Παντού ανεβαίνοντας καθώς έπαιρνε να σουρουπώνει ανταμώναμε τους ξωμάχους που γύριζαν απ΄ τα χωράφια και τις άλλες δουλειές με κατεύθυνση στο χωριό να πάει ο καθένας σπίτι του να πάρει μια ανάσα μέχρι την επόμενη.
Καλωσορίσματα και ευχές κουβέντα με τον παππού ανεβαίνοντας ενώ η νύχτα έπεφτε και ο υπέροχος γεμάτος άστρα ουρανός άρχιζε να φαίνεται μεγαλειώδης, μυστηριώδης, πανέμορφος. Το ξερόρεμα, το βαθύρεμα και ο ανήφορος πριν απ’ τα πρώτα σπίτια του χωριού στα Βωττέικα Αλώνια. Και ξαφνικά στο σκοτάδι που σκέπαζε το χωριό τα πρώτα αχνά φωτάκια απ’ τα λυχνάρια και ένα ποτάμι αλλιώτικα φωτάκια που αναβόσβηναν τριγύρω μας οι κωλοφωτιές που μας καλωσόριζαν χαρούμενες κι αυτές για την καινούργια παρέα που έρχονταν. Η εικόνα μαγική που μόνο τα παιδικά μάτια μπορούν να δουν και οι παιδικές ψυχές να αιχμαλωτίσουν με τον μοναδικό τρόπο που εκείνες ξέρουν. Είναι οι εικόνες που συνοδεύουν τη θύμηση όσα χρόνια κι αν περάσουν καθώς κάθε Ιούνη και Ιούλη που ξεκινάνε το δικό τους ερωτικό παιχνίδι γεμίζουν τον άσπιλο αέρα της βουνοπλαγιάς που βρίσκεται το χωριό μας με ένα τρελό μαγικό παιχνίδισμα στο βλέμμα και την εξίσου τρελή επιθυμία να τις ακολουθήσεις στο παιχνίδισμά τους.
Μαγεμένοι απ’ το θέαμα με τις πρώτες μυρουδιές απ’ τον καπνό που έβγαινε απ’ τα τζάκια, και το κελάρυσμα του νερού που έτρεχε στ’ αυλάκι φτάναμε επιτέλους μετά από μια μικρή Οδύσσεια στην Ιθάκη μας που γαλήνια μας περίμενε από το περασμένο καλοκαίρι.
Ξεπεζεύαμε τη γαϊδούρα και η έκσταση ανάμικτη με την απέραντη κούραση μας οδηγούσε μηχανικά ν’ ανεβούμε στο χαγιάτι να ντυθούμε τις ζακέτες μας που μας προφύλαγαν απ’ το βραδινό κρύο να χαιρετίσουμε τη γιαγιά και να νοιώσουμε ότι πεινάμε σαν λύκοι. Πάντα μας περίμενε ένα κομμάτι ψωμί απ’ τη γάστρα, μια γερή τηγανιά πατάτες απ’ τον κήπο τηγανισμένες στο τζάκι με τις κλάρες απ’ τα πουρνάρια και ένα κομμάτι τυρόπιττα με εκείνο το μοναδικό πρόβειο τυρί απ’ το δερμάτι, που η γεύση του ποτέ δεν πρόκειται να ξεχαστεί όσο θα ζούμε.
Το πρώτο βράδυ στο χωριό ήταν γεγονός.