωρή.
Με κάποιον αστειεύτηκε κι αρχίσανε τα γέλια
γιατί πίσω φορτώσανε για ντεκόρ δυό ξύλινα βαρέλια.
Στη συνέχεια κάποιος φωνάζει ονόματα
και οι επιβάτες μπαίνουμε στο λεωφορείο μέσα.
Στο κάθισμα καθίσαμε με το Γιώργη αντάμα,
το λεωφορείο μυρίζει ανάμικτα, τυρίλες, βενζίνες, τσαρούχια και ταγάρια.
Ο οδηγός τη μηχανή βάζει μπροστά κι αμέσως ξεκινάει
μαζί κι η φαντασία μου στο Λιδωρίκι και στον Κονιάκο πάει.
Πορεία προς την Ιερά Οδό και φτάνουμε Ελευσίνα
περνάμε από Θήβα, Λιβαδιά και όλη την Κωπαΐδα.
Φτάνουμε στην Αράχωβα, στάση για φαγητό
απέναντι τρέχει γάργαρο του Παρνασσού νερό.
Μετά περνάμε τους Δελφούς και φτάνουμε Χρυσό
κάποια γιαγιά ζαλίστηκε, θα κάνει εμετό
σακούλες ζητά κατάχλωμη, από το βοηθό.
Παίρνουμε τον κατήφορο ευθεία για την Άμφισσα
κι οι επιβάτες τραγουδούν τραγούδι για τα Σάλωνα.
Ανάβαση για την Αγιά Θυμιά, φτάνουμε Βουνιχώρα
εδώ σαν να ψιχάλισε μυρίζει βρεμένο χώμα.
Ταξίδι ατελείωτο μέχρι το Λιδωρίκι.
(1)
ΜΑΡΚΟΣ ΦΑΜΕΛΗΣ
Ο Μάρκος της Λιαρομάρως
(πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Κονιάκος" στο τεύχος του Μαρτίου 1999)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου