Όλοι μέσα μας κρύβαμε ένα κυνηγό λίγοι όμως από μας παραμείναμε φανατικοί στη συνήθεια αυτή. Σαν πέρασαν τα χρόνια πολύ λίγοι συνέχισαν να κυνηγούν.
Την πρώτη φορά που συνάντησα τα παιδιά κάτω απ΄τη μουριά με τις σφεντόνες έτοιμες για δράση απέκτησα έντονη την επιθυμία να αποκτήσω και εγώ μία. Θάπρεπε όμως να ξεπεράσω πολλά εμπόδια.
Το φτιάξιμο της διχάλας ήταν από μόνο του μια τέχνη. Η επιλογή του ξύλου, η επιλογή του κλαδιού, το κόψιμο το ξεφλούδισμα το χάραγμα και η επεξεργασία του με τα εξαιρετικά κοφτερά «σουβλιά» που πολύ αργότερα κατάλαβα ότι ήταν τροχισμένες μυτερές λεπίδες ξυρίσματος στα έμπειρα χέρια έκαναν θαύματα, στα άπειρα όμως ήταν εξαιρετικά επικίνδυνα. Κι ύστερα τα λάστιχα. Θυμάμαι την δυσκολία να βρούμε το εξαιρετικά πολύτιμο τη εποχή εκείνη υλικό που υπήρχε στα μαγαζιά του Λιδορικίου περιμέναμε όμως όλο αγωνία του πραματευτάδες που έρχονταν και άπλωναν την πραμάτεια τους στο πανηγύρι στο εκκλησάκι στο δημόσιο δρόμο προς τις Βρίζες. Εκεί τις πιο πολλές φορές βρίσκαμε λάστιχα μαύρα και καμιά φορά και άσπρα που στοίχιζαν λίγες δεκάρες. Πάντα φύλαγα απ’ το ανύπαρκτο χαρτζιλίκι που έφερνα μαζί μου απ’ την Αθήνα λίγες δεκάρες για τους πραματευτάδες στο εκκλησάκι όπου αγόραζα ένα ζευγάρι λάστιχα και αν περίσσευε και καμιά δεκάρα ακόμα κάτι όμορφα σουγιαδάκια που είχαν φιγούρα αλλά δεν έκοβαν σχεδόν ποτέ.