Ας γυρίσουμε όμως στο ποτάμι που κατηφόριζε πίσω από την Ψηλόραχη και κάτω απ’ τη Συκιά, κι αφού τέλειωνε ο λόφος απ’ τον Πυργάκι προς τα Ισιώματα το κομμάτι της ποταμιάς που βρίσκονταν στο Κονιακίτικο, γίνονταν πια ορατό απ’ το χωριό και το βλέπαμε σε λίγα μέρη που κυλούσε στην ήρεμη κοίτη του βρέχοντας στα ριζά τη Γκιώνα, εκεί που απότομη θεόρατη απειλητική υψωνόταν μέχρι τα σύννεφα. Από την άλλη μεριά χάιδευε τις πλαγιές των Βαρδουσίων καθώς αυτές κατέβαιναν πιο ήμερες, λιγότερο απότομες, από τις δικές τους ψηλές κορφές, τις πλαγιές τους σε μια απ’ αυτές ακούμπαγε απάνω της το χωριό με τις στράτες που έφευγαν προς όλες τις κατευθύνσεις και προς το ποτάμι εκεί χαμηλά. Το ποτάμι που φαίνονταν απ’ το χωριό σε πολύ λίγα σημεία της διαδρομής του, κι όμως το ξέραμε ότι υπάρχει σαν το περνάγαμε ερχόμενοι και πηγαίνοντας προς το Λιδορίκι κι από τα πυκνά πλατάνια που ακολουθούσαν κι αυτά το σκιερό του δρόμο σαν κατηφόριζε για το Βελούχι κι από κει στο Στενό κι ύστερα έφευγε από μας και πήγαινε στη θάλασσα.
Το ποτάμι μέρος μυθικό που το συνόδευαν θρυλικές ιστορίες από τους μεγαλύτερους. Μέναμε με το στόμα ανοιχτό καθώς ακούγαμε για το ψάρεμα με τα χέρια για τις μεγάλες μπαρούκες για τα ψηλά βράχια που τις προστάτευαν και τις έκαναν κατάλληλες για κολύμπι και δύσκολες για ψάρεμα, για τα μεγάλα βότσαλα που έχτιζαν την κοίτη και το πόσο δύσκολο είναι να περπατάς επάνω τους, για τις νεροφίδες και τα ζουλάπια που κατέβαιναν για να πιούν νερό και τόσα ακόμη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου