Σαν έπεφτε το βλέμμα χαμηλά στο χωριό, συναντιόταν και με το ποτάμι εκεί κάτω μακριά στη ρίζα της Γκιώνας, φαίνονταν μικρό σαν μια γαλάζια πινελιά στα κιτρινοπράσινα φύλλα που έδειχναν να το προστατεύουν. Κι έτσι το βλέπαμε σαν ξυπνάγαμε το πρωί, απ’ το μπαλκόνι, όσο περιμέναμε και κοιτάζαμε να δούμε αν ξύπνησαν οι φίλοι και συνοδοιπόροι του καλοκαιριού για να ανταμώσουμε στην πλατεία. Ξυπνάγαμε το πρωί κι ακούγαμε τον ήχο απ’ τα κουδούνια που φόραγαν τα ζυγούρια καθώς οι «ζυγουρολόγοι» τα πήγαιναν να βοσκήσουν και πέρναγαν ανάμεσα στα σοκάκια. Ξυπνάγαμε κι οι μυρουδιές απ’ τα τζάκια γέμιζαν το χωριό κι αυτές για λίγο μέχρι που έφευγαν κι οι μεγάλοι για τις δουλειές τους στα χωράφια. Κι όσο περιμέναμε κι η μέρα γέμιζε το βλέμμα δεν ξεκόλλαγε απ’ το ποτάμι, προορισμός δελεαστικός, εμπειρία που περίμενε να αποκτηθεί.
Το ποτάμι ξεκίναγε από ψηλά από την Καταβόθρα, έτσι μας έλεγαν οι μεγαλύτεροι, και πέρναγε από ένα δύσβατο φαράγγι απ’ τη μια μεριά ήταν οι κατάφυτες πλαγιές της Καταβόθρας κι απ’ την άλλη η Γκιώνα με την απότομη πλαγιά της την «Κακιά Σάρα», απ’ όπου το πέρασμα των οδοιπόρων ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο. Η γιαγιά κάθε φορά που μας διηγιόταν την επιστροφή της από τα χωριά της Καταβόθρας όταν πήγαινε να φέρει γεννήματα, μας περιέγραφε πως αναγκάζονταν να περάσει σχεδόν έρποντας από το δύσβατο εκείνο πέρασμα και η διήγησή της έφτιαχνε στο μυαλό μας άπειρες εικόνες από ζώα που γκρεμίζονταν, από ανθρώπους πιασμένους από πέτρες και κλαδιά, και μας έφερνε ένα διάχυτο φόβο σα φέρναμε τον εαυτό μας στη θέση της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου