Τα βασιλέματα πήραν να κυλούν στη Γκιώνα και ο δρόμος της επιστροφής είχε αρχίσει να μετριέται με τα αργά τεμπέλικα βήματα του γυρισμού. Τα γέλια τα πειράγματα, συνέχιζαν αμείωτα να κρατούν τη συντροφιά σε μεγάλο κέφι. Κοντοστάθηκα λίγο καθώς αφήναμε το δάσος και κατηφορίζαμε να ρίξω μια τελευταία ματιά στον προορισμό που τον τελευταίο καιρό αποτελούσε μια εμμονή. Μια ακόμη επιθυμία είχε εκπληρωθεί και αισθανόμουν πως κατάκτησα μια ακόμη σπουδαία εμπειρία. Κι ήταν έτσι ακριβώς όταν πολλά χρόνια μετά όσες φορές ξαναβρέθηκα στο μέρος εκείνο ένοιωθα την ίδια συγκίνηση που είχα πρωτονοιώσει όταν με την καλοκαιριάτικη συντροφιά στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα, το όνειρό μου είχε γίνει πραγματικότητα.
Και καθώς το χωριό πλησίαζε η προοπτική για μια νέα περιπέτεια φώτιζε τη σκέψη και όλες οι πιθανές διαδρομές είτε σαν εκδρομή είτε σαν βόλτα άρχισαν να φτερουγίζουν και να συνωστίζονται προσπαθώντας να κερδίσουν μια μπροστινή θέση στον προγραμματισμό των επόμενων ημερών. Τώρα θα πρέπει να συμμαζέψουμε τις σκόρπιες εντυπώσεις από την όμορφη εκδρομή και να τις τοποθετήσουμε στα σπουδαία μας κατορθώματα που θα συνόδευαν το υπόλοιπο του καλοκαιριού και θα μας έδιναν εκείνη την γλυκιά νοσταλγία στη χειμωνιάτικη πόλη όταν η ρουτίνα της κάθε μέρας θα έκανε τα πάντα να μοιάζουν γκρίζα. H είσοδος στο χωριό από την κάτω βρύση και το ανέβασμα στην πλατεία ήταν η τελευταία πράξη που σφράγιζε την ημέρα εκείνη. Ο καπνός απ’ τα τζάκια υπενθύμιζε σε όλους μας πως η κούραση της μέρας εύρισκε την απαντοχή της κι η ανάσα ξεκούρασης για μια ακόμη βραδιά έρχονταν καθώς το σκοτάδι έπεφτε βαθύ και τα αστέρια γέμιζαν τον ουρανό τη μαρμαρυγή τους.
Και καθώς το χωριό πλησίαζε η προοπτική για μια νέα περιπέτεια φώτιζε τη σκέψη και όλες οι πιθανές διαδρομές είτε σαν εκδρομή είτε σαν βόλτα άρχισαν να φτερουγίζουν και να συνωστίζονται προσπαθώντας να κερδίσουν μια μπροστινή θέση στον προγραμματισμό των επόμενων ημερών. Τώρα θα πρέπει να συμμαζέψουμε τις σκόρπιες εντυπώσεις από την όμορφη εκδρομή και να τις τοποθετήσουμε στα σπουδαία μας κατορθώματα που θα συνόδευαν το υπόλοιπο του καλοκαιριού και θα μας έδιναν εκείνη την γλυκιά νοσταλγία στη χειμωνιάτικη πόλη όταν η ρουτίνα της κάθε μέρας θα έκανε τα πάντα να μοιάζουν γκρίζα. H είσοδος στο χωριό από την κάτω βρύση και το ανέβασμα στην πλατεία ήταν η τελευταία πράξη που σφράγιζε την ημέρα εκείνη. Ο καπνός απ’ τα τζάκια υπενθύμιζε σε όλους μας πως η κούραση της μέρας εύρισκε την απαντοχή της κι η ανάσα ξεκούρασης για μια ακόμη βραδιά έρχονταν καθώς το σκοτάδι έπεφτε βαθύ και τα αστέρια γέμιζαν τον ουρανό τη μαρμαρυγή τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου