Το μενού
περιλάμβανε γίδα βραστή κοκκινιστή με μακαρονάδα από χοντρά μακαρόνια στο
ζουμί, η επιλεγόμενη μακαρονάδα
«μπλουμ», με ψωμί φουρνιστό, τυρί και άφθονο κρασί.
Τακτοποιήσαμε
τα τραπέζια κατά μήκος από τον τοίχο μέχρι την πόρτα δίπλα στη σόμπα, βάλαμε
τις καρέκλες, ανεβάσαμε την ένταση της μουσικής και περιμέναμε το σερβίρισμα.
Ήρθαν τα
πιάτα με το κρέας και τα μακαρόνια και χωρίς να περιμένουμε επιπέσαμε
απολαμβάνοντας το λιτό αλλά εξαίρετο δείπνο μέχρι που εμφανίστηκε ο Αποστόλης ο
ξάδερφος.
Αυτός θα έτρωγε με την οικογένειά του και μέχρι τότε κατέβηκε να κάνει
λίγη παρέα μαζί μας να πιεί ένα κρασί
πριν επιστρέψει. Θες η γνωστή απερισκεψία του θες η προσπάθεια του να
εντυπωσιάσει θες το καλαμπούρι του πήρε το κλαρίνο να παίξει ενόσω τρώγαμε και ζήτησε απ’ τον
άλλο οργανοπαίχτη να τον ακολουθήσει χορεύοντας.
Γελώντας και τρώγοντας οι
υπόλοιποι παρακολουθούσαμε χωρίς να μπορούμε να φανταστούμε την περιπετειώδη
εξέλιξη του Χριστουγεννιάτικου ρεβεγιόν.
Αφού λοιπόν
το κέφι άναψε για τα καλά ο ξάδερφος ζήτησε να σηκωθούμε να χορέψουμε. Πριν
λοιπόν αποφάμε σηκώθηκαν δυό τρείς. Στην πρώτη βόλτα σε μια λεβέντικη κολοκαθιά
ο ξάδερφος καθώς σηκώθηκε έδωσε με το χέρι του μια στα μπουριά της σόμπας,
χωρίς ποτέ να μας ξεκαθαρίσει αν έγινε τυχαία ή το προκάλεσε, και έγινε η
απόλυτη καταστροφή.
Τα μπουριά που
κρεμόντουσαν με σύρματα απ’ το ταβάνι αποσυναρμολογήθηκαν και στέκονταν μετέωρα κρεμασμένα απ' τα σύρματα που τα συγκρατούσαν γέρνοντας καταστροφικά προς το τραπέζι . Καθώς έγειραν προς
το τραπέζι όπου τρώγαμε άφησαν από μέσα τους να πέσει μια τεράστια ποσότητα
καπνιάς αρκετής για να βάψει κατάμαυρους όσους είχαν την ατυχία να κάθονται προς
την πόρτα, ενώ οι άλλοι τη γλύτωσαν. Η κάπνα έπεσε στους ακριανούς και
κυρίως στον Νίκο που στην προσπάθεια του να την αποφύγει πιάστηκε απ’ το
τραπέζι έγειρε στο πλάι έχασε την
ισορροπία του παίρνοντας μαζί του το τραπέζι και τα πιάτα με τα απομεινάρια της
σούπας που έπεσαν μαζί με το τραπέζι απάνω του, προσθέτοντας στην μαυρίλα και τα
ζουμιά μαζί με τα μακαρόνια
Το
μαγαζί έγινε σαν να πέρασε επιδρομή
αγρίων (το λέω έτσι κομψά μη παρεξηγηθεί κανείς 45 χρόνια μετά, τουλάχιστον κάμποσα απ’ αυτά αλιεύονται απ’ τα ημερολόγια
του τότε και τις απαραίτητες φωτογραφίες), με τους μισούς να είναι
ημιαναίσθητοι απ’ τα γέλια, προφανώς οι τυχεροί που δεν έπεσε απάνω τους η
καπνιά, οι άλλοι μισοί αμήχανοι ως οργισμένοι κατάμαυροι απ’ την καπνιά και ο
κακομοίρης ο Νίκος με τα υπολείμματα της μακαρονάδας στο κεφάλι του και τις
σάλτσες στα ρούχα του εντελώς αμήχανος προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τι
συνέβη.
Ο Αλέκος ως μαγαζάτορας με πρωτοφανή ψυχραιμία άρχισε αμέσως τις
εργασίες της όποιας αποκατάστασης μπορούσε να γίνει μετά απ’ την καταστροφή που
προηγήθηκε βάλθηκε να ενώνει τα μπουριά που έκαιγαν ακόμη, τα οποία αδυνατώντας πλέον να
διώξουν τον καπνό, πλημύρισε με καπνούς το μαγαζί τόσο που δεν μπορούσαμε να πάρουμε ανάσα. Προσπάθησε λοιπόν να επαναφέρει τα τραπέζια στη σωστή τους θέση
να μαζέψει τα πιάτα να σκουπίσει τα υπολείμματα και στο τέλος να σφουγγαρίσει.
Παρόλη
την καταστροφή δεν έχασε τη διάθεση του και χαμογελώντας έβλεπε τους
ξαπλωμένους απ’ τα γέλια και τα θύματα και το διασκέδαζε κι αυτός με τον τρόπο
του. Τελευταίο άφησα το δράστη. Με πονηρό χαμόγελο απολάμβανε το χάος που
δημιούργησε και περίμενε να δει τις αντιδράσεις των υπολοίπων για να αποφασίσει
αν αυτό που έκανε ήταν αστείο.
Τα πρώτα Χριστούγεννα στο χωριό έμελλε να ήταν γεμάτα απρόοπτα για τη μικρή μας παρέα και γεμάτο φασαρίες για τον υπομονετικό και γεμάτο καλή διάθεση Αλέκο...
(α.λ. 7)