Ας γυρίσουμε όμως στη χαρούμενη συντροφιά της Κρύας Βρύσης όπου οι εκδρομείς μαζεμένοι όλοι τριγύρω από το τραπεζομάντηλο που σκέπαζε το γρασίδι είχαν ξαπλώσει στο πλάι ή είχαν καθίσει σε πέτρες σιγοτρώγοντας, σιγοπίνοντας και σιγοτραγουδώντας, κι όταν σταμάταγε το τραγούδι άρχιζαν τα χωρατά με αρχηγό τον Νικόλα που τα αστεία του έφερναν γέλιο τρανταχτό στους μεγάλους, κι από κοντά κι εμείς άσχετα αν καταλαβαίναμε ή όχι τα αστεία. Η μέρα κυλούσε, το κοντοσούβλι ψηνόταν, το κρασί έτρεχε, οι μεγαλύτεροι συνέχιζαν κι εμείς σε μια μικρή παρέα κινήσαμε στον ανήφορο ανάμεσα στα έλατα να εξερευνήσουμε το δάσος, και να βρούμε ένα ξέφωτο να αγναντέψουμε, να προσδιορίσουμε τη θέση μας σε σχέση με το χωριό και τους υπόλοιπους. Ο δρόμος γεμάτος χαμόκλαδα και φτέρες και τις ξερές βελόνες τα ελατόφυλλα, η μυρουδιά του ψητού έρχονταν ακόμη ασθενής και οι φωνές και τα γέλια ξεθώριαζαν καθώς ξεμακραίναμε. Δυό στροφές πιο πέρα ένα ξέφωτο στρωμένο με γρασίδι και φτέρες μια εικόνα ένας πίνακας ενός καλλιτέχνη με μαγικές ικανότητες και απέναντι σταχτής και γαλάζιος ο επιβλητικός όγκος της Γκιώνας με την απόκρημνη μεριά του να έρχεται βορινά και να ακουμπάει στην Οίτη, την καταβόθρα, το ήμερο εκείνο, κατάφυτο με έλατα βελανιδιές και πουρνάρια βουνό που ήταν πρόκληση στο βλέμμα. Βαθιά κάτω καθώς τα έλατα κατηφόριζαν με μια σειρά πλατάνια ανάμεσά τους που έδειχναν την πορεία του νερού, που χώριζε τα δυό βουνά, το ποτάμι κυλούσε ήρεμα τα καλοκαιριάτικα νερά του καθώς έπαιρνε το δρόμο για την Ναύπακτο.
Γυρίσαμε πίσω κάτσαμε κι εμείς γύρω απ’ το μεσημεριάτικο υπαίθριο γεύμα, όπου γευτήκαμε την πραγματική γεύση της ζωής, κι ύστερα όταν αποκαμωμένοι οι πιο πολλοί έγειραν να πάρουν έναν ύπνο γλυκό γείραμε κι εμείς αφήνοντας το βλέμμα να τρέχει εκεί ψηλά ανάμεσα απ’ τα κλαδιά που μισοάφηναν τον ήλιο να περνά κάτω κρατώντας μια δροσούλα που την έκανε ακόμη πιο όμορφη το βοριαδάκι που γλίστραγε στα μεγάλα δέντρα ανάμεσα. Οι λίγοι που δεν ήθελαν να κοιμηθούν πήραν το δρόμο για το Φτερλάκωμα και οι φωνές και τα γέλια τους εξασθενούσαν και χάνονταν καθώς απομακρύνονταν.
Σαν άρχιζε ο ήλιος να κατηφορίζει προς τις κορφές των Βαρδουσίων κι η μέρα άρχιζε να σώνεται, η χαρούμενη συντροφιά άρχιζε σιγά σιγά να μαζεύει τα απομεινάρια της εκδρομής να τα τοποθετεί στις μαρούδες , να ταχτοποιεί τα απομεινάρια της φωτιάς, ρίχνοντας νερό στα τελευταία αποκαΐδια, και πήρε τον κατήφορο αφήνοντας πίσω την Κρύα Βρύση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου